Έντονη αναστάτωση έχει προκληθεί στην Εκκλησία της Κρήτης και την τοπική κοινωνία μετά την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την προτελευταία ημέρα του Αυγούστου, να κινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας στο νησί. Η σχετική ανακοίνωση του Φαναρίου, αν και κινήθηκε στο πλαίσιο της προβλεπόμενης κανονικής διαδικασίας, έγινε αντιληπτή στην Κρήτη ως «επιθετική» κίνηση, σε μια χρονική συγκυρία έντονων τριβών μεταξύ της Πολιτείας και της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης. Η απόφαση του Φαναρίου ήρθε λίγες ημέρες μετά την ψήφιση τροπολογίας από την κυβέρνηση, η οποία ερμήνευσε εκ νέου το Αρθρο 22 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, ουσιαστικά περιορίζοντας τη δυνατότητα «μετάθεσης» μητροπολιτών - δηλαδή τη μετακίνηση ενός εν ενεργεία ιεράρχη από μια μητρόπολη σε άλλη.

Διαβάστε: Μαφία της Κρήτης: Και 2ο χαρτί-"φωτιά" στην κατοχή του φερόμενου αρχηγού - "Τα είχαμε από τον παππού μας", λέει για τα στρέμματα της Μονής

Η τροπολογία προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο του θεσμού, με την υπουργό Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη, να ξεκαθαρίζει ότι η εν λόγω κίνηση τελούσε υπό την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ωστόσο, η τοπική Εκκλησία είχε διαφορετική άποψη. Ειδικότερα, με ερμηνευτική τροπολογία του Αρθρου 22 παράγραφος 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, άλλαξε ως εξής η διατύπωση της πρόβλεψης του «μεταθετού»: «Κατά αληθή έννοια παρ. 4 του Αρθρου 22 του Ν. 4149/1961 (Α’ 61), Βοηθοί Επίσκοποι και Μητροπολίτες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι οι Βοηθοί Επίσκοποι και οι εν ενεργεία Μητροπολίτες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εδρεύουν εκτός Ελλάδος και έχουν τα προσόντα παρ. 2 του Αρθρου 22». Το εν λόγω άρθρο ήταν διατυπωμένο ως εξής: «4. Οι Βοηθοί Επίσκοποι και οι Μητροπολίται του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δύνανται να εκλέγωνται εις κενάς Επισκοπικάς έδρας, άνευ εγγραφής εις τον κατά το άρθρον τούτον κατάλογον των εκλογίμων». Σημειώνεται ότι πηγές της Αρχιεπισκοπής Κρήτης δηλώνουν έκπληξη από την παραπάνω εξέλιξη, επισημαίνοντας ότι και παλαιότερα είχαν εκλεγεί νέοι μητροπολίτες σε επαρχίες της Κρήτης με τη χρήση του εν λόγω άρθρου. Ιστορικά, μέχρι στιγμής στην Κρήτη έχουν γίνει οι εξής «μεταθέσεις»: του μακαριστού Ειρηναίου από τη Γερμανία στη Μητρόπολη Κισάμου, του μακαριστού Θεόδωρου από τη Μητρόπολη Λάμπης και Σφακίων στη Μητρόπολη Ρεθύμνου και του μακαριστού Κυρίλλου Κυπριωτάκη από τη Μητρόπολη Κισάμου στη Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας.

Ένταση μετά την κοίμηση του μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, Δαμασκηνού

Το ζήτημα αναδείχθηκε με ιδιαίτερη ένταση μετά την κοίμηση του μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, Δαμασκηνού, και την έναρξη της διαδικασίας για την ανάδειξη του διαδόχου του. Η φημολογούμενη υποψηφιότητα του μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου, Αμφιλόχιου, έφερε στο προσκήνιο τη χρήση του «μεταθετού». Η Επαρχιακή Σύνοδος συνεδρίασε την Παρασκευή 2 Μαΐου στο Ηράκλειο, αλλά τελικά δεν προχώρησε στην εκλογή νέου μητροπολίτη Κυδωνίας, εξαιτίας της νομικής αβεβαιότητας που υπάρχει με το θέμα του μεταθετού. Η ανακοίνωση της Επαρχιακής Συνόδου ανέφερε: «Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης δεν συνήλθε σήμερα, κατά την προγραμματισθείσα έκτακτη συνεδρίασή Της για την πλήρωση της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου, αλλά προέβη σε Συνοδική Σύσκεψη, εν όψει των προκυψάντων νομοτεχνικών ζητημάτων με σκοπό τη διεξοδική και εμπεριστατωμένη μελέτη αυτών». Ωστόσο, η κίνηση της κυβέρνησης να βάλει «φρένο» στο μεταθετό προκάλεσε μεγάλη ένταση με την Εκκλησία της Κρήτης. Στις 25 Αυγούστου, από άμβωνος, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, Ευγένιος, εξέφρασε δημόσια τη δυσαρέσκειά του, χαρακτηρίζοντας την τροπολογία ως «πλήγμα στο αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Κρήτης» και διαμηνύοντας πως «η Εκκλησία της Κρήτης ανήκει ακέραια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο». Παράλληλα, κάλεσε την Πολιτεία να αναθεωρήσει άμεσα τη θέση της και προανήγγειλε εμμέσως ότι θα προχωρήσει, εφόσον χρειαστεί, στην εφαρμογή του «μεταθετού», παρά τις αντιρρήσεις. Οπως σημείωσε ο κ. Ευγένιος: «Εμείς θα πορευτούμε στο μέλλον όπως γνωρίζουμε· και το πλήρωμα της Εκκλησίας της Κρήτης γνωρίζει ότι οι πνευματικοί του ταγοί δεν έχουν ούτε ιδιοτέλειες ούτε προσωπικά συμφέροντα».

μητροπολίτης-Κισάμου-Σελίνου-Αμφιλόχιος
Ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου, Αμφιλόχιος

Η θέση

Καλά πληροφορημένες πηγές από το Φανάρι διαβεβαιώνουν ότι η απόφαση για την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης δεν συνδέεται με τις πρόσφατες εξελίξεις στη Μητρόπολη Κυδωνίας. Ο Πατριάρχης έχει εκφράσει εδώ και καιρό την άποψη ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κρήτης χρήζει επικαιροποίησης, αναφέρουν σχετικά. Ετσι, στην τελευταία Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ετέθη το θέμα και πέρασε, μειοψηφούντος του μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Ανδρέα, που εκπροσωπούσε την Επαρχιακή Εκκλησία της Κρήτης. Η διαδικασία, σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, θα ακολουθήσει τα προβλεπόμενα: το Φανάρι θα στείλει επισήμως «Γράμμα» στην Εκκλησία της Κρήτης, θα συγκροτηθεί κοινή επιτροπή και οι προτάσεις αλλαγών θα κατατεθούν από κοινού στην ελληνική Βουλή. Η όλη πορεία μπορεί να διαρκέσει χρόνια, όπως όταν το 1991 είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες να αλλάξει ο Καταστατικός Χάρτης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, αλλά, τελικά, δεν ολοκληρώθηκε.

Οικουµενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Κρήτης: Η ιστορία

Η σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Κρήτης έχει βαθιές ρίζες. Η Σύμβαση του 1900, την οποία υπέγραψαν ο τότε μητροπολίτης Κρήτης, Ευμένιος, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκ μέρους της Κρητικής Πολιτείας, προβλέπει ότι ο μητροπολίτης Κρήτης εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρότι ο Καταστατικός Χάρτης άλλαξε το 1961, για να επιλυθούν δυσλειτουργίες, «η Σύμβαση του 1900 παραμένει θεμέλιο του εκκλησιαστικού καθεστώτος στην Κρήτη», αναφέρουν εκκλησιαστικές πηγές με γνώση της ιστορίας της περιοχής. Εκ της Συµβάσεως του 1900 απορρέει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κρήτης του 1900, ο οποίος δηµιουργεί µία αυτοδιοικούµενη Εκκλησία στην Κρήτη, τον µητροπολίτη (σ.σ.: σήµερα Αρχιεπίσκοπο) της οποίας εκλέγει το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Το 1932, µε νόµο του Παπαναστασίου, σε όλη τη χώρα, σε κάθε νοµό, θα δηµιουργείτο µία µητρόπολη. Αν πέθαινε ο µητροπολίτης της έδρας του νοµού, τότε, εφόσον υπήρχε στον νοµό αρχιερέας σε επαρχία, θα εγκαθίστατο στην έδρα του νοµού ο αρχιερέας αυτός. Αντίστοιχα, στην Εκκλησία της Κρήτης, όταν το 1933 πέθανε ο µητροπολίτης Κρήτης Τίτος, ο τότε µητροπολίτης Αρκαδίας, Βασίλειος Μαρκάκης, από τη Μεσσαρά εγκαταστάθηκε κατά τον νόµο µητροπολίτης Κρήτης.

Το Οικουµενικό Πατριαρχείο, όµως, εξέλεξε -κατά τη Σύµβαση του 1900- µητροπολίτη Κρήτης τον Τιµόθεο Βενέρη. «Η Σύµβαση του 1900 είναι πάνω από τον Καταστατικό Χάρτη», σχολιάζουν ιστορικοί. Τότε ο Τιµόθεος µαζί µε τον Βασίλειο προσέφυγαν στο ΣτΕ, το οποίο, επικαλούµενο τη Σύµβαση του 1900 (ότι το Οικουµενικό Πατριαρχείο εκλέγει τον µητροπολίτη Κρήτης), δικαίωσε τον Τιµόθεο Βενέρη. Επί τη βάσει της Συµβάσεως ο Τιµόθεος Βενέρης έρχεται σε συνεργασία µε την τότε Πολιτεία, και επειδή είχαν στην Κρήτη µόνο τρεις αρχιερείς, έρχεται σε συµφωνία µε την κυβέρνηση και ανασυστήνει την Εκκλησία της Κρήτης. Η Εκκλησία της Κρήτης πορεύεται µε τον Καταστατικό Χάρτη του 1900 έως το 1961. Επειδή υπήρξαν προβλήµατα δυσλειτουργίας το 1961, ο µακαριστός Ευγένιος Ψαλιδάκης ψηφίζει τον Καταστατικό Χάρτη του 1961, όπου τα δικαιώµατα του Οικουµενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Κρήτης διευρύνονται. Αλλά η Εκκλησία της Κρήτης παραµένει ηµιαυτόνοµη, ρυθµίζουσα τα του οίκου της.

Στο επίκεντρο

Ο µητροπολίτης Κισάµου και Σελίνου, Αµφιλόχιος, που συνδέεται συγγενικά µε την οικογένεια Βαρδινογιάννη (πάντρεψε µάλιστα αυτός τον Φεβρουάριο τον Νικόλαο Ντε Γκρες και τη Χρυσή Βαρδινογιάννη), βρίσκεται τα τελευταία χρόνια -χωρίς να το θέλει- στο επίκεντρο πολιτικο-εκκλησιαστικών συγκρούσεων και διαγκωνισµών. Ο τελευταίος ήταν ένας εκ των διεκδικητών για τη θέση του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, µετά την εκδηµία του µακαριστού Ειρηναίου. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, φέρεται να προτίµησε να στηρίξει τον τότε µητροπολίτη Ρεθύµνου, Ευγένιο, ο οποίος και εξελέγη. Τα χρόνια πέρασαν και µετά τον θάνατο του µακαριστού µητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου, ∆αµασκηνού, ετέθη θέµα µεταθετού του κ. Αµφιλόχιου από την Κίσαµο στη Μητρόπολη των Χανίων. Και πάλι λέγεται πως το βέτο του πρωθυπουργού υπήρξε ξεκάθαρο. Η εκλογή νέου ποιµενάρχη στη χηρεύουσα µητρόπολη της Κρήτης περιπλέχτηκε πρόσφατα ακόµα περισσότερο µε την εµπλοκή του ονόµατος ενός εκ των διεκδικητών στην υπόθεση της «Μαφίας της Κρήτης».

Πρόκειται για τον αρχιµανδρίτη Μελχισεδέκ, ο οποίος φέρεται να είχε βάλει «µέσον» τον αρχηγό της εγκληµατικής οργάνωσης (ο ίδιος το διαψεύδει κατηγορηµατικά), προκειµένου να µεσολαβήσει στον πρώην υπουργό Πάνο Καµµένο για να τον βοηθήσει στην εκλογή του. Εκτός των παραπάνω, εν δυνάµει υποψήφιοι είναι ο αρχιµανδρίτης Νικηφόρος Κουνάλης, ο πρωτοσύγγελος της Αρχιεπισκοπής, κ. Βαρθολοµαίος, και άλλοι. Από την πλευρά του Φαναριού, πάντως, δεν υπάρχει σινιάλο για κανέναν υποψήφιο. «Ουδέποτε ο Οικουµενικός Πατριάρχης στήριξε ή υπονόησε ο κ.κ. Βαρθολοµαίος τη στήριξη οποιουδήποτε εν δυνάµει υποψηφίου για τη Μητρόπολη Κυδωνίας», σχολιάζουν εκκλησιαστικές πηγές της Κρήτης και προσθέτουν: «Γίνεται µια προσπάθεια σπίλωσης του θεσµού του Οικουµενικού Πατριαρχείου, µέσω αυτής της υπόθεσης».


Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά