Δίκη Κυριακής Γρίβα: Οι συγκλονιστικές καταθέσεις του πατριού και της αδερφής του θύματος - Η κακοποιητική σχέση με τον δράστη και η μοιραία επανασύνδεση
"Της μιλούσε απότομα, ήταν καταπιεστικός"
Ο πατριός της Κυριακής Γρίβα περιέγραψε πως η 28χρονη, αρχικά εργαζόμενη σε παιδότοπο, διέκοψε την εργασία της επειδή ο σύντροφός της και δολοφόνος της, τη ζήλευε

Με συγκλονιστικές καταθέσεις που περιγράφουν τη σταδιακή απομόνωση και την ψυχολογική κατάρρευση της Κυριακής Γρίβα συνεχίστηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη για τη δολοφονία της από τον 40χρονο πρώην σύντροφό της, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων. Πρώτος κατέθεσε ο πατριός της 28χρονης, ο οποίος μίλησε για μια σχέση απόλυτου ελέγχου και εξάρτησης. Χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «πολύ χειριστικό», περιγράφοντας έναν άνθρωπο που διαρκώς καθοδηγούσε και κατηύθυνε τη νεαρή γυναίκα. «Σήκω πάνω, κάτσε κάτω… Δεν σου έκανε εντύπωση το βλέμμα του; Τα τατουάζ του; Όλα αυτά;» φέρεται να είχε πει κάποτε στην Κυριακή, που παρά τις ενστάσεις όλων, παρέμενε μαζί του.
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως ο κατηγορούμενος δεν εργαζόταν και ζούσε με επιδόματα, ενώ επανειλημμένα προσπαθούσε να εξασφαλίσει ψυχιατρική σύνταξη. «Μου έλεγε "γιατί να πάω να δουλέψω για 600 ευρώ; Με το επίδομα και το χαρτζιλίκι από το σπίτι βγάζω σχεδόν τα ίδια"». Όπως αποκάλυψε, είχε επισκεφθεί ψυχιατρικά τμήματα νοσοκομείων για να λάβει χαρτί που θα του εξασφάλιζε μόνιμο εισόδημα, αλλά δεν τον κρατούσαν, καθώς δεν εμφάνιζε κανένα απολύτως πρόβλημα. «Ήταν ευδιάθετος, έκανε κολύμπι, καταδύσεις, κυνήγι», τόνισε.
Η οικογένεια προσπαθούσε να τον βοηθήσει να βρει εργασία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, η Κυριακή ήταν αυτή που κάλυπτε τα έξοδά τους.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, ο μάρτυρας ξεκαθάρισε πως ουδέποτε διαπίστωσε χρήση ουσιών ή ψυχιατρικές διαταραχές. «Καμία σχέση, κυρία πρόεδρε! Απλά ήθελε να βγάλει αναπηρική σύνταξη για να κάθεται», τόνισε.
Πρόεδρος: «Είχε ψυχιατρικά προβλήματα; Πώς θα έβγαζε σύνταξη αναπηρίας;»
Μάρτυρας: «Καμία σχέση, κυρία Πρόεδρε! Πήγαινε στα ψυχιατρικά τμήματα και τον έδιωχναν. Δεν τον κρατούσαν.»
Πρόεδρος: «Δεν σας απασχόλησε το ότι έλεγε πως έχει ψυχιατρικό;»
Μάρτυρας: «Όχι! Αφού έκανε τα πάντα. Κολύμπι, καταδύσεις, κυνήγι! Δεν μου πέρασε ούτε μια στο εκατομμύριο ότι δεν είναι καλά στο μυαλό του. Ήταν πάντα ευδιάθετος, κοινωνικός και από ευγένεια άλλο τίποτα… ειδικά προς εμένα.»
Στη συνέχεια, κατέθεσε η αδελφή της Κυριακής, Αλεξάνδρα, σκιαγραφώντας την ίδια εικόνα απομόνωσης και κακοποίησης. «Από την αρχή μου έλεγε ότι δεν περνάει καλά. Της μιλούσε απότομα, ήταν καταπιεστικός, αλλά τον αγαπούσε», είπε η μάρτυρας, εξηγώντας ότι της είχε τάξει οικογένεια και ένα καλύτερο μέλλον που δεν ήρθε ποτέ.
Η αδελφή κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος, σταδιακά, άρχισε να απαντάει εκείνος στα τηλέφωνα και να ελέγχει κάθε επικοινωνία της Κυριακής. «Ζήλευε τους πάντες. Εμένα, την ξαδέλφη μας… Όταν γύριζε σπίτι, της έλεγε "δε θα ξαναβγείς"». Παράλληλα, περιέγραψε πολλά περιστατικά σωματικής βίας: χτυπήματα στο πρόσωπο, μελανιές στα χέρια. «Της έλεγα να φύγει, μου έλεγε ότι όλα είναι υπό έλεγχο», τόνισε.
Η μάρτυρας αποκάλυψε ότι η Κυριακή φοβόταν να τον εγκαταλείψει οριστικά. «Στην αρχή τον αγαπούσε, προς το τέλος τον φοβόταν», είπε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε επίσης ότι η ίδια απέφευγε να ενημερώσει τον πατέρα τους για τις κακοποιήσεις, φοβούμενη την αντίδρασή του.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην περιγραφή της σταδιακής απομόνωσης του θύματος. «Στη δουλειά, έλειπε συνεχώς. Την ήθελε μόνο για εκείνον. Στις βιντεοκλήσεις ήταν πάντα παρών, πάντα ανοιχτή ακρόαση», είπε, περιγράφοντας πώς ακόμα και τα πιο απλά πράγματα, όπως μια συνομιλία με την αδελφή της, γίνονταν υπό την επιτήρηση του κατηγορούμενου.
Στις ερωτήσεις της προέδρου, η μάρτυρας υπογράμμισε ότι δεν υπήρχαν ψυχιατρικά προβλήματα, ούτε χρήση ουσιών. «Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά τι κάνει. Συνειδητοποιημένος και χειριστικός», είπε.
Ο συνήγορος υποστήριξης κατηγορίας αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο το θύμα να είχε αναπτύξει ψυχολογική εξάρτηση. «Η αδελφή μου τον αγάπησε πολύ. Ήταν δοτική, όπως σε όλους μας. Δεν ήταν συνήθεια να γυρίζει, ήταν αληθινό συναίσθημα», είπε η Αλεξάνδρα. Σε σχετική ερώτηση αν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος την αγαπούσε, η απάντησή της ήταν ξεκάθαρη: «Όχι. Την εκμεταλλευόταν. Ήταν κατώτερος από την αδελφή μου και τη ζήλευε».
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως ο κατηγορούμενος δεν εργαζόταν και ζούσε με επιδόματα, ενώ επανειλημμένα προσπαθούσε να εξασφαλίσει ψυχιατρική σύνταξη. «Μου έλεγε "γιατί να πάω να δουλέψω για 600 ευρώ; Με το επίδομα και το χαρτζιλίκι από το σπίτι βγάζω σχεδόν τα ίδια"». Όπως αποκάλυψε, είχε επισκεφθεί ψυχιατρικά τμήματα νοσοκομείων για να λάβει χαρτί που θα του εξασφάλιζε μόνιμο εισόδημα, αλλά δεν τον κρατούσαν, καθώς δεν εμφάνιζε κανένα απολύτως πρόβλημα. «Ήταν ευδιάθετος, έκανε κολύμπι, καταδύσεις, κυνήγι», τόνισε.
Δίκη Κυριακής Γρίβα: Όσα κατέθεσε ο πατριος του θύματος
Ο πατριός περιέγραψε επίσης πως η Κυριακή, αρχικά εργαζόμενη σε παιδότοπο, διέκοψε την εργασία της επειδή εκείνος τη ζήλευε και απαιτούσε να πάνε μαζί σε συνεργείο καθαρισμού. Ακόμα και εκεί όμως ο κατηγορούμενος απουσίαζε διαρκώς. «Μου έλεγε "μια χαρά, 120 ευρώ τη μέρα". Τον είδα δύο μέρες μετά και μου είπε τελείωσε η δουλειά», ενώ όπως κατέθεσε ο φίλος του που τον είχε προσλάβει, «ήθελε μόνο μπυρίτσα και διάλειμμα, όλη μέρα ήταν στο κινητό με την Κυριακή».Η οικογένεια προσπαθούσε να τον βοηθήσει να βρει εργασία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, η Κυριακή ήταν αυτή που κάλυπτε τα έξοδά τους.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, ο μάρτυρας ξεκαθάρισε πως ουδέποτε διαπίστωσε χρήση ουσιών ή ψυχιατρικές διαταραχές. «Καμία σχέση, κυρία πρόεδρε! Απλά ήθελε να βγάλει αναπηρική σύνταξη για να κάθεται», τόνισε.
Πρόεδρος: «Είχε ψυχιατρικά προβλήματα; Πώς θα έβγαζε σύνταξη αναπηρίας;»
Μάρτυρας: «Καμία σχέση, κυρία Πρόεδρε! Πήγαινε στα ψυχιατρικά τμήματα και τον έδιωχναν. Δεν τον κρατούσαν.»
Πρόεδρος: «Δεν σας απασχόλησε το ότι έλεγε πως έχει ψυχιατρικό;»
Μάρτυρας: «Όχι! Αφού έκανε τα πάντα. Κολύμπι, καταδύσεις, κυνήγι! Δεν μου πέρασε ούτε μια στο εκατομμύριο ότι δεν είναι καλά στο μυαλό του. Ήταν πάντα ευδιάθετος, κοινωνικός και από ευγένεια άλλο τίποτα… ειδικά προς εμένα.»
Η επανασύνδεση που αποδείχθηκε μοιραία
Ο πατριός περιέγραψε ακόμα ότι η Κυριακή, όταν αποφάσισε να χωρίσει, είχε αρχίσει να αλλάζει τη ζωή της. «Κλείσαμε ραντεβού στην Καλών Τεχνών, είχε ταλέντο στη ζωγραφική. Όμως τα ξαναβρήκαν και δεν προχώρησε». Η επανασύνδεση αυτή αποδείχθηκε μοιραία.Στη συνέχεια, κατέθεσε η αδελφή της Κυριακής, Αλεξάνδρα, σκιαγραφώντας την ίδια εικόνα απομόνωσης και κακοποίησης. «Από την αρχή μου έλεγε ότι δεν περνάει καλά. Της μιλούσε απότομα, ήταν καταπιεστικός, αλλά τον αγαπούσε», είπε η μάρτυρας, εξηγώντας ότι της είχε τάξει οικογένεια και ένα καλύτερο μέλλον που δεν ήρθε ποτέ.
Η αδελφή κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος, σταδιακά, άρχισε να απαντάει εκείνος στα τηλέφωνα και να ελέγχει κάθε επικοινωνία της Κυριακής. «Ζήλευε τους πάντες. Εμένα, την ξαδέλφη μας… Όταν γύριζε σπίτι, της έλεγε "δε θα ξαναβγείς"». Παράλληλα, περιέγραψε πολλά περιστατικά σωματικής βίας: χτυπήματα στο πρόσωπο, μελανιές στα χέρια. «Της έλεγα να φύγει, μου έλεγε ότι όλα είναι υπό έλεγχο», τόνισε.
Η μάρτυρας αποκάλυψε ότι η Κυριακή φοβόταν να τον εγκαταλείψει οριστικά. «Στην αρχή τον αγαπούσε, προς το τέλος τον φοβόταν», είπε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε επίσης ότι η ίδια απέφευγε να ενημερώσει τον πατέρα τους για τις κακοποιήσεις, φοβούμενη την αντίδρασή του.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην περιγραφή της σταδιακής απομόνωσης του θύματος. «Στη δουλειά, έλειπε συνεχώς. Την ήθελε μόνο για εκείνον. Στις βιντεοκλήσεις ήταν πάντα παρών, πάντα ανοιχτή ακρόαση», είπε, περιγράφοντας πώς ακόμα και τα πιο απλά πράγματα, όπως μια συνομιλία με την αδελφή της, γίνονταν υπό την επιτήρηση του κατηγορούμενου.
Στις ερωτήσεις της προέδρου, η μάρτυρας υπογράμμισε ότι δεν υπήρχαν ψυχιατρικά προβλήματα, ούτε χρήση ουσιών. «Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά τι κάνει. Συνειδητοποιημένος και χειριστικός», είπε.
Ο συνήγορος υποστήριξης κατηγορίας αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο το θύμα να είχε αναπτύξει ψυχολογική εξάρτηση. «Η αδελφή μου τον αγάπησε πολύ. Ήταν δοτική, όπως σε όλους μας. Δεν ήταν συνήθεια να γυρίζει, ήταν αληθινό συναίσθημα», είπε η Αλεξάνδρα. Σε σχετική ερώτηση αν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος την αγαπούσε, η απάντησή της ήταν ξεκάθαρη: «Όχι. Την εκμεταλλευόταν. Ήταν κατώτερος από την αδελφή μου και τη ζήλευε».