Greenpeace: Η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος για κλιματισμό θα αυξηθεί έως και 83% από το 2041 μέχρι το 2050
"Η θνησιμότητα αναμένεται να αυξηθεί κατά 27%"
Τα σοκαριστικά στοιχεία της ανάλυσης που έδωσε στη δημοσιότητα το ελληνικό γραφείο της Greenpeace για τα κλιματιστικά και την αύξηση της θερμοκρασίας στη χώρα

Η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος για κλιματισμό προβλέπεται να αυξηθεί έως και 83% την περίοδο 2041-2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 2011 και μέχρι 248% στα τέλη του αιώνα, σύμφωνα με ανάλυση του ελληνικού γραφείου της Greenpeace. Επιπλέον, ανακοινώθηκε η έναρξη πρωτογενούς έρευνας πεδίου σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου, για την καταγραφή της ευαλωτότητας των νοικοκυριών σε μεγάλο τμήμα της χώρας λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού.
Διαβάστε: Η Greenpeace και ο Δήμος Αθηναίων δίνουν "Ραντεβού στις Βρύσες" για την Παγκόσμια Ημέρα Νερού
«Η θνησιμότητα λόγω υψηλών θερμοκρασιών στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 27% ακόμη και στο “ήπιο” σενάριο υπερθέρμανσης κατά 1,5°C, ενώ στο σενάριο των 4°C η αύξηση εκτοξεύεται στο 364%. Οι πιο ακραίες επιπτώσεις θα πλήξουν ξανά τις ίδιες ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τα παιδιά και τους ανθρώπους χωρίς προστασία», υπογραμμίζεται στην ίδια ανάλυση.
Όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα καταγράφουν την κατάσταση αποκλειστικά σε κατοικίες της πρωτεύουσας, ωστόσο υπάρχει μια σημαντική χρονική ασυνέχεια καθώς οι δύο πρώτες μελέτες εκπονήθηκαν πριν από το 2010, ενώ η επόμενη ύστερα από 15 χρόνια, το 2024.
Επιπλέον, η ανάλυση αναφέρεται στην ανάγκη για ψύξη επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι αν και αυτή αποτελεί ακόμα μόνο το 1% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 5% στην Ελλάδα η επίδραση της αύξησης των θερμοκρασιών στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι εμφανής, με μελέτες να υπολογίζουν ότι για κάθε αύξηση της εξωτερικής θερμοκρασίας κατά 1°C, η ζήτηση ενέργειας για ψύξη αυξάνεται κατά 5-20%.
Μάλιστα, παρατίθενται δεδομένα όπου διαπιστώνεται ότι από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται συνεχώς αυξητική τάση στην ΕΕ με την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα να ευθύνονται αθροιστικά για το 70% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη των κατοικιών.
Παράλληλα, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη που καταγράφεται, όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τις τελευταίες δεκαετίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ραγδαία εξάπλωση των κλιματιστικών στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως σημειώνεται, είναι ότι το 2023 η ετήσια ζήτηση για κλιματιστικά έφτασε τις 400 χιλιάδες μονάδες, καταγράφοντας αύξηση κατά 57% σε σύγκριση με το 2019.
«Με βάση το ενδιάμεσο σενάριο εκπομπών CO2 η θερμοκρασία εντός κατοικιών το 2050 θα ξεπερνάει τους 32°C κατά τη διάρκεια του 50% της θερινής περιόδου στα Δωδεκάνησα, του 45% της θερινής περιόδου στην Αττική, ενώ ακόμα και περιοχές όπως το Ιόνιο, το Βόρειο Αιγαίο και οι Κυκλάδες αναμένεται να καταγράψουν αντίστοιχα ποσοστά 30%–40%», σημειώνει η Greenpeace και προσθέτει ότι οι επιπτώσεις δεν θα κατανεμηθούν ισότιμα.
Διαβάστε: Η Greenpeace και ο Δήμος Αθηναίων δίνουν "Ραντεβού στις Βρύσες" για την Παγκόσμια Ημέρα Νερού
«Η θνησιμότητα λόγω υψηλών θερμοκρασιών στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 27% ακόμη και στο “ήπιο” σενάριο υπερθέρμανσης κατά 1,5°C, ενώ στο σενάριο των 4°C η αύξηση εκτοξεύεται στο 364%. Οι πιο ακραίες επιπτώσεις θα πλήξουν ξανά τις ίδιες ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τα παιδιά και τους ανθρώπους χωρίς προστασία», υπογραμμίζεται στην ίδια ανάλυση.
Όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα καταγράφουν την κατάσταση αποκλειστικά σε κατοικίες της πρωτεύουσας, ωστόσο υπάρχει μια σημαντική χρονική ασυνέχεια καθώς οι δύο πρώτες μελέτες εκπονήθηκαν πριν από το 2010, ενώ η επόμενη ύστερα από 15 χρόνια, το 2024.
Η έρευνα σε ευάλωτα νοικοκυριά της Αθήνας
Η πιο πρόσφατη καταγραφή έγινε το καλοκαίρι του 2024 σε 45 ευάλωτα νοικοκυριά στον δήμο Αθηναίων. Η μέση εσωτερική καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν στους 31,4°C, η υψηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία στους 37,6°C, ενώ στα περισσότερα η θερμοκρασία κυμαινόταν ανάμεσα στους 28 και 34°C.. Ανησυχητική ήταν και η συγκέντρωση CO₂, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διπλάσια από το ανώτατο υγιεινό όριο των 1000 ppm.Επιπλέον, η ανάλυση αναφέρεται στην ανάγκη για ψύξη επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι αν και αυτή αποτελεί ακόμα μόνο το 1% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 5% στην Ελλάδα η επίδραση της αύξησης των θερμοκρασιών στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι εμφανής, με μελέτες να υπολογίζουν ότι για κάθε αύξηση της εξωτερικής θερμοκρασίας κατά 1°C, η ζήτηση ενέργειας για ψύξη αυξάνεται κατά 5-20%.
Μάλιστα, παρατίθενται δεδομένα όπου διαπιστώνεται ότι από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται συνεχώς αυξητική τάση στην ΕΕ με την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα να ευθύνονται αθροιστικά για το 70% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη των κατοικιών.
Αύξηση των αναγκών για ενέργεια
Για την Ελλάδα, η κατανάλωση ενέργειας του μέσου ελληνικού νοικοκυριού λόγω αυξανόμενων αναγκών ψύξης σύμφωνα με το ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενο έργο Οdysee-Mure, μεταξύ 2000 και 2022, λόγω χρήσης κλιματιστικών, αυξήθηκε κατά 265%. Σύμφωνα με την ανάλυση της Greenpeace, δεδομένα της Eurostat δείχνουν μια αντίστοιχη εικόνα αν και με σημαντικά μικρότερης κλίμακας αύξηση, καθώς μεταξύ 2015 και 2023 καταγράφουν μια αύξηση 38% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας των νοικοκυριών στη χώρα για ανάγκες ψύξης.Παράλληλα, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη που καταγράφεται, όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τις τελευταίες δεκαετίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ραγδαία εξάπλωση των κλιματιστικών στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως σημειώνεται, είναι ότι το 2023 η ετήσια ζήτηση για κλιματιστικά έφτασε τις 400 χιλιάδες μονάδες, καταγράφοντας αύξηση κατά 57% σε σύγκριση με το 2019.
«Με βάση το ενδιάμεσο σενάριο εκπομπών CO2 η θερμοκρασία εντός κατοικιών το 2050 θα ξεπερνάει τους 32°C κατά τη διάρκεια του 50% της θερινής περιόδου στα Δωδεκάνησα, του 45% της θερινής περιόδου στην Αττική, ενώ ακόμα και περιοχές όπως το Ιόνιο, το Βόρειο Αιγαίο και οι Κυκλάδες αναμένεται να καταγράψουν αντίστοιχα ποσοστά 30%–40%», σημειώνει η Greenpeace και προσθέτει ότι οι επιπτώσεις δεν θα κατανεμηθούν ισότιμα.