Νέα στοιχεία βλέπουν το φως της δημοσιότητας αναφορικά με το πώς έφτασαν οι Αρχές στα ίχνη των τριών καταζητούμενων για το μακελειό στα Βορίζια, με αποτέλεσμα να πάρουν την απόφαση να παραδοθούν. Πρόκειται για έναν 27χρονο, ιδιοκτήτη της κατοικίας όπου εξερράγη ο εκρηκτικός μηχανισμός, στο χωριό του Ηρακλείου, έναν 29χρονο και έναν 19χρονο. 

Διαβάστε: Βορίζια Ηρακλείου: Καρέ καρέ η περιγραφή του μακελειού από τη γυναίκα ενός εκ των συλληφθέντων - "Οι σφαίρες πήγαιναν στην αυλή που ήταν το 5χρονο παιδί μου" (Βίντεο)

Βορίζια: Πώς έφτασαν οι Αρχές στα ίχνη των τριών αδελφών

Σύμφωνα με πληροφορίες του Ant1, o 19χρονος και μικρότερος από τους καταζητούμενους, υπηρετεί τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό και αμέσως μετά το περιστατικό κάλεσε τον διοικητή και του είπε ως δικαιολογία «δεν μπορώ να επιστρέψω στο στρατόπεδο γιατί μου έκλεψαν το μηχανάκι». Ο διοικητής έχοντας δει την είδηση για την συμπλοκή στα Βορίζια, κάλεσε την αστυνομία τους ενημέρωσε και αφού έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου του 19χρονου, ξεκίνησε να παρακολουθείται από τις Αρχές.

Ο 19χρονος δεν ενεργοποιούσε συχνά το κινητό του τηλέφωνο, παρά μόνο για να επικοινωνήσει με τη σύντροφό του και έτσι οι αστυνομικοί κατάφεραν να φτάσουν στο ξενοδοχείο στο Τυμπάκι, όπου ο ιδιοκτήτης και ο γιός του που είναι φίλος του 19χρονου, θα κατηγορηθούν για υπόθαλψη εγκληματία.


Το χρονικό της παράδοσης των τριών καταζητούμενων

Όπως μετέδωσε η ΕΡΤ, η Αστυνομία είχε εντοπίσει από τα χαράματα ένα ξενοδοχείο στην παραλία του Κόκκινου Πύργου που ανήκε σε φιλικό πρόσωπο των φυγάδων, όπου είχε βρει καταφύγιο ο ένας από τους τρεις.

Πραγματοποιήθηκε επιχείρηση όπου εντοπίστηκαν και προσήχθησαν οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου πατέρας και ο 16χρονος γιος του και το ξενοδοχείο τέθηκε υπό επιτήρηση για την σύλληψη τους ενός φυγά μόλις θα επέστρεφε. Ο εντοπισμός του φυγά έγινε μέσω του στίγματος της κεραίας της κινητής τηλεφωνίας, ενώ οι προσαχθέντες είναι αντιμέτωποι με πιθανή άσκηση διώξεων για υπόθαλψη.

Οι άλλοι δύο φυγάδες, όπως προέκυψε στη συνέχεια, είχαν βρει καταφύγιο σε φιλικό τους σπίτι στο Τυμπάκι το οποίο δεν είχε εντοπιστεί ακόμη από τους αστυνομικούς.

Το μεσημέρι πλέον της Τρίτης, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος ήρθε σε επικοινωνία με οικείο τους πρόσωπο που έπαιζε τον ρόλο του διαμεσολαβητή και του διεμήνυσε ότι πλέον είχαν τελειώσει όλα για εκείνους και το μόνο που τους έμενε ήταν να παραδοθούν.

Υπό την πίεση της προσαγωγής των φίλων τους και τη συνεχή πίεση και τις κατ’ οίκον έρευνες σε συγγενείς τους σε όλη την Κρήτη, εν τέλει δέχτηκαν, ζήτησαν από τους αστυνομικούς να σταματήσουν να κάνουν εφόδους και έκλεισαν ραντεβού στις 18:15 σε ένα πρατήριο καυσίμων στις Μοίρες Ηρακλείου, όπου εμφανίστηκαν με ταξί και οι τρεις.

Εκεί παραδόθηκαν και συνελήφθησαν, ενώ στην συνέχεια, συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης οδηγήθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου, προς εκτέλεση των ενταλμάτων που έχουν εκδοθεί σε βάρος τους.

Κομβικό ρόλο για την παράδοση των τριών φυγάδων έπαιξαν οι ηλικιωμένοι της οικογένειας

Κλειστά στόματα για τα όπλα

Σύμφωνα με τον Βασίλη Λαμπρόπουλο οι Αρχές προσπαθούν να αντλήσουν στοιχεία για τον ρόλο των συλληφθέντων στο μακελειό.

