Συμπληρώνονται σήμερα 81 χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου, μιας από τις πιο αποτρόπαιες εγκληματικές πράξεις των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944, ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ έλαβε εντολή να μετακινήσει τον 2ο λόχο του από τη Λιβαδειά προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι. Σκοπός της επιχείρησης ήταν ο εντοπισμός και η εξόντωση ανταρτών του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή του Ελικώνα. Στο πλαίσιο της επιχείρησης, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ως «δόλωμα» δύο επιταγμένα ελληνικά φορτηγά, στα οποία επέβαιναν οπλισμένοι στρατιώτες των SS μεταμφιεσμένοι σε χωρικούς.

Παράλληλα, άλλοι λόχοι από την Άμφισσα κατευθύνονταν προς την περιοχή, σχηματίζοντας μέγγενη για την περικύκλωση των ανταρτών. Ωστόσο, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν ανταποκρίθηκαν στο τέχνασμα και παρέμειναν κρυμμένες. Οι Γερμανοί εισήλθαν στο Δίστομο για να ανασυνταχθούν, δίνοντας εντολή στους κατοίκους να μην απομακρυνθούν από το χωριό.

Δίστομο - 10 Ιουνίου 1944: Άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά, βασανίστηκαν, βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν

Λίγο αργότερα, πληροφορήθηκαν την παρουσία ανταρτών στο κοντινό Στείρι και κινήθηκαν προς τα εκεί. Στην τοποθεσία «Καταβόθρα», όμως, τους περίμενε καλά οργανωμένη ενέδρα του 11ου λόχου του ΕΛΑΣ. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρή, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω νεκρούς και τραυματίες.

Θεωρώντας ότι οι κάτοικοι του Διστόμου είχαν ειδοποιήσει τους αντάρτες, οι ναζί εξαπέλυσαν «τυφλή» εκδικητική μανία εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Η σφαγή ξεκίνησε από τον 2ο λόχο του 8ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Αστυνομικής Μεραρχίας Γρεναδιέρων των SS. Άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, ακόμα και μικρά παιδιά, βασανίστηκαν, βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν με απερίγραπτη αγριότητα.

Το μακελειό σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και οι ναζί φοβούμενοι αντεκδίκηση του ΕΛΑΣ, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λιβαδειά. Πρώτα έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού. Πριν απομακρυνθούν από το χαροκαμένο χωριό, κρέμασαν σε όλα τα δέντρα στον δρόμο, πτώματα αθώων ανθρώπων. Κατά την επιστροφή τους στη βάση τους σκότωναν όποιον άμαχο συναντούσαν στον δρόμο.

Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228. Ήταν 117 γυναίκες και 111 άνδρες. Ανάμεσα τους 53 παιδιά κάτω των 16 ετών. Ο απεσταλμένος του Ερυθρού Σταυρού ο Ελβετός George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο λίγες ημέρες μετά τη σφαγή μίλησε για 600 νεκρούς.

Σφαγή του Διστόμου: Η διεθνής κατακραυγή και οι ευθύνες

Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν.

Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.

Η φωτογραφία - σύμβολο της απώλειας

Τον Οκτώβρη του ’44, τέσσερις μήνες μετά την κτηνωδία, ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρέθηκε στο Δίστομο και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους που προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους.

Εκεί, μεταξύ άλλων, φωτογράφισε τη μαυροφορεμένη Μαρία Παντσίκα. Η φωτογραφία ξεχώρισε αφού η έκφραση στο πρόσωπο της Μαρίας αποτύπωνε τρομερά τον πόνο της απώλειας, του πόνου και της φρίκης. Δημοσιεύτηκε δίπλα σε άρθρο Γερμανικής εφημερίδας με τίτλο «Τί έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα» και λεζάντα που έγραφε «Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί 4 μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο».

distomo-sfagi

Η συγκλονιστική μαρτυρία επιζώντα

Η μαρτυρία ενός άνδρα που κατάφερε να επιζήσει της σφαγής παριστάνοντας τον νεκρό είναι συγκλονιστική«Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο.

Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι. Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι. Το αγόρι της, ο 3χρονος Γιάννης, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι».