Βία ανηλίκων: ''Μπορεί να αντιμετωπιστεί με μορφές κοινωνικού ελέγχου - Απαιτεί πρώτα από τους ενήλικες να αλλάξουν στάση''
''Ασύλληπτη είναι η δική μας στάση''
Στη ραγδαία αύξηση του φαινομένου της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων αναφέρθηκε η εγκληματολόγος Μαρία Αλβανού
Στη ραγδαία αύξηση του φαινομένου της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων αναφέρθηκε η Μαρία Αλβανού.
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα η εγκληματολόγος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «μπορεί να αντιμετωπιστεί με μορφές κοινωνικού ελέγχου. Είναι ένας αγώνας που έχει βάθους χρόνου και απαιτεί πρώτα από τους ενήλικες να αλλάξουν στάση».
Στη συνέχεια, μιλώντας στην ΕΡΤ δήλωσε: «Κοιτάξτε, ασύλληπτη είναι η δική μας στάση απέναντι σε αυτά που βλέπουμε. Και γιατί το λέω ασύλληπτη; Είναι το πώς κανονικοποιούμε τη βία-έτσι κι αλλιώς, όσοι είμαστε στο ενήλικο στάδιο της ζωής και θεωρούμε κάποια πράγματα φυσιολογικά. Και επίσης, είναι ασύλληπτο και το ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι τα παιδιά είναι απλά καθρέφτης της ενήλικης κοινωνίας. Άρα, δεν μπορεί να πέφτουμε από τα σύννεφα και να μιλάμε για ένα φαινόμενο ωσάν να είναι εξωγήινο, τη στιγμή που εντάσσεται σαφέστατα στο αφήγημα βίας που έχει και η ενήλικη κοινωνία. Δείτε λίγο στα δελτία ειδήσεων τι συμβαίνει κάθε μέρα από αυτά που καταγράφονται. Διότι, πάντα τόσο στην ανήλικη βία όσο και στη βία στον κόσμο των ενηλίκων υπάρχουν τα περιστατικά του σκοτεινού αριθμού-όπως λέμε στην εγκληματολογία-της βίας που ποτέ δεν καταγράφεται, δεν καταγγέλλεται, δεν θα τη δείξουν οι αρχές. Όμως, υπάρχει».
Σχετικά με το αν οι νέοι έχουν εξοικειωθεί με τη βία, η κα Αλβανού υπογράμμισε «Μα η βία υπάρχει παντού. Υπάρχει στη συμπεριφορά στο σπίτι, στο δρόμο κτλ. Διότι, μην ξεχνάμε και κάτι: Ότι οι σημερινοί νέοι, τα σημερινά παιδιά έχουν για πρώτη φορά τέτοια πρόσβαση στο τι συμβαίνει λόγω του διαδικτύου, στην πληροφορία και στην εικόνα. Λοιπόν, παντού θα δείτε εικόνα βίας. Γιατί περιμένουμε τα παιδιά να δράσουν διαφορετικά; Όταν μάλιστα είναι σε μια ηλικία στην οποία δεν μπορούν να φιλτράρουν ούτε την πληροφορία, ούτε την εικόνα. Η βία λοιπόν, που έχει κανονικοποιηθεί στους ενηλίκους μας πειράζει όταν τη βλέπουμε στον ενήλικο; Είμαστε υποκριτική κοινωνία εδώ. Και επιπλέον, λείπει και ο γονέας που να είναι δίπλα, να φιλτράρει την εικόνα, να δώσει κάποιες άλλες αρχές, κάποιο άλλο αφήγημα. Θα πω με λύπη μου ότι ακόμα και οι λέξεις καλό-κακό εξοβελίστηκαν από την κοινωνία με αποτέλεσμα τώρα να θερίζουμε ό, τι έχουμε σπείρει (…). Τώρα, το φαινόμενο είναι και περίπλοκο και πολύ-παραγοντικό και χρειάζεται μία σε βάθος έρευνα, γιατί υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε κοινωνία, τα οποία οφείλουμε να μελετήσουμε. Ακόμη, θα δείτε ότι τα τελευταία χρόνια μελετάμε σε άλλες μορφές βίας των ανηλίκων, αλλά μελετάμε και την επίδραση του εγκλεισμού και της πανδημίας. Το γεγονός ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά τα παιδιά κοινωνικοποιήθηκαν μόνο μέσω μιας οθόνης, τη στρεσογόνο επίδραση αυτής της περιόδου και θα δούμε πόσο θα διαρκέσει και πώς θα αποτυπωθεί. Αυτό όμως, χρειάζεται μια υπεύθυνη έρευνα, η οποία θα λάβει χώρα σε βάθος χρόνου, θα δει όλες τις παραμέτρους και θα δει επίσης αν κάποια από τα στοιχεία που βλέπουμε είναι παροδικά ή δείχνουν μία μόνιμη αυξητική τάση. Για μένα δεν είναι τόσο σημαντικό το στατιστικό αποτύπωμα όσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της βίας και είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά που δείχνουν μία βία που συνήθως τελούν ενήλικες. Δεν είναι δηλαδή αυτό το οποίο είχαμε συνήθως, παλαιότερα όπου πχ. μάλωσαν δύο παιδιά στην αυλή, το ένα έσπρωξε το άλλο και έπεσε. Ούτε εκείνο βέβαια ήταν καλό, αλλά θέλω να πω ότι εντασσόταν σε μία συμπεριφορά που προσιδίαζε στην ηλικία. Τώρα βλέπουμε βία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι των ενηλίκων. Συνήθως είναι αυτή που βλέπουμε στους ενήλικες και τώρα αντιγράφεται από τους ανήλικους».
Ερωτηθείσα αν αυτό που γίνεται με τους εφήβους μπορεί να αντιμετωπιστεί, η εγκληματολόγος επισήμανε ότι: «Είναι σαφέστατα ένα ανησυχητικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά στατιστικά να μην ξεχνάμε ότι το έγκλημα και η βία τόσο στους ενηλίκους όσο και στους ανήλικους δεν είναι η πλειοψηφία, με την έννοια ότι δεν έχουμε το 90% των ανθρώπων να παρανομούν και να ασκούν βία. Παρόλα αυτά υπάρχει κανονικοποίηση. Μπορεί όμως, να αντιμετωπιστεί με μορφές κοινωνικού ελέγχου. Αλλά-θα μου επιτρέψετε να το πω-ότι είναι ένας αγώνας που έχει βάθος χρόνου και απαιτεί πρώτα από τους ενήλικες να αλλάξουν στάση (…). Εδώ χρειαζόμαστε τον ενήλικα να είναι δίπλα και να εξηγήσει στο παιδί. Και συγνώμη αλλά ο ενήλικας είναι απών σε σχέση με το παιδί. Πόσοι πραγματικά αναρωτιούνται και πόσοι βλέπουν και επιβλέπουν τι κάνει το παιδί στο κινητό; Τι εικόνες βλέπει; Και όχι με την έννοια της λογοκρισίας. Και να σας πω την αλήθεια ακούω διάφορα μέτρα, όπως απαγόρευση του κινητού. Όλα αυτά δεν πρόκειται να λειτουργήσουν. Το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Η τεχνολογία είναι εκεί. Έχει σημασία όμως, ο ενήλικας, ο γονέας να είναι δίπλα και να εξηγήσει, να πάρει θέση, να φιλτράρει, όπως είπα πριν, το αφήγημα. Αυτό δυστυχώς δεν γίνεται. Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στην τηλεόραση και στο κινητό σαν μια εύκολη μπέιμπι σίτερ. Εδώ χωρούν και άλλες, αν θέλετε θεωρίες και εξηγήσεις που έχουν να κάνουν και με την οικονομική κατάσταση γενικότερα, τον τρόπο που οι γονείς έχουν αλλάξει τη ζωής τους, αλλά πάντως, το αποτέλεσμα είναι ότι τα παιδιά παρκάρονται με μπέιμπι σίτερ το κινητό (…). Και το σχολικό περιβάλλον επίσης, θέλει σαφέστατα και σχολικό ψυχολόγο. Ένα ψυχολόγο ο οποίος δεν θα περνάει ανά 1 ή 2 βδομάδες αλλά θα είναι σταθερός. Θα μπορεί δηλαδή, να είναι σημείο αναφοράς, θα μπορεί να ξέρει τα παιδιά καλύτερα. Θα πρέπει δηλαδή να δούμε μέτρα εναλλακτικής προσέγγισης».
Τέλος, η κα Μαρία Αλβανού δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι: «αν προσέξετε ασχολούμαστε συνέχεια με αυτούς που παραβιάζουν το νόμο, αυτούς που ασκούν τη βία. Να κοιτάξουμε όμως, λίγο τι συμβαίνει και με αυτούς που την υφίστανται και δεν έχουν υποστήριξη. Οπότε είμαστε αργά. Εγώ θα ήθελα ένα στάδιο πιο πριν, που να μπορεί μέσω του σχολείου για παράδειγμα να παραπεμφθούν κάποιοι άνθρωποι, επιστήμονες που μπορούν να βοηθήσουν. Που μπορούν να δουν τι υπάρχει στην οικογένεια. Να δούμε εδώ τη λειτουργικότητα της οικογένειας που δεν έχει να κάνει με ταξικά χαρακτηριστικά. Έχει να κάνει με το αν είναι λειτουργική, αν δηλαδή προσφέρει στο παιδί ένα περιβάλλον ασφάλειας, με θετικό μήνυμα, με θετικό πρότυπο. Αν υπάρχουν προβλήματα τα οποία καλλιεργούν το έδαφος (…). Σε αυτό λοιπόν, το διάστημα, πιο πριν είναι που πρέπει να επέμβουμε. Έχει γίνει ένα πολύ καλό βήμα με την πλατφόρμα, αλλά η πλατφόρμα και το να καταγράψεις είναι ένα κομμάτι. Εδώ θέλουμε τη δυνατότητα όντως να πάρουν βοήθεια οικογένειες που τη χρειάζονται. Να υπάρχουν προγράμματα. Και κάποιος να εντοπίσει και το πρόβλημα. Διότι, εγώ σαν οικογένεια μπορεί να είμαι τόσο δυσλειτουργική που να μην μπορώ να το δω. Με άλλα λόγια, επιστήμονες οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν προληπτικά και να ερευνήσουν το τι συμβαίνει».
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα η εγκληματολόγος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «μπορεί να αντιμετωπιστεί με μορφές κοινωνικού ελέγχου. Είναι ένας αγώνας που έχει βάθους χρόνου και απαιτεί πρώτα από τους ενήλικες να αλλάξουν στάση».
Στη συνέχεια, μιλώντας στην ΕΡΤ δήλωσε: «Κοιτάξτε, ασύλληπτη είναι η δική μας στάση απέναντι σε αυτά που βλέπουμε. Και γιατί το λέω ασύλληπτη; Είναι το πώς κανονικοποιούμε τη βία-έτσι κι αλλιώς, όσοι είμαστε στο ενήλικο στάδιο της ζωής και θεωρούμε κάποια πράγματα φυσιολογικά. Και επίσης, είναι ασύλληπτο και το ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι τα παιδιά είναι απλά καθρέφτης της ενήλικης κοινωνίας. Άρα, δεν μπορεί να πέφτουμε από τα σύννεφα και να μιλάμε για ένα φαινόμενο ωσάν να είναι εξωγήινο, τη στιγμή που εντάσσεται σαφέστατα στο αφήγημα βίας που έχει και η ενήλικη κοινωνία. Δείτε λίγο στα δελτία ειδήσεων τι συμβαίνει κάθε μέρα από αυτά που καταγράφονται. Διότι, πάντα τόσο στην ανήλικη βία όσο και στη βία στον κόσμο των ενηλίκων υπάρχουν τα περιστατικά του σκοτεινού αριθμού-όπως λέμε στην εγκληματολογία-της βίας που ποτέ δεν καταγράφεται, δεν καταγγέλλεται, δεν θα τη δείξουν οι αρχές. Όμως, υπάρχει».
Σχετικά με το αν οι νέοι έχουν εξοικειωθεί με τη βία, η κα Αλβανού υπογράμμισε «Μα η βία υπάρχει παντού. Υπάρχει στη συμπεριφορά στο σπίτι, στο δρόμο κτλ. Διότι, μην ξεχνάμε και κάτι: Ότι οι σημερινοί νέοι, τα σημερινά παιδιά έχουν για πρώτη φορά τέτοια πρόσβαση στο τι συμβαίνει λόγω του διαδικτύου, στην πληροφορία και στην εικόνα. Λοιπόν, παντού θα δείτε εικόνα βίας. Γιατί περιμένουμε τα παιδιά να δράσουν διαφορετικά; Όταν μάλιστα είναι σε μια ηλικία στην οποία δεν μπορούν να φιλτράρουν ούτε την πληροφορία, ούτε την εικόνα. Η βία λοιπόν, που έχει κανονικοποιηθεί στους ενηλίκους μας πειράζει όταν τη βλέπουμε στον ενήλικο; Είμαστε υποκριτική κοινωνία εδώ. Και επιπλέον, λείπει και ο γονέας που να είναι δίπλα, να φιλτράρει την εικόνα, να δώσει κάποιες άλλες αρχές, κάποιο άλλο αφήγημα. Θα πω με λύπη μου ότι ακόμα και οι λέξεις καλό-κακό εξοβελίστηκαν από την κοινωνία με αποτέλεσμα τώρα να θερίζουμε ό, τι έχουμε σπείρει (…). Τώρα, το φαινόμενο είναι και περίπλοκο και πολύ-παραγοντικό και χρειάζεται μία σε βάθος έρευνα, γιατί υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε κοινωνία, τα οποία οφείλουμε να μελετήσουμε. Ακόμη, θα δείτε ότι τα τελευταία χρόνια μελετάμε σε άλλες μορφές βίας των ανηλίκων, αλλά μελετάμε και την επίδραση του εγκλεισμού και της πανδημίας. Το γεγονός ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά τα παιδιά κοινωνικοποιήθηκαν μόνο μέσω μιας οθόνης, τη στρεσογόνο επίδραση αυτής της περιόδου και θα δούμε πόσο θα διαρκέσει και πώς θα αποτυπωθεί. Αυτό όμως, χρειάζεται μια υπεύθυνη έρευνα, η οποία θα λάβει χώρα σε βάθος χρόνου, θα δει όλες τις παραμέτρους και θα δει επίσης αν κάποια από τα στοιχεία που βλέπουμε είναι παροδικά ή δείχνουν μία μόνιμη αυξητική τάση. Για μένα δεν είναι τόσο σημαντικό το στατιστικό αποτύπωμα όσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της βίας και είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά που δείχνουν μία βία που συνήθως τελούν ενήλικες. Δεν είναι δηλαδή αυτό το οποίο είχαμε συνήθως, παλαιότερα όπου πχ. μάλωσαν δύο παιδιά στην αυλή, το ένα έσπρωξε το άλλο και έπεσε. Ούτε εκείνο βέβαια ήταν καλό, αλλά θέλω να πω ότι εντασσόταν σε μία συμπεριφορά που προσιδίαζε στην ηλικία. Τώρα βλέπουμε βία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι των ενηλίκων. Συνήθως είναι αυτή που βλέπουμε στους ενήλικες και τώρα αντιγράφεται από τους ανήλικους».
Ερωτηθείσα αν αυτό που γίνεται με τους εφήβους μπορεί να αντιμετωπιστεί, η εγκληματολόγος επισήμανε ότι: «Είναι σαφέστατα ένα ανησυχητικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά στατιστικά να μην ξεχνάμε ότι το έγκλημα και η βία τόσο στους ενηλίκους όσο και στους ανήλικους δεν είναι η πλειοψηφία, με την έννοια ότι δεν έχουμε το 90% των ανθρώπων να παρανομούν και να ασκούν βία. Παρόλα αυτά υπάρχει κανονικοποίηση. Μπορεί όμως, να αντιμετωπιστεί με μορφές κοινωνικού ελέγχου. Αλλά-θα μου επιτρέψετε να το πω-ότι είναι ένας αγώνας που έχει βάθος χρόνου και απαιτεί πρώτα από τους ενήλικες να αλλάξουν στάση (…). Εδώ χρειαζόμαστε τον ενήλικα να είναι δίπλα και να εξηγήσει στο παιδί. Και συγνώμη αλλά ο ενήλικας είναι απών σε σχέση με το παιδί. Πόσοι πραγματικά αναρωτιούνται και πόσοι βλέπουν και επιβλέπουν τι κάνει το παιδί στο κινητό; Τι εικόνες βλέπει; Και όχι με την έννοια της λογοκρισίας. Και να σας πω την αλήθεια ακούω διάφορα μέτρα, όπως απαγόρευση του κινητού. Όλα αυτά δεν πρόκειται να λειτουργήσουν. Το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Η τεχνολογία είναι εκεί. Έχει σημασία όμως, ο ενήλικας, ο γονέας να είναι δίπλα και να εξηγήσει, να πάρει θέση, να φιλτράρει, όπως είπα πριν, το αφήγημα. Αυτό δυστυχώς δεν γίνεται. Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στην τηλεόραση και στο κινητό σαν μια εύκολη μπέιμπι σίτερ. Εδώ χωρούν και άλλες, αν θέλετε θεωρίες και εξηγήσεις που έχουν να κάνουν και με την οικονομική κατάσταση γενικότερα, τον τρόπο που οι γονείς έχουν αλλάξει τη ζωής τους, αλλά πάντως, το αποτέλεσμα είναι ότι τα παιδιά παρκάρονται με μπέιμπι σίτερ το κινητό (…). Και το σχολικό περιβάλλον επίσης, θέλει σαφέστατα και σχολικό ψυχολόγο. Ένα ψυχολόγο ο οποίος δεν θα περνάει ανά 1 ή 2 βδομάδες αλλά θα είναι σταθερός. Θα μπορεί δηλαδή, να είναι σημείο αναφοράς, θα μπορεί να ξέρει τα παιδιά καλύτερα. Θα πρέπει δηλαδή να δούμε μέτρα εναλλακτικής προσέγγισης».
Τέλος, η κα Μαρία Αλβανού δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι: «αν προσέξετε ασχολούμαστε συνέχεια με αυτούς που παραβιάζουν το νόμο, αυτούς που ασκούν τη βία. Να κοιτάξουμε όμως, λίγο τι συμβαίνει και με αυτούς που την υφίστανται και δεν έχουν υποστήριξη. Οπότε είμαστε αργά. Εγώ θα ήθελα ένα στάδιο πιο πριν, που να μπορεί μέσω του σχολείου για παράδειγμα να παραπεμφθούν κάποιοι άνθρωποι, επιστήμονες που μπορούν να βοηθήσουν. Που μπορούν να δουν τι υπάρχει στην οικογένεια. Να δούμε εδώ τη λειτουργικότητα της οικογένειας που δεν έχει να κάνει με ταξικά χαρακτηριστικά. Έχει να κάνει με το αν είναι λειτουργική, αν δηλαδή προσφέρει στο παιδί ένα περιβάλλον ασφάλειας, με θετικό μήνυμα, με θετικό πρότυπο. Αν υπάρχουν προβλήματα τα οποία καλλιεργούν το έδαφος (…). Σε αυτό λοιπόν, το διάστημα, πιο πριν είναι που πρέπει να επέμβουμε. Έχει γίνει ένα πολύ καλό βήμα με την πλατφόρμα, αλλά η πλατφόρμα και το να καταγράψεις είναι ένα κομμάτι. Εδώ θέλουμε τη δυνατότητα όντως να πάρουν βοήθεια οικογένειες που τη χρειάζονται. Να υπάρχουν προγράμματα. Και κάποιος να εντοπίσει και το πρόβλημα. Διότι, εγώ σαν οικογένεια μπορεί να είμαι τόσο δυσλειτουργική που να μην μπορώ να το δω. Με άλλα λόγια, επιστήμονες οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν προληπτικά και να ερευνήσουν το τι συμβαίνει».