Θέλουν να ταυτοποιήσουν όλα τα άτομα που συμμετείχαν στο αιματηρό επεισόδιο και να διαπιστώσουν ποιος έβαλε τη βόμβα, ποιος πυροβόλησε και προς ποια κατεύθυνση, ποιος συμμετείχε στην συμπλοκή αλλά και ποιος σκότωσε από το ύψωμα την 56χρονη.

Ωστόσο, μέχρι στιγμής κανείς από τους συλληφθέντες δεν έχει προσδιορίσει τον ρόλο του στο μακελειό ενώ δεν έχουν αναφέρει τίποτα ούτε για το βαρύ οπλισμό τους, ο οποίος μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί.

Παράλληλα, ο αστυνομικός συντάκτης ανέφερε πως η αστυνομία έψαχνε τα όπλα ακόμα και σε νεκροταφεία κοντά σε μνήματα, αλλά και στα εικονοστάσια σε εκκλησίες.


Οι πρώτες δηλώσεις του δικηγόρου των τριών αδελφών

Ο δικηγόρος τους, Λευτέρης Κάρτσωνας, μίλησε για μια διαδικασία που οργανώθηκε «βήμα-βήμα» με τις Αρχές, περιγράφοντας τη συναισθηματική φόρτιση και σημειώνοντας ότι η έρευνα τώρα ξεκινά και υπογραμμίζοντας πως «όλοι είμαστε συγκλονισμένοι από αυτό που συνέβη».

«Πρώτιστο μέλημά μας, τόσο το δικό μου όσο και των συναδέλφων μου, ήταν να προσέλθουν οι κατηγορούμενοι και να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Η ευθύνη είναι μεγάλη και όλοι μας, με κοινωνική ενσυναίσθηση, οφείλουμε να επιτελέσουμε το έργο μας και να συμβάλουμε ώστε να φωτιστούν πλήρως τα περιστατικά της υπόθεσης. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μακράς και δύσκολης πορείας. Αυτό που συνέβη έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο - και φυσικά και τους ίδιους τους κατηγορούμενους, που βρίσκονται σε ιδιαίτερα επιβαρυμένη ψυχολογική κατάσταση. Αναμένεται να οδηγηθούν εκ νέου ενώπιον των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, προκειμένου να απολογηθούν και να παραθέσουν τα πραγματικά γεγονότα».

Όσον αφορά στο πώς οργανώθηκε η διαδικασία της παράδοσης, ο κ. Κάρτσωνας σημείωσε: «Πρώτη μας προτεραιότητα ήταν η διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας των εντολέων μας. Το κλίμα είναι ιδιαίτερα φορτισμένο και το κοινωνικό βάρος που φέρουν όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι τεράστιο. Κατόπιν συνεννόησης με τις αστυνομικές αρχές, ορίσαμε ένα σημείο συνάντησης ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή και ασφαλής παράδοση. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε ομαλά, σε κοντινή περιοχή, την ίδια χρονική στιγμή, και πλέον οι κατηγορούμενοι βρίσκονται υπό ασφάλεια. Τα γεγονότα είναι τόσο συγκλονιστικά, που μέχρι στιγμής δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να επικοινωνήσουμε μαζί τους σε προσωπικό επίπεδο».

Το χρονικό της αιματηρής σύγκρουσης

Η αιματηρή σύγκρουση σημειώθηκε το πρωί του Σαββάτου, ενώ στο χωριό βρίσκονταν ήδη αστυνομικοί που ερευνούσαν την πρόσφατη έκρηξη σε σπίτι, η οποία φαίνεται να αποτέλεσε τον πυροκροτητή για την αναζωπύρωση μιας παλιάς βεντέτας. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι δύο οικογένειες είχαν χρόνιες διαφορές για βοσκοτόπια και μια υπόθεση ζωοκλοπής που είχε οδηγήσει στη φυλάκιση μελών της μίας πλευράς.

Κατά τη διάρκεια των ερευνών, οι κάτοικοι κάλεσαν τους αστυνομικούς να ελέγξουν συγκεκριμένα σπίτια, υποστηρίζοντας ότι είχαν δεχθεί πυροβολισμούς τις προηγούμενες ημέρες. Λίγα λεπτά αργότερα, ακούστηκαν αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί — τουλάχιστον δέκα με δώδεκα — προκαλώντας χάος και πανικό. Οι αστυνομικοί και οι παρευρισκόμενοι έσπευσαν να καλυφθούν, ενώ από τα πυρά σκοτώθηκαν ο 39χρονος πατέρας πέντε παιδιών και μια 56χρονη γυναίκα, η οποία βρέθηκε νεκρή με τραύμα από σφαίρα, διαψεύδοντας τα αρχικά σενάρια περί καρδιακής προσβολής.