Νεότερα συγκλονιστικά στοιχεία για τις «ιερές µπίζνες» του αποπεµφθέντος πλέον ηγουµένου της ιστορικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και των τουλάχιστον 5 συνεργών του, που προφυλακίστηκαν την Πέµπτη τα µεσάνυχτα έπειτα από ανάκριση 13 ωρών ενώπιον του ανακριτή και της εισαγγελέως Κορίνθου, φέρνει στο φως της δηµοσιότητας η «Κυριακάτικη Απογευµατινή».

Σύµφωνα µε πληροφορίες, στην περιφέρεια Καλαβρύτων έρχονται κατά καιρούς Αυστριακοί και Ολλανδοί αρχαιολόγοι, µέλη διεθνούς σπείρας, αγοράζοντας αρχαία αλλά και χριστιανικά κειµήλια, οι οποίοι µάλιστα αναφέρθηκαν σε απολογίες κατηγορουµένων. Τα αγάλµατα, µαρµάρινα και µπρούντζινα, τα νοµίσµατα και άλλοι θησαυροί ανασκάπτονται παράνοµα στον Χελµό, όπου σε 1.200 υψόµετρο βρίσκεται η αρχαία πόλη των Λουσών µε το ιερό της Αρτέµιδος Ηµέρας. Κατά τους ειδικούς, η λατρεία της θεάς ανάγεται στον 8ο αιώνα π.Χ. και δεν αποκλείεται ο πλούτος των αναθηµάτων, όπως χάλκιναχρυσά κοσµήµατα, πόρπες, περίαπτα, περιδέραια, αγγεία κ.τ.λ., να προέρχονται από εκείνη την περίοδο. Κάτι ανάλογο συµβαίνει και στον γειτνιάζοντα χώρο του Κλείτορα, στη νότια πλευρά του βουνού.

Στις ως άνω εκτάσεις, στις όχθες του επίσης κοντινού παραπόταµου Κλείτορα και απέναντι από το µοναστήρι, στο ελατόδασος της Ζαχλωρούς, οι αστυνοµικοί και κλιµάκια του υπουργείου Πολιτισµού αναζητούν τα κλοπιµαία, µεταξύ των οποίων και ένα εκ των αγαλµάτων της Αρτέµιδας, το οποίο ο ηγούµενος διαπραγµατευόταν στην τιµή των 10 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ερευνάται και το εσωτερικό της µονής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ένας από τους κατηγορούµενους συνεργούς του άφησε υπονοούµενα ότι γνήσιες εικόνες του Μεγάλου Σπηλαίου έχουν πωληθεί και αντικατασταθεί από πιστά αντίγραφά τους.

∆ύο εκ των έξι έχουν κατηγορηθεί ξανά στο παρελθόν, ο ένας για εµπόριο όπλων και ο άλλος είχε προφυλακιστεί µε ανάλογη κατηγορία. Η δράση τους φαίνεται ότι είχε ξεκινήσει πριν ο ηγούµενος αναλάβει τη διοίκηση του µοναστηριού. Επιτελείς της αυτοδιοίκησης και των διευθύνσεων του υπουργείου Οικονοµικών και Πολιτισµού αναφέρουν ότι την περίοδο 2018-2019 διέµενε για µεγάλο διάστηµα σε χωριό τον Καλαβρύτων γνωστός αρχαιοκάπηλος µε το προσωνύµιο «Τζάκσον», το όνοµα του οποίου ενεπλάκη έντονα σε κλοπές ιερών εικόνων από µοναστήρια της Αρκαδίας, της Λακωνίας και της Κορινθίας. Αµέσως ενηµερώθηκε η Αστυνοµία και τέθηκε υπό παρακολούθηση.

001

O τρόπος δράσης των αρχαιοκάπηλων

Ο «Τζάκσον» φέρεται να προσέγγισε το Πάσχα αλλοδαπής καταγωγής Ελληνα πολίτη που κυκλοφορούσε µε πολυτελές αυτοκίνητο στη µικρή πόλη, συζητώντας τη µεταβίβαση των 2 Ευαγγελίων του 18ου αιώνα µ.Χ. και ορισµένων εκ των 17 εικόνων που είχε στην κατοχή του ο ηγούµενος, έναντι ποσού 400.000 ευρώ. Η συµφωνία δεν προχώρησε, διότι ο υποψήφιος αγοραστής διέκρινε ότι κάποια από αυτά ήταν πλαστά. Σύµφωνα µε την Αστυνοµία, τα µέλη της οργάνωσης εντόπιζαν άτοµα τα οποία διέθεταν αρχαία αντικείµενα και επιθυµούσαν να τα πουλήσουν. Στη συνέχεια τους έφερναν σε επαφή µε συνεργό τους, που παρουσιαζόταν ως «ειδικός εκτιµητής» και αφού ολοκλήρωναν την αγοραπωλησία, προέβαιναν στην πώλησή τους, µέσω άγνωστων συνδέσµων της οργάνωσης, στο εξωτερικό. Ο ηγούµενος είχε αρχηγικό ρόλο, λαµβάνοντας τις τελικές αποφάσεις σχετικά µε τις αγοραπωλησίες και την κοστολόγηση των αρχαιοτήτων, ενώ εµφανιζόταν ως δήθεν εκτιµητής. Οι 59χρονος και 66χρονος ήταν επιφορτισµένοι µε την εύρεση ατόµων που κατείχαν αρχαία αντικείµενα, ενώ ο δεύτερος προέβαινε και σε αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές. Τρία άτοµα ήταν κάτοχοι αρχαίων αντικειµένων (Ευαγγέλια, αρχαία βιβλία και νοµίσµατα και βυζαντινές εικόνες), τα οποία είχαν συµφωνήσει να πωλήσουν.

0


Η ιστορία της µονής

Το Μέγα Σπήλαιο είναι το παλαιότερο µοναστήρι της χώρας, αφού ανηγέρθη τον 4ο αιώνα µ.Χ. Στα βάθη του χρόνου υπέστη καταστροφές και δηώσεις, ενώ την περίοδο της Επανάστασης αποτελούσε καταφύγιο για τους αγωνιστές. Τον ∆εκέµβριο του 1943, λίγο πριν από τη µαζική εκτέλεση των Καλαβρυτινών, οι Γερµανοί µπήκαν στο µοναστήρι και σκότωσαν 16 καλόγερους και επισκέπτες, πυρπολώντας κελιά και κλέβοντας κειµήλια. Η κτηνώδης συµπεριφορά τους δεν είχε προηγούµενο, ενώ για την ενέργειά τους διατυπώθηκαν πολλές αντιρρήσεις µεταξύ των αξιωµατικών των ναζί. ∆εν ήταν µόνο έγκληµα πολέµου, αλλά και έγκληµα κατά του χριστιανισµού. Πίστευαν ότι οι µοναχοί έκρυβαν κοµµουνιστές και πλήθος βυζαντινών µνηµείων, τα οποία αφού δεν κατάφεραν να εντοπίσουν αποφάσισαν να προχωρήσουν στις αποτρόπαιες πράξεις τους, ρίχνοντας από τον βράχο -όπου σήµερα υψώνεται λευκός Σταυρόςαθώους ανθρώπους. Τότε οι καλόγεροι πλήρωσαν µε τη ζωή τους την απόφασή τους να µη µαρτυρήσουν. Ογδόντα χρόνια µετά µετέτρεψαν το µοναστήρι σε παζάρι ορθόδοξων συµβόλων. Το Μουσείο της µονής, εκτός από τα σηµαντικά κειµήλια της Ελληνικής Επανάστασης, διαθέτει ένα σπάνιο λάβαρο µε τις µορφές τριών Βυζαντινών αυτοκρατόρων, συγγίλια, χειρόγραφα µε εξαίρετες µικρογραφίες, πολύτιµους χρυσούς σταυρούς µε Τίµιο Ξύλο, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες, Ευαγγέλια σε περγαµηνές, το ωµοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, χρυσοκέντητους Επιτάφιους, αντιµήνσια, βυζαντινές εικόνες µεγάλης αξίας κ.ά. Μεγάλης αξίας είναι και η βιβλιοθήκη, µε περισσότερους από 3.000 τόµους βιβλίων και πλήθος παλαιοτύπων. Σε ειδικό παρεκκλήσι φυλάσσονται λειψανοθήκες µε οστά πολλών Αγίων και οι κάρες των ιδρυτών της µονής, των Θεσσαλονικιών µοναχών Συµεών και Θεόδωρου