Σε τροχιά αλλαγών βρίσκεται για ακόμα μία φορά ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, με δικαστές και εισαγγελείς να ζητούν από το υπουργείο Δικαιοσύνης να καθιερώσει το πλαφόν στον ετήσιο χειρισμό δικογραφιών ανά δικαστή, εκτιμώντας πως πρόκειται για μια σημαντική ασφαλιστική δικλίδα, προκειμένου να μην κινείται αδικαιολόγητα η πειθαρχική διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν, εν αναμονή της τελικής μορφής του σχεδίου νόμου που θα αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση, να γίνει ρυθμιστική παρέμβαση στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προκειμένου να καθιερωθεί ένα όριο 20% πάνω από τον κανόνα, που προβλέπει 130 δικογραφίες ανά δικαστή στον πρώτο βαθμό και 50 στον δεύτερο βαθμό της Πολιτικής Δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστικός κλάδος ζητάει να μπουν ασφαλιστικές δικλίδες στη σύνδεση της πειθαρχικής διαδικασίας με τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων.

Διαβάστε: Οι δικαστές που προεπιλέχθηκαν για τις θέσεις των αντιπροέδρων σε ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο

Για αυτόν τον λόγο προτείνουν την περιοριστική προσθήκη στην έννοια της αδικαιολόγητης καθυστέρησης δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών, ώστε να μην μπορεί να καταλογιστεί πειθαρχικά η καθυστέρηση υποθέσεων που χρεώθηκαν στον δικαστικό λειτουργό καθ’ υπέρβαση των ανώτατων ορίων που θεσπίζονται από τον νόμο ή τον κανονισμό. Στον αντίποδα, από το υπουργείο Δικαιοσύνης επισημαίνεται ότι, με δεδομένα τα προβλήματα που υφίστανται στους δικαστικούς σχηματισμούς της χώρας, σύμφωνα με κάποια στοιχεία, η απόδοση των δικαστών στις αστικές υποθέσεις, για παράδειγμα στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, είναι κάτω από το ευρωπαϊκό όριο των 120 με 140 υποθέσεων ανά δικαστή τον χρόνο.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ζητάει να υπάρξει και μηχανισμός έκτακτης ενίσχυσης των δικαστηρίων

Στο πλαίσιο των προτάσεών της προς το υπουργείο Δικαιοσύνης, μάλιστα, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ζητάει να υπάρξει και μηχανισμός έκτακτης ενίσχυσης των δικαστηρίων στα οποία μπορεί να προκύψει ασυνήθης υπηρεσιακή επιβάρυνση. «Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Για τους δικαστές της Πολιτικής Δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 130 δικογραφίες κατ’ έτος στον πρώτο βαθμό και τις 50 δικογραφίες στον δεύτερο βαθμό. Ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το ως άνω ανώτατο όριο κατά την κατάρτιση των πινακίων, ενώ σε περίπτωση έκτακτης υπηρεσιακής επιβάρυνσης δικαστικού σχηματισμού ενημερώνει έγκαιρα τον επικεφαλής του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, ώστε να λαμβάνονται άμεσα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης του δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας, προς τήρηση της πρόβλεψης των προηγούμενων εδαφίων».

Ζητούν θέσπιση συστήματος με το οποίο να κατατάσσονται οι υποθέσεις

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων προτείνει, με σκοπό μάλιστα την ισομερή κατανομή των υποθέσεων, να θεσπίζεται σύστημα με το οποίο να κατατάσσονται οι υποθέσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά, από το ένα, που να αντιστοιχεί στη λιγότερο απαιτητική, έως το πέντε, που να αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πρόθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι οι δικαστές που θα καθυστερούν πέρα από την προβλεπόμενη πρόβλεψη για επιβολή κοψίματος μισθού να αντιμετωπίζουν και πειθαρχικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, στις προτεινόμενες αλλαγές, πιθανότατα, θα προβλέπεται η έκδοση οριστικής απόφασης στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες εντός έξι μηνών από τη διαδικασία συζήτησης της υπόθεσης, στην εκούσια διαδικασία εντός τεσσάρων μηνών και στα ασφαλιστικά μέτρα εντός ενός μηνός. Ο δικαστής, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν προλαβαίνει, ενημερώνει στους πέντε μήνες τον προϊστάμενό του για τους λόγους της καθυστέρησης, εάν πρόκειται για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες, στους τρεις μήνες στην εκούσια διαδικασία και στις 20 ημέρες για τα ασφαλιστικά μέτρα. Ταυτόχρονα, οφείλει να δηλώσει το επιπλέον διάστημα που θα απαιτηθεί για την έκδοση απόφασης.

Παράλληλα, ωστόσο, θα αρχίζει και η πειθαρχική διαδικασία, καθώς ο προϊστάμενος οφείλει να διαβιβάσει το σχετικό έγγραφο στον Άρειο Πάγο, ενώ το δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει και τους διαδίκους για την καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης και τον χρόνο που προβλέπεται για την έκδοσή της. Στη συνέχεια, όταν συμπληρωθεί ο απώτατος χρόνος έκδοσης της απόφασης, ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά εάν είναι δικαιολογημένη η καθυστέρηση. Όταν πρόκειται για αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης.

Σκοπός των αλλαγών που πρόκειται να έρθουν στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πάντως, σύμφωνα με παράγοντες του υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως θεσμικό εργαλείο για τη μείωση του χρόνου έκδοσης οριστικής και τελεσίδικης απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, η προωθούμενη αναμόρφωση πρόκειται να αφορά όλη τη διαδικασία, από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου στον πρώτο βαθμό έως και την έκδοση τελεσίδικης και εν συνεχεία αμετάκλητης απόφασης. Επιπλέον, με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται και η αντιμετώπιση σημαντικών καθυστερήσεων στην εκδίκαση των ανακοπών.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά