Μία δικαστική απόφαση ανώτερου αιγυπτιακού δικαστηρίου προκάλεσε αναστάτωση στην κυβέρνηση, αλλά και στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις, που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα δια χρονικά. Η είδηση που κυκλοφόρησε νωρίς το μεσημέρι της Πέμπτης για τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και την απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου να περιέλθει στο αιγυπτιακό Δημόσιο σήμανε συναγερμό, μέχρι που ήρθε το βράδυ της ίδιας μέρας πρώτα το υπουργείο Εξωτερικών της Αιγύπτου και στη συνέχεια η Προεδρία της Αιγύπτου να δώ σουν τη δική τους, επίσημη εκδοχή επί του θέματος.

«Η Προεδρία της Δημοκρατίας επαναβεβαιώ νει την πλήρη δέσμευσή της να διατηρήσει το μοναδικό και ιερό θρησκευτικό καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης και να μη βλάψει αυτό το καθεστώς», σημειώνει στην ανα κοίνωσή της η αιγυπτιακή Προεδρία και συ νεχίζει: «Επιβεβαιώνει επίσης ότι η πρόσφατη δικαστική απόφαση εδραιώνει αυτό το κα θεστώς. Η δικαστική απόφαση συνάδει επί σης με όσα επιβεβαίωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα στις 7 Μαΐου.

Τονίζει επίσης τη σημασία της διατήρησης των στενών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο αδελφικών χωρών και λαών και της μη διατάραξής τους». Χθες το μεσημέρι, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας συ ζητήθηκαν οι εξελίξεις που αφορούν την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, μετά την πρόσφατη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης. Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε τη σημασία της διατήρησης του προσκυνηματικού και ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της μονής και την επίλυση του ζητήματος με τρόπο θεσμικό.

Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι η λύση βρίσκεται στην ήδη καταγεγραμμένη κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, καθώς και σε όσα είχαν συμφωνηθεί κατ’ ιδίαν και ανακοινωθεί δημοσίως κατά την επίσκεψη του προέδρου της Αιγύπτου στην Αθήνα στις 7 Μαΐου. Συμφώνησαν ακόμα ότι στο πλαίσιο αυτό τη Δευτέρα 2 Ιουνίου ελληνική αντιπροσωπεία θα μεταβεί στην Αίγυπτο για την περαιτέρω επεξεργασία της συμφωνίας, με σκοπό την ταχεία ολοκλήρωσή της. Οπως ανέφεραν νωρίτερα χθες ελληνικά κυβερνητικά στελέχη, «οι επίσημες ανακοινώσεις της αιγυπτιακής πλευράς κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Εν αναμονή και της πλήρους αξιολόγησης της δικαστικής απόφασης, οι δύο κυβερνήσεις θα συνεχίσουν το αμέσως επό μενο διάστημα τη συζήτηση για την επίλυση του ζητήματος με θεσμικό τρόπο, στην κατεύθυνση της κοινής κατανόησης και όσων είχαν συμφωνηθεί κατ’ ιδίαν και ανακοινωθεί δημοσίως κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Αιγύπτιου προέδρου στην Αθήνα: σκοπός η θωράκιση του λατρευτικού και ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της μονής».


Ερωτήματα γύρω από την δικαστική απόφαση

Πηγές από την κυβέρνηση έκαναν λόγο επίσης για μια δικαστική απόφαση που γεννά εύλογα ερωτήματα και αφορά μια εκκρεμότητα δεκαετιών σε μια περίπλοκη υπόθεση αστικού χαρακτήρα. Η απόφαση είναι 160 σελίδες και περιμένουμε την πλήρη ανάλυσή της, τόνιζαν επίσης, επισημαίνοντας πως έχει κυκλοφορήσει μόνο περίληψη και ορισμένες διαρροές. «Συνεπώς είναι, αν μη τι άλλο, προπετές να βγάζουμε συμπεράσματα. Οσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για έξωση των μοναχών και δήμευση περιουσίας απλώς εκτίθενται», συμπλήρωναν οι ίδιες πηγές, αφήνοντας αιχμές για την έντονη κριτική που δέχθηκε η κυβέρνηση από τα κόμμα τα της αντιπολίτευσης, αλλά και από τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Προσέθεταν δε τα εξής: «Η απόφαση κάνει κατ’ αρχήν δεκτή την έφεση που άσκησε η μονή. Απ’ ό,τι φαίνεται, για την ώρα, το δικαστήριο, μεταξύ αλλων, απέρριψε τις μηνύσεις που στρέφονταν κατά της μονής και αφορούσαν 28 ναούς/προσκυνήματα, 17 γαίες/ οικόπεδα για τα οποία υπάρχουν συμβόλαια αγοραπωλησίας και 11 γαίες, γιατί δεν απο δείχθηκε ότι η μονή είχε εκδηλώσει κατοχή ή έλεγχο αυτών. Συνεπώς, κανένας δεν δικαιούται πλέον να τα αμφισβητεί».


Οι ελληνοαιγυπτιακές επαφές για τη Μονή Σινά

Η Ιερά Μονή του Ορους Σινά είναι η παλαιό τερη χριστιανική μονή στον κόσμο και αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO: Λειτουργεί αδιαλείπτως από το 549 μ.Χ., όταν και ιδρύθηκε με νόμο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού. Κάνοντας ένα άλμα δύο χιλιετιών, φτάνουμε στο σήμερα, όπου ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας της ιεράς μονής χρειάζεται αγώνα για να διατηρηθεί, όπως το κατάφερε μέσα στο πέρασμα των αιώνων, ενώ το πρόβλημα της νομικής της προσωπικότητας στην Ελλάδα χρονίζει και μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες ενέργειες για να επιλυθεί.

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση έχει ενεργοποιηθεί εδώ και αρκετό καιρό, με διαβουλεύσεις και επαφές και με την αιγυπτιακή πλευρά, για να διαφυλάξει το καθεστώς και την ιστορική δι αδρομή ενός από τα κορυφαία σύμβολα παγκοσμίως για την Ορθοδοξία, αλλά και ολόκληρο τον χριστιανισμό.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών, ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, και ο τότε υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Κυριάκος Πιερρακάκης, παρουσίασαν σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον περασμένο Φεβρουάριο το νομοσχέδιο για τη σύσταση για πρώτη φορά Νομικού Προσώ που Δημοσίου Δικαίου για την Ιερά Μονή του Σινά, με αποστολή την υποστήριξη της ιεράς μονής στο έργο της. Για να δούμε τι είχε προηγηθεί, πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στο 2012 και την επικράτηση των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στην Αίγυπτο: Τότε ξεκίνησε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της ιεράς μονής, ενορχη στρωμένη από στρατιωτικούς που πρόσκεινταν στη μουσουλμανική αδελφότητα, ενώ ορισμένοι πιστεύουν ότι είχαν τη σιωπηλή βοήθεια ορισμένων κοπτών. Το κύριο επιχείρημα ήταν ότι η Αίγυπτος δεν έπρεπε να ανέχεται την ύπαρξη ενός χριστιανικού µοναστηριού στο Σινά και ότι, αν αυτό ήταν απαραίτητο, τότε θα έπρεπε να δοθεί στους κόπτες.

Μετά την άνοδο του Αµπντέλ Φατάχ αλ Σίσι στην εξουσία το 2014, η συκοφαντική εκστρατεία σταµάτησε, αλλά όχι η προσπάθεια να αλλοιωθεί το καθεστώς της ιεράς µονής, χω ρίς γι’ αυτό να έχει γνώση ο ίδιος ο πρόεδρος. Καθώς ο Αλ Σίσι οραµατίστηκε και ξεκίνησε τη διαδικασία για να µεταµορφώσει το Νότιο Σινά στον µεγαλύτερο τουριστικό προορισµό της Αιγύπτου, µετά τις πυραµίδες, η αξία της γης άλλαξε. Αυτό, όπως σηµειώνει άνθρωπος µε γνώση των γεγονότων και του παρασκηνίου, δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρη το από τους τοπικούς αξιωµατούχους, που διείδαν µια ευκαιρία για προσωπικό πλουτισµό. To 2015 o κυβερνήτης του Νότιου Σινά (της διοικητικής περιφέρειας όπου ανήκει η ιερά µονή) ξεκίνησε µια δικαστική διαδικασία αµφισβήτησης όλης της περιουσίας της ιεράς µο νής, συµπεριλαµβάνοντας ακόµα και το ίδιο το µοναστήρι. Προκάλεσε 71 δίκες και υποστήριξε κάτι εµφανώς παράλογο: ένα µοναστήρι που υπάρχει και λειτουργεί συνεχώς από το 549 µ.Χ. δεν είχε καµία ιδιοκτησία, δεν ήταν δικά του ούτε καν τα κρεβάτια όπου κοιµούνται οι µοναχοί. Η


Η βοήθεια που ζητήθηκε από το Ελληνικό κράτος

Η Ιερά Μονή Σινά ζήτησε τη βοήθεια του ελληνικού κράτους και προσωπικά του πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης µάλιστα έχει επισκεφθεί το Σινά πολύ πριν ασχοληθεί µε την πολιτική και ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση µε το µοναστήρι. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση κινητοποιήθηκε γρήγορα. Ταυτόχρονα, ο νέος κυβερνήτης του Νότιου Σινά, ένας στρατηγός µε διπλωµατικές ικανότητες, µόλις κατάλαβε τι είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του, ενηµέρωσε τον πρόεδρο της Αιγύπτου για τη διαφαινόµενη σύγκρουση µε το αρχαιότερο χριστιανικό µοναστήρι του κόσµου, που πρακτικά σήµαινε την κρίσιµη υπονόµευση του «µεγάλου σχεδίου για τη µεταµόρφωση του Σινά». Ο Ελληνας πρωθυπουργός συζήτησε το θέµα προσωπικά µε τον Αιγύπτιο πρόεδρο και συµφώνησαν ότι έπρεπε σύντοµα να βρεθεί η σωστή λύση, σύµφωνη µε τις αποφάσεις της UNESCO, η οποία θα εγγυόταν το από αιώνων καθεστώς της Ιεράς Μονής Σινά αλλά και την επιτυχία του σχεδίου για τη µεγάλη µεταµόρφωση του Σινά. Το ζητούµενο ήταν από µια κρίση να µεταβούν σε µια ευκαιρία µε πολλαπλά οφέλη και κέρδη για όλους.


Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης

Οι κ. Πιερρακάκης και Γεραπετρίτης συνεργάστηκαν στενά το περασµένο φθινόπωρο για να διαµορφώσουν την ελληνική πρόταση για το µέλλον της Ιεράς Μονής Σινά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ελληνική αντιπροσωπεία µε επικεφαλής τον γενικό γραµµατέα Θρησκευµάτων, Γιώργο Καλαντζή, και στελέχη του ΥΠ.ΕΞ. επισκέφθηκαν το Κάιρο για να βρουν λύσεις και να καταλήξουν σε συµφωνία, καταλήγοντας έπειτα από ώρες συζήτησης σε ένα κοινό σχέδιο: Συµφωνήθηκε ένα κείµενο διακανονισµού των δικαστικών εκκρεµοτήτων, ώστε να σταµατήσει η διεκδίκηση της περιουσίας της ιεράς µονής και να µην επέλθει καµία αλλαγή στο status quo.

Η ιερά µονή αναγνωρίστηκε ως ιδιοκτήτρια της περιουσίας της. Ελληνες και Αιγύπτιοι κατέληξαν ότι η υποστήριξη της ιεράς µονής θα έπρεπε να απο τελέσει κοινό κρατικό ενδιαφέρον, γι’ αυτό αποφασίστηκε να συνεργαστούν για τη σύνταξη µιας σειράς µνηµονίων συνεργασίας για τον θρησκευτικό τουρισµό, για την προστασία, καταγραφή και συντήρηση των πολιτιστικών θησαυρών της ιεράς µονής κ.λπ. Η ελληνική πλευρά τόνισε ότι η ιερά µονή, εκτός από πολιτιστικός θησαυρός παγκοσµίου σηµασίας, είναι ταυτόχρονα και ένα µοναστήρι ενεργό, που σηµαίνει ότι η θρησκευτική του σηµασία για την Ορθοδοξία και τον χριστιανισµό είναι µοναδική. «Αυτό που για εσάς είναι µόνο κάτι όµορφο µε πολιτισµική αξία, που προσελκύει τουρίστες, για εµάς είναι θέµα πίστης, που προσελκύει προσκυνητές, οπότε πρέπει να βρούµε κοινό έδαφος σεβόµενοι ο ένας τις ευαισθησίες του άλλου», ήταν, σύµφωνα µε πληροφορίες, η τοποθέτηση της ελληνικής πλευράς.

Η ελληνική κυβέρνηση επέµενε ιδιαίτερα στην ανάγκη να προστατευτούν ο µοναστικός χαρακτήρας και η µοναστική ζωή της ιεράς µονής και, φυσικά, ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας της. «Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Αιγύπτου εργάστηκαν συστηµατικά το τελευταίο διάστη µα για µια συµφωνία που θα διασφαλίζει τον ιερό ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της περιοχής», δήλωσε η εκπρόσωπος του υπουργεί ου Εξωτερικών, Λάνα Ζωχιού, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, µόλις βγήκε η σχετική είδηση. Και συνέχισε λέγοντας: «Είµαστε εν αναµονή της αποστολής της απόφασης του αιγυπτιακού δικαστηρίου, που εξεδόθη χθες. Ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών επικοινώνησε αµέσως µε τον υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου και κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αποκλίνουµε από την κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, η οποία εκφράστηκε από τους ηγέτες των δύο χωρών στο πλαίσιο του πρόσφατου Ανώτατου Συµβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα».

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά