Την ανάγκη οι φορείς της Πολιτείας να αξιολογήσουν την πιθανή επιμόλυνση του εδάφους, μετά τις πρόσφατες φωτιές σε εγκαταστάσεις ανακύκλωσης στη Σίνδο, τονίζει το ΑΠΘ. Και στις δύο περιπτώσεις –στις 11 και 14 Ιουλίου– οι κάτοικοι της περιοχής έλαβαν προειδοποιητικό μήνυμα από το 112, με το οποίο καλούνταν να μείνουν μέσα στα σπίτια τους και να κλείσουν πόρτες και παράθυρα, λόγω της παρουσίας τοξικών καπνών. Ωστόσο, η επιβάρυνση της ατμόσφαιρας από τέτοιου είδους πυρκαγιές είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένη Σαρηγιάννη, πρόσκαιρη, σε αντίθεση με τις ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο έδαφος και τις γύρω καλλιέργειες, που μπορεί να είναι πιο μακροπρόθεσμες.

Διαβάστε: Φωτιά στη Σίνδο Θεσσαλονίκης: Έσβησε μετά από τρεις ημέρες

Σαρηγιάννης: Καθοριστικής σημασίας η έγκαιρη ειδοποίηση των κατοίκων μέσω του 112

Όπως δήλωσε ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος από την εισπνοή τοξικών και καρκινογόνων ουσιών και για τον λόγο αυτό είναι καθοριστικής σημασίας η έγκαιρη ειδοποίηση των κατοίκων μέσω του 112, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η έκθεσή τους στους επικίνδυνους καπνούς. Δευτερογενής έκθεση, όπως συμπλήρωσε, μπορεί να υπάρξει από την επαναιώρηση σωματιδίων και επανεισαγωγή τους στην ατμόσφαιρα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, ο «συναγερμός» λήγει έως τρεις μέρες μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την απόθεση τοξικών καταλοίπων από καμένα πλαστικά και άλλα υλικά στο έδαφος, που μπορεί να παραμείνουν στο περιβάλλον για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και εκεί είναι αναγκαίες παρεμβάσεις καθαρισμού.

Σίνδος: Αν υπάρχει επιμόλυνση από καμένα πλαστικά στο έδαφος, να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου

«Η ατμόσφαιρα δεν επηρεάζεται μακροπρόθεσμα από τέτοιες πυρκαγιές. Ανάλογα με την κατάσταση μετά από κάποιες ώρες -ίσως μία ημέρα- δεν μας απασχολεί πια η ρύπανση που αιωρείται, αλλά η επαναιώρηση σωματιδίων. Ωστόσο, τρεις μέρες μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ό,τι μετράται στον αέρα δεν αφορά πια το συγκεκριμένο συμβάν. Το πιο σημαντικό είναι να αξιολογηθεί, αν υπάρχει επιμόλυνση από καμένα πλαστικά στο έδαφος και να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου, ιδίως εάν έχουν επηρεαστεί καλλιέργειες», ανέφερε ο καθηγητής, επισημαίνοντας ότι η Θεσσαλονίκη έχει την ιδιαιτερότητα «να υπάρχουν βιομηχανίες που είναι μέσα, κοντά ή γύρω από τον αστικό ιστό, καθώς και περιαστική χρήση γης, με γεωργικές εκμεταλλεύσεις, γι’ αυτό και πρέπει να υπάρχει εγρήγορση για δυνητική επιμόλυνση του εδάφους».

Αναφορικά με τη διαδικασία των μετρήσεων για τον εντοπισμό της επιμόλυνσης, ο κ. Σαρηγιάννης εξήγησε ότι για να είναι αξιόπιστες θα πρέπει να γίνουν κάποιες ημέρες -περίπου δέκα- μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ έχει ιδιαίτερη σημασία η περιβαλλοντική χαρτογράφηση, με βάση τα μετεωρολογικά δεδομένα για την κατεύθυνση των ανέμων που επικρατούσαν, όταν έκαιγε η πυρκαγιά, ώστε να επιλεγούν σωστά τα σημεία δειγματοληψίας. Πρόσθεσε δε ότι η βροχή δύναται να πάει την επιμόλυνση σε μεγαλύτερο βάθος, ενώ διευκρίνισε πως υπάρχουν τεχνικές καθαρισμού του επιφανειακού στρώματος του εδάφους, ανάλογα με την έκταση της επηρεασμένης περιοχής.

«Πριν φτάσουμε στο τι πρέπει να κάνει κανείς για να αποκαταστήσει το έδαφος, θα πρέπει να ξέρει πού να μετράει. Είναι κρίσιμο να πάρουμε τους ανέμους που επικρατούσαν στην περιοχή, να μετρήσουμε προς τα πού θα έχουν εναποτεθεί τα προϊόντα της καύσης με βάση την κίνηση των ανέμων. Αν έχουμε βροχή η ρύπανση μπορεί να καταλήξει πιο βαθιά. Όλα αυτά έχουμε την επιστημονική και τεχνική δυνατότητα να τα υπολογίσουμε, μέσω περιβαλλοντικών μοντέλων. Δεν αρκεί, λοιπόν να γίνουν μετρήσεις, πρέπει να γίνουν στα σωστά σημεία και τη σωστή στιγμή», σημείωσε, συμπληρώνοντας πως η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται στη διάθεση της Περιφέρειας και των φορέων της Πολιτείας για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει ανάγκη για προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα.