Σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση σχετικά με τα όσα έζησε τρεις ημέρες στην Ερυθρά Θάλασσα, όταν χρειάστηκε να επιβιώσει 48 ώρες στο νερό, αφού το πλοίο Eternity C, στο οποίο επέβαινε ως ένοπλος φρουρός, δέχθηκε επίθεση από τους Χούθι, μίλησε ο Βαγγέλης Σταρίδας.

Διαβάστε: Ερυθρά Θάλασσα: Επέστρεψε ο φρουρός που αγνοείτο μετά την επίθεση των Χούθι στο "Eternity C"

Ο Έλληνας φρουρός μίλησε στον Alpha, στην εκπομπή «Αυτοψία» και τον Αντώνη Σρόιτερ για τα όσα έζησε από τις 7 έως τις 10 Ιουλίου και συγκεκριμένα αναφέρθηκε στους 15 πυραύλους που δέχθηκαν από τους Χούθι, πώς πήραν την απόφαση να πέσουν στη θάλασσα για να σωθούν, τι σκεφτόταν στο νερό, ενώ, όπως ανέφερε, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον δύο φορές τούς εντόπισαν πλοία και τους εγκατέλειψαν, με τον ίδιο να εξομολογείται ότι επιβίωσε «γιατί είχα δώσει υπόσχεση στην κόρη μου ότι πάντα θα επιστρέφω».

Η συγκλονιστική ιστορία του Έλληνα φρουρού που επέζησε 48 ώρες στη θάλασσα ύστερα από επίθεση Χούθι

Περιγράφοντας την επίθεση που δέχθηκαν στις 7 Ιουλίου, όταν το καράβι είχε προορισμό την Άκαμπα, αφού άφησαν σπόρους σόγιας από τις ΗΠΑ στη Σομαλία, ο Βαγγέλης Σταρίδας ανέφερε: «Ξεκουραζόμουν για να πιάσω βάρδια στις 8 η ώρα το πρωί. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και με ειδοποιούν να ανέβω στη γέφυρα, κάτι είδαν στο ραντάρ». Και πρόσθεσε: «Ήταν περίπου 7 παρά και μέχρι να ετοιμαστώ, πριν να βγω από την καμπίνα δεχτήκαμε το πρώτο χτύπημα. Το ένιωσα πολύ δυνατό, τραντάχτηκαν τα πάντα, ένας θόρυβος αξέχαστος. Αμέσως σκέφτηκα ότι δεχόμαστε επίθεση και πρέπει να ανέβω στη γέφυρα. Είχαμε χτυπηθεί στην πίσω δεξιά πλευρά, στην περιοχή του μηχανοστασίου. Ήταν βολή τακτικής, ήταν βολή ακινητοποίησης του πλοίου. Κατέβηκα στο μηχανοστάσιο και είδα εικόνα καταστροφής. Ψάχναμε με τους φακούς και κάποια στιγμή εκεί που κοίταζα βρήκα έναν του πληρώματος σε σοκ, το βλέμμα του ακόμα το θυμάμαι, δεν μπορούσε να εστιάσει κάπου, ήταν αόριστο, ήταν ζωντανός».

Ο ένοπλος φρουρός συνέχισε την περιγραφή του λέγοντας: «Είχαμε 3 νεκρούς στο μηχανοστάσιο. Μας χτυπούσαν όλη τη νύχτα. Από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 10 το πρωί, όταν πηδήξαμε στη θάλασσα. Το επόμενο χτύπημα ήταν ένα λεπτό μετά, στην ίδια πλευρά περίπου, στο ίδιο σημείο. Τα υπόλοιπα ήταν σε όλο το υπόλοιπο καράβι, στη μάσκα της γέφυρας, στο κατάστρωμα. Αν και ήταν νύχτα, αυτό που ένιωθες ήταν κάτι ξαφνικό, δεν άκουγες κάτι πριν, άκουγες ένα μπαμ, μια λάμψη και ένα τράνταγμα χωρίς προηγούμενο. Όσο μετρούσα, μέτρησα 15 πυραύλους». Μιλώντας για τις πρώτες κινήσεις του, περιέγραψε πως «αρχικά προσπαθούσα να κρατήσω το πλήρωμα και τον καπετάνιο ήρεμο, να μην πανικοβληθεί. Άνθρωποι έκλαιγαν, όλοι ήταν πεσμένοι κάτω, η γέφυρα κατέρρεε, έπεφταν οροφές, αλλά υπήρχε ο φόβος του θανάτου γιατί δεν μπορούσες να μαντέψεις πού θα έρθει το επόμενο χτύπημα για να προφυλαχθείς. Μετά το δεύτερο χτύπημα, είπα στον καπετάνιο άνοιξε όλα τα συστήματα επικοινωνίας για να πεις ότι δεχόμαστε επίθεση».



Τραυματίστηκε ο ίδιος

Από την επίθεση τραυματίστηκε και ο ίδιος, αφού όπως είπε: «Χτύπησα εγώ γιατί το πλήρωμα προσπάθησα να το κρατήσω ασφαλές και το είχα σε μια σκάλα στη γέφυρα, που ήταν το πιο ασφαλές σημείο. Δεν ήθελα να ρισκάρω. Εγώ ήμουν αυτός που θα μπορούσε να προστατεύσει το καράβι, οπότε έπρεπε να είμαι εκεί έξω για να σιγουρευτώ ότι δεν θα πλησιάσει κάτι το καράβι. Μετά από κάθε χτύπημα το ωστικό κύμα με πετούσε και κάποια θραύσματα χτυπούσαν τα πόδια μου».


Στη συνέχεια πήραν την απόφαση να πέσουν στο νερό γιατί, όπως λέει, «σίγουρα αν μέναμε στο πλοίο, δεν θα ζούσαμε για πολύ ακόμα, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα σκοτωνόμασταν. Αν μπαίναμε στις βάρκες, θα ήμασταν στόχοι». Πρόσθεσε ότι «κάποια στιγμή ήρθε ένα πολύ μεγάλο χτύπημα στη θέση που ήμασταν, από το οποίο ένιωσα ένα κάψιμο στο πόδι και όλες τις δονήσεις με το ωστικό κύμα να με πετάει 3-4 μέτρα. Δεν ήξερα αν έχω το πόδι μου. Το κοίταξα και έτρεχε ασταμάτητα το αίμα, φοβόμουν να το πιάσω, μην το χάσω. Γύρισα στον καπετάνιο και είπα δεν υπάρχει άλλη λύση, αν μείνουμε στο καράβι θα μας σκοτώσουν. Είτε καθόμαστε στο καράβι και μας σκοτώνουν είτε πέφτουμε στη θάλασσα. Ο καπετάνιος συμφώνησε. Κατεβήκαμε στο κατάστρωμα, φορέσαμε τα σωσίβια και πέσαμε στη θάλασσα».

Περιγράφοντας τα πρώτα λεπτά στο νερό είπε: «Ήμασταν 18 άτομα. Εμείς κολυμπούσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, να απομακρυνθούμε από το καράβι και την Υεμένη. Μετά από περίπου 2 ώρες που είχαμε απομακρυνθεί για 2-3 μίλια, συνέχισαν να ρίχνουν στο καράβι με πυραύλους και drone. Ήθελα να φύγουμε όσο πιο γρήγορα και πιο μακριά γιατί μπορούσαν να κάνουν ξανά επιχείρηση κατάληψης. Χρησιμοποιούσαμε την αντανάκλαση του ήλιου για κάλυψη. Πέσαμε όλοι μαζί, με τελευταίο εμένα και τον καπετάνιο. Τους συμβούλευσα να είμαστε όλοι μαζί μια ομάδα. Τους είπα κολυμπάτε γρήγορα. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, ήταν αρκετοί που έμειναν πίσω και δεν κρατούσαν ευθεία γραμμή ώστε να κολυμπάμε πίσω από το καράβι, όχι δεξιά ή αριστερά του, για να είμαστε καλυμμένοι». Κάποιοι ωστόσο «δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε και τους βρήκαν οι Χούθι. Έχουν τώρα 10 ή 11 που μάζεψαν από τη θάλασσα και μέχρι σήμερα είναι όμηροί τους».

Πρόσθεσε ότι «είχαμε μείνει 5 άτομα και συνεχίσαμε να κολυμπάμε. Περάσαμε 2 ημέρες και 2 νύχτες. Διψούσαμε πάρα πολύ. Όταν πέσαμε στη θάλασσα ήταν σχεδόν καυτό το νερό. Το βράδυ που έπεφτε η θερμοκρασία της θάλασσας, τρέμαμε. Μας χτυπούσαν ψάρια που δεν ξέραμε τι είναι και μας τσιμπούσαν τσούχτρες, είχαν γίνει κόκκινα τα χέρια μας. Την πρώτη μέρα ένιωσα φόβο. Από τη δεύτερη και μετά σκεφτόμουν ότι πρέπει να φτάσω κάπου».

Απογοητευτική η πρώτη επαφή με καράβι

Τότε έγινε η πρώτη επαφή με καράβι, η οποία ωστόσο ήταν απογοητευτική. Όπως σχολίασε ο ένοπλος φρουρός: «Κάποιο καράβι που ήταν σκοτεινό, σταμάτησε, έκανε κράτει και άναψε όλα τα φώτα του καραβιού. Όταν έφτασε στα 2 μίλια, είπα στην ομάδα να ανάψει τα φώτα στα σωσίβιά μας και το καράβι σταμάτησε. Πίστεψα ότι κατέβασαν λέμβους και είπα "παιδιά, θα μας σώσουν". Άργησε, όμως, να έρθει και κάποια στιγμή έτσι όπως άναψε τα φώτα, τα έσβησε και έφυγε. Αποκλείεται να μη μας είδε, μας άφησε στη θάλασσα».




Η υπόσχεση στην κόρη του

Φανερά συγκινημένος, ο Βαγγέλης Σταρίδας λέει ότι «γύρισα πίσω γιατί είχα δώσει μια υπόσχεση ότι πάντα θα γυρίζω. Πάντα φοβόταν η κόρη μου τη δουλειά αυτή. Με έβαλε να της υποσχεθώ ότι πάντα θα γυρίζω σε αυτή. Δεν πίστεψα στιγμή ότι θα πεθάνω, οι Χούθι δεν θα με έπιαναν ζωντανό. Δεν ήθελα να πέσω σε συναισθηματική κατάσταση γιατί πρέπει να είσαι αφοσιωμένος στο να επιβιώσεις».



Η σωτηρία

Τελικά, λίγες ημέρες μετά, στις 10 Ιουλίου ήρθε η σωτηρία, αφού πρώτα ένιωσαν ξανά μια απογοήτευση από το πλήρωμα ενός ψαράδικου. Όπως είπε ο ένολπλος φρουρός: «Την τρίτη ημέρα κοντά στο ξημέρωμα βλέπουμε ένα μεγάλο ξύλινο σκάφος με ψαράδες και τους κάναμε νόημα να μας πάρουν. Ήρθαν κοντά μας -ήταν Ινδοί ψαράδες-, τους φωνάζαμε πάρτε μας, δώστε μας νερό, δεν ανταποκρίθηκαν και έφυγαν. Μετά από μια ώρα απ' ό,τι υπολογίζω, επέστρεψαν, τους παρακαλέσαμε ξανά και μας έδωσαν ένα μπουκάλι μισό λίτρο νερού και έφυγαν. Μετά από 2 ώρες είδαμε το σκάφος το διασωστικό να έρχεται κοντά μας. Ήταν απερίγραπτο το συναίσθημα. Η χαρά ήταν σαν ένα παιδάκι που του δίνεις ζαχαρωτά, γελούσαμε και χτυπούσαμε ο ένας τον άλλο στην πλάτη και λέγαμε σωθήκαμε. Το ίδιο σκάφος είχε περισυλλέξει 6 την προηγούμενη ημέρα και εμάς τους 4».


Η επιστροφή στην Ελλάδα έγινε ύστερα από 3-4 ημέρες, με τον ίδιο να λέει: «Μόνο τότε ένιωσα ότι είμαι ασφαλής. Η πρώτη αγκαλιά ήταν η κόρη μου, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Μπαμπά μου, η κόρη μου. Αγάπη μου, εγώ, ήταν σαν να γεννιόμουν ξανά».