Κληρονομικό Δίκαιο: Τι αλλάζει με τις διαθήκες - 21 συγκριτικά παραδείγματα για αδέλφια, συζύγους, ξαδέλφια, άτεκνους, άγαμους, επιχειρήσεις, ακίνητα και χρέη
Ριζικές ανατροπές
Τι συμβαίνει αν δεν υπάρχει διαθήκη, μέχρι το πώς προστατεύεται ο επικαρπωτής, ο επιζών σύζυγος, ο σύντροφος ή αυτός που φρόντισε τον διαθέτη μέχρι το τέλος
Κληρονομικό Δίκαιο: 21 παραδείγματα για το νέο πλέγμα διατάξεων
Τα συγκριτικά παραδείγματα που ακολουθούν επιχειρούν να αποτυπώσουν με απλό και κατανοητό τρόπο πώς μεταβάλλονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κληρονόμων σε πραγματικές, καθημερινές περιπτώσεις, από το τι συμβαίνει αν δεν υπάρχει διαθήκη, μέχρι το πώς προστατεύεται ο επικαρπωτής, ο επιζών σύζυγος, ο σύντροφος ή αυτός που φρόντισε τον διαθέτη μέχρι το τέλος.
- Ο Κ συνέταξε νομότυπα ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του τον αδελφό του Α. Κατά τον χρόνο του θανάτου του Κ, ζούσε ο γιος του Γ. Είναι έγκυρη από άποψη περιεχομένου η ιδιόγραφη διαθήκη του Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Επειδή με τη διαθήκη δεν καταλείφθηκε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο στον γιο Γ, ο οποίος είναι νόμιμος μεριδούχος, η διαθήκη είναι άκυρη κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που ανέρχεται στο 1/2 της κληρονομίας, καθώς ως προς το ποσοστό αυτό ο Γ είναι κληρονόμος (ΑΚ 1825).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Επειδή με την ιδιόγραφη διαθήκη εγκαταστάθηκε μοναδικός κληρονόμος πρόσωπο, το οποίο δεν καλείται στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, δηλαδή ο αδελφός Α, η ιδιόγραφη διαθήκη του Κ δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα αν προηγουμένως δεν κηρυχθεί κυρία με απόφαση του δικαστηρίου (νέα ΑΚ 1763). Εφόσον κηρυχθεί κυρία, η ιδιόγραφη διαθήκη του Κ θα είναι έγκυρη από άποψη περιεχομένου, ενώ ο γιος Γ θα έχει απλώς ενοχική αξίωση κατά του εγκατάστατου κληρονόμου Α να το καταβάλει σε χρήμα το ποσοστό που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του (νέα ΑΚ 1820).
- Ο Κ αποβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη έχοντας πλησιέστερο συγγενή τον γιο του Α. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Κ είχε μόνο χρέη. Ωστόσο, ο Α παρέλειψε να αποποιηθεί εμπρόθεσμα την κληρονομία του Κ. Κινδυνεύει η ατομική του περιουσία από τους δανειστές του Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ναι, ο κληρονόμος που αποδέχθηκε την κληρονομία ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της και με την ατομική του περιουσία, η οποία είναι υπέγγυα στους κληρονομικούς δανειστές (ΑΚ 1901).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Όχι. Μεταρρυθμίζεται η ευθύνη του κληρονόμου για τα χρέη της κληρονομίας. Πλέον ο κληρονόμος δεν θα ευθύνεται με την ατομική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Αυτή δεν θα είναι υπέγγυα στους δανειστές του κληρονομουμένου (νέα ΑΚ 1892).
- Ο Κ απεβίωσε χωρίς να συντάξει διαθήκη έχοντας πλησιέστερο συγγενή τον γιο του Α. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Κ είχε ένα διαμέρισμα αξίας 100.000 € και ένα χρέος στην εφορία ύψους 100.000 €. Αν ο Α αποδεχθεί την κληρονομία του Κ, η εφορία μπορεί να επιβάλλει κατάσχεση σε δικό του διαμέρισμα;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ναι, καθώς ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας και με την ατομική του περιουσία (ΑΚ 1901), η εφορία μπορεί να επιβάλει κατάσχεση τόσο στο κληρονομιαίο διαμέρισμα όσο και στο διαμέρισμα που ανήκει στην ατομική περιουσία του κληρονόμου Α.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο κληρονόμος ευθύνεται έναντι των κληρονομικών δανειστών μόνο με την κληρονομία, χωρίς να είναι υπέγγυα η ατομική του περιουσία για την ικανοποίησή τους (νέα ΑΚ 1892). Συνεπώς, η εφορία μπορεί να επιβάλει κατάσχεση μόνο στο διαμέρισμα που κληρονόμησε ο Α από τον Κ και όχι στο διαμέρισμα που ανήκει στην ατομική περιουσία του Α.
