Αυστηρό μήνυμα της Δικαιοσύνης για τις περιπτώσεις stalking: Τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν σε άνδρα για περιστατικό εμμονικής παρακολούθησης
Ψυχική απειλή
Σύμφωνα με στοιχεία των αρμόδιων Αρχών, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταγραφεί δεκάδες καταγγελίες για περιστατικά, όπου η εμμονή πρώην συντρόφων εξελίχθηκε σε stalking
Επίμονα τηλεφωνήματα, δεκάδες μηνύματα, επανειλημμένες επισκέψεις σε οικίες και χώρους εργασίας. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις εκφάνσεις της επίμονης παρακολούθησης, ή αλλιώς stalking, μιας αξιόποινης συμπεριφοράς, που μπορεί να λαμβάνει χώρα είτε στο φυσικό είτε στον ψηφιακό κόσμο, η οποία τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται αυστηρότερα από την ελληνική έννομη τάξη.
Διαβάστε: Η μάχη με την επιλόχειο κατάθλιψη δεν κάνει διακρίσεις: Όταν η μητρότητα δεν φέρνει μόνο χαρά
Στόχος της αυστηροποίησης είναι να προστατευθούν τα θύματα, τα οποία πολλές φορές βρίσκονται αντιμέτωπα με κακοποιητικούς πρώην συντρόφους, οι οποίοι δεν δέχονται τη διακοπή της σχέσης.
Πρόσφατα, μάλιστα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με μια σημαντική απόφασή του, επέβαλε αυστηρά περιοριστικά μέτρα σε βάρος πρώην συντρόφου, ο οποίος καταδικάστηκε για παράνομη προσβολή της προσωπικότητας γυναίκας με την οποία διατηρούσε στο παρελθόν ερωτική σχέση. Η υπόθεση αναδεικνύει την αυξανόμενη σοβαρότητα του φαινομένου, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η συνεχής παρακολούθηση και παρενόχληση θύματος, ακόμα και χωρίς σωματική βία, συνιστά σοβαρή απειλή για την ψυχική του ηρεμία και την ιδιωτική του ζωή και απαγόρευσε στον δράστη την οποιαδήποτε επικοινωνία με το θύμα, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η γυναίκα, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, γνώρισε τον εναγόμενο μέσω μέσου κοινωνικής δικτύωσης το καλοκαίρι του 2022. Η σχέση τους διήρκεσε περίπου έναν χρόνο και έληξε με πρωτοβουλία της ενάγουσας τον Αύγουστο του 2023. Ωστόσο, η διακοπή της σχέσης δεν σήμανε και το τέλος της επικοινωνίας τους. Ο πρώην σύντροφος, αδυνατώντας να αποδεχθεί τη λήξη, ξεκίνησε μια σειρά επίμονων ενεργειών παρακολούθησης, που, όπως περιγράφει το δικαστήριο, είχαν ως αποτέλεσμα να μετατρέψουν την καθημερινότητα της γυναίκας σε εφιάλτη. Ο άνδρας επικοινωνούσε καθημερινά μαζί της στέλνοντάς της μηνύματα μέσω email, SMS και εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, τηλεφωνώντας επανειλημμένα, ακόμα και εμφανιζόμενος έξω από το σπίτι της ή σε μέρη όπου σύχναζε.
Συχνά, μάλιστα, παρακολουθούσε και τα μέλη της οικογένειάς της, χτυπώντας το κουδούνι της πολυκατοικίας ή επιχειρώντας να τη συναντήσει τυχαία. Η ενάγουσα προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια ζητώντας την προστασία της προσωπικότητάς της, επικαλούμενη προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ψυχικής της ηρεμίας. Με την αγωγή της ζήτησε να απαγορευθεί κάθε επικοινωνία και προσέγγιση από τον πρώην σύντροφό της, καθώς και να επιβληθεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε περίπτωση παραβίασης των όρων. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο εναγόμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι η ενάγουσα παρερμηνεύει τη συμπεριφορά του και ότι η μεταξύ τους επικοινωνία δεν είχε ενοχλητικό χαρακτήρα.
Προέβαλε, δε, την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενος ότι η απαγόρευση προσέγγισης τον εμποδίζει να κινείται ελεύθερα σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπως το Πεδίον του Αρεως και χώροι πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Υποστήριξε επίσης ότι λόγω της απαγόρευσης έχασε επαγγελματική ευκαιρία, καθώς δεν μπορούσε να εργαστεί κοντά στην κατοικία της ενάγουσας.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την ένσταση, κρίνοντας ότι η προστασία της προσωπικότητας και της ασφάλειας του θύματος υπερέχει των περιορισμών που επικαλείται ο εναγόμενος. «Το γεγονός ότι ο εναγόμενος αποκόπτεται από την περιοχή πέριξ της κατοικίας της ενάγουσας και δεν μπορεί να επισκέπτεται χώρους πολιτισμού κοντά στην οικία της δεν καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση. Οι δικαστές έκαναν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η γυναίκα, μεταξύ των οποίων δεκάδες ηλεκτρονικά μηνύματα και συνομιλίες μέσω κοινωνικών δικτύων.
Στην απόφασή του, το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εμμονική παρακολούθηση, ακόμα και χωρίς φυσική βία ή απειλές, αρκεί για να θεμελιώσει προσβολή της προσωπικότητας κατά τα Αρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα, αλλά και να εμπίπτει στις προβλέψεις του Αρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα περί «εμμονικής καταδίωξης». Οι ενέργειες του εναγομένου, όπως αναφέρεται, προκάλεσαν στη γυναίκα έντονη ψυχική ταραχή και φόβο, οδηγώντας τη να περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις και τις κοινωνικές της συναναστροφές. Με την απόφασή του το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και διέταξε απαγόρευση προσέγγισης της ενάγουσας και των μελών της οικογένειάς της σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων, απαγόρευση κάθε επικοινωνίας μέσω τηλεφώνου, μηνυμάτων ή Διαδικτύου και απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έως τριών μηνών για κάθε παράβαση των όρων. Η συγκεκριμένη απόφαση έρχεται σε μια περίοδο όπου οι υποθέσεις εμμονικής παρακολούθησης αυξάνονται ραγδαία, πολλές φορές με τραγικές καταλήξεις. Σύμφωνα με στοιχεία των αρμόδιων Αρχών, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταγραφεί δεκάδες καταγγελίες για παρόμοια περιστατικά, όπου η εμμονή πρώην συντρόφων εξελίχθηκε σε συστηματική παρενόχληση.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Διαβάστε: Η μάχη με την επιλόχειο κατάθλιψη δεν κάνει διακρίσεις: Όταν η μητρότητα δεν φέρνει μόνο χαρά
Αυστηροποίηση των ποινών για το stalking
Στόχος της αυστηροποίησης είναι να προστατευθούν τα θύματα, τα οποία πολλές φορές βρίσκονται αντιμέτωπα με κακοποιητικούς πρώην συντρόφους, οι οποίοι δεν δέχονται τη διακοπή της σχέσης.Πρόσφατα, μάλιστα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με μια σημαντική απόφασή του, επέβαλε αυστηρά περιοριστικά μέτρα σε βάρος πρώην συντρόφου, ο οποίος καταδικάστηκε για παράνομη προσβολή της προσωπικότητας γυναίκας με την οποία διατηρούσε στο παρελθόν ερωτική σχέση. Η υπόθεση αναδεικνύει την αυξανόμενη σοβαρότητα του φαινομένου, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η συνεχής παρακολούθηση και παρενόχληση θύματος, ακόμα και χωρίς σωματική βία, συνιστά σοβαρή απειλή για την ψυχική του ηρεμία και την ιδιωτική του ζωή και απαγόρευσε στον δράστη την οποιαδήποτε επικοινωνία με το θύμα, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η γυναίκα, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, γνώρισε τον εναγόμενο μέσω μέσου κοινωνικής δικτύωσης το καλοκαίρι του 2022. Η σχέση τους διήρκεσε περίπου έναν χρόνο και έληξε με πρωτοβουλία της ενάγουσας τον Αύγουστο του 2023. Ωστόσο, η διακοπή της σχέσης δεν σήμανε και το τέλος της επικοινωνίας τους. Ο πρώην σύντροφος, αδυνατώντας να αποδεχθεί τη λήξη, ξεκίνησε μια σειρά επίμονων ενεργειών παρακολούθησης, που, όπως περιγράφει το δικαστήριο, είχαν ως αποτέλεσμα να μετατρέψουν την καθημερινότητα της γυναίκας σε εφιάλτη. Ο άνδρας επικοινωνούσε καθημερινά μαζί της στέλνοντάς της μηνύματα μέσω email, SMS και εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, τηλεφωνώντας επανειλημμένα, ακόμα και εμφανιζόμενος έξω από το σπίτι της ή σε μέρη όπου σύχναζε.
Συχνά, μάλιστα, παρακολουθούσε και τα μέλη της οικογένειάς της, χτυπώντας το κουδούνι της πολυκατοικίας ή επιχειρώντας να τη συναντήσει τυχαία. Η ενάγουσα προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια ζητώντας την προστασία της προσωπικότητάς της, επικαλούμενη προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ψυχικής της ηρεμίας. Με την αγωγή της ζήτησε να απαγορευθεί κάθε επικοινωνία και προσέγγιση από τον πρώην σύντροφό της, καθώς και να επιβληθεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε περίπτωση παραβίασης των όρων. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο εναγόμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι η ενάγουσα παρερμηνεύει τη συμπεριφορά του και ότι η μεταξύ τους επικοινωνία δεν είχε ενοχλητικό χαρακτήρα.
Προέβαλε, δε, την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενος ότι η απαγόρευση προσέγγισης τον εμποδίζει να κινείται ελεύθερα σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπως το Πεδίον του Αρεως και χώροι πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Υποστήριξε επίσης ότι λόγω της απαγόρευσης έχασε επαγγελματική ευκαιρία, καθώς δεν μπορούσε να εργαστεί κοντά στην κατοικία της ενάγουσας.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την ένσταση, κρίνοντας ότι η προστασία της προσωπικότητας και της ασφάλειας του θύματος υπερέχει των περιορισμών που επικαλείται ο εναγόμενος. «Το γεγονός ότι ο εναγόμενος αποκόπτεται από την περιοχή πέριξ της κατοικίας της ενάγουσας και δεν μπορεί να επισκέπτεται χώρους πολιτισμού κοντά στην οικία της δεν καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση. Οι δικαστές έκαναν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η γυναίκα, μεταξύ των οποίων δεκάδες ηλεκτρονικά μηνύματα και συνομιλίες μέσω κοινωνικών δικτύων.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Στην απόφασή του, το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εμμονική παρακολούθηση, ακόμα και χωρίς φυσική βία ή απειλές, αρκεί για να θεμελιώσει προσβολή της προσωπικότητας κατά τα Αρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα, αλλά και να εμπίπτει στις προβλέψεις του Αρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα περί «εμμονικής καταδίωξης». Οι ενέργειες του εναγομένου, όπως αναφέρεται, προκάλεσαν στη γυναίκα έντονη ψυχική ταραχή και φόβο, οδηγώντας τη να περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις και τις κοινωνικές της συναναστροφές. Με την απόφασή του το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και διέταξε απαγόρευση προσέγγισης της ενάγουσας και των μελών της οικογένειάς της σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων, απαγόρευση κάθε επικοινωνίας μέσω τηλεφώνου, μηνυμάτων ή Διαδικτύου και απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έως τριών μηνών για κάθε παράβαση των όρων. Η συγκεκριμένη απόφαση έρχεται σε μια περίοδο όπου οι υποθέσεις εμμονικής παρακολούθησης αυξάνονται ραγδαία, πολλές φορές με τραγικές καταλήξεις. Σύμφωνα με στοιχεία των αρμόδιων Αρχών, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταγραφεί δεκάδες καταγγελίες για παρόμοια περιστατικά, όπου η εμμονή πρώην συντρόφων εξελίχθηκε σε συστηματική παρενόχληση.Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
En