- Στο παραπάνω παράδειγμα, θα μπορούσε ο Α να εκμισθώσει το διαμέρισμα που κληρονόμησε από τον πατέρα του και να εισπράττει τα μισθώματα χωρίς να κινδυνεύει η προσωπική του περιουσία από την εφορία;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ο Α θα μπορεί να εκμισθώσει το κληρονομιαίο διαμέρισμα και να εισπράττει τα μισθώματα, αφού με την επαγωγή της κληρονομίας, αυτή ενώνεται με την ατομική περιουσία του κληρονόμου (ΑΚ 1710). Ωστόσο, ο κληρονόμος ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας (ΑΚ 1901).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο κληρονόμος Α θα μπορεί να εκμισθώσει το κληρονομιαίο διαμέρισμα και να εισπράττει τα μισθώματα, αφού με την επαγωγή της κληρονομίας, αυτή ενώνεται με την ατομική περιουσία του κληρονόμου (νέα ΑΚ 1710 και νέα ΑΚ 1895). Ωστόσο, δεν θα ευθύνεται με την ατομική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας (νεά ΑΚ 1892).
- Στο παραπάνω παράδειγμα, θα μπορούσε ο κληρονόμος Α να πωλήσει και να μεταβιβάσει το διαμέρισμα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, χωρίς να κινδυνεύει η προσωπική του περιουσία λόγω των χρεών του στην εφορία;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ο κληρονόμος αποκτά με την επαγωγή της κληρονομίας την κυριότητα των κληρονομιαίων ακινήτων, εφόσον αποδεχθεί την κληρονομία και μεταγράψει τη δήλωση αποδοχής στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου (ΑΚ 1710, 1193 και 1199). Επομένως, ο Α δικαιούται να πωλήσει κα μεταβιβάσει το κληρονομιαίο διαμέρισμα. Και τούτο, ανεξάρτητα από την ευθύνη του και με την ατομική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας (νέα ΑΚ 1895).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Αν ο κληρονόμος πωλήσει αντικείμενα της κληρονομίας θα ευθύνεται πλέον και με την ατομική του περιουσία, εκτός αν με το τίμημα που θα εισπράξει πληρώσει το χρέος του κληρονομουμένου (νέα ΑΚ ). Επίσης, θα ευθύνεται με την ατομική του περιουσία αν προβεί σε γονική παροχή του κληρονομιαίου ακινήτου ή αν παραλείψει να το συντηρεί, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία του.
- Στο παραπάνω παράδειγμα (υπό 4), η Κ άφησε με τη διαθήκη της ολόκληρη την περιουσία της στην κόρη της Α. Τι δικαιώματα έχει ο Β, γιος της Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ο Β, ως νόμιμος μεριδούχος της Κ, μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα της διαθήκης της Κ κατά το μέτρο που τον αποκλείει από τη νόμιμη μοίρα του, η οποία αντιστοιχεί στο 1/4 της κληρονομίας. Κατά το ποσοστό αυτό, ο Β είναι κληρονόμος (ΑΚ 1825) και δικαιούται να ασκήσει κατά της Α αγωγή περί κλήρου με αίτημα την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση των κληρονομιαίων, καθώς και τυχόν ωφελήματα που εισέπραξε η Α.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο Β, ως νόμιμος μεριδούχος της Κ, δεν μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα της διαθήκης της. Αντιθέτως, έχει ενοχική αξίωση κατά της Α να του καταβάλει σε χρήμα το 1/4 της αξίας της κληρονομίας. Προς εξασφάλιση της αξίωσής του αυτής, ο Β μπορεί να εγγράψει υποθήκη σε όλα τα κληρονομιαία ακίνητα. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτημα είτε του Β είτε της Α, και αφού σταθμίσει όλες τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αυτούσια απόδοση ποσοστού ή περιουσιακού στοιχείου της κληρονομίας που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα.
- Ο Κ αποβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ζει η σύζυγός του η Σ και τα πρώτα του ξαδέλφια, Α και Β, παιδιά του προαποβιώσαντος αδερφού του πατέρα του, με τα οποία τα τελευταία 20 χρόνια δεν είχε καμία επαφή. Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: (ΑΚ 1816, 1820) η Σ θα κληρονομήσει τον Κ στο ½ της περιουσίας του και το υπόλοιπο ½ θα περιέλθει κατ’ ισομοιρία στους Α (1/4) και Β (1/4), που εμπίπτουν στην τρίτη τάξη. Η Σ θα λάβει επιπλέον και το εξαίρετο (οικοσκευή κτλ)
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: στη Σ θα περιέλθει το σύνολο της περιουσίας του Κ (νέα ΑΚ 1811).
- Ο 85χρονος Κ, χήρος, συζούσε εδώ και 20 έτη με τη σύντροφό του, την Α, 75 ετών, την οποία γνώρισε μετά τον θάνατο της συζύγου του Σ. Τα τελευταία 5 έτη ο Κ αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα υγείας, νοσηλευόταν συχνά στο νοσοκομείο, και όταν ήταν σπίτι χρειαζόταν σημαντική υποστήριξη για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Ο Κ είχε αποκτήσει με την αποβιώσασα σύζυγό του τη Σ δύο γιους, τους Γ1 και Γ2, που είναι πλέον ενήλικοι. Οι Γ1 και Γ2 έχουν συχνή επικοινωνία με τον πατέρα τους και ενδιαφέρονται για εκείνον, αλλά ζουν σε διαφορετικές πόλεις και δεν μπορούν να τον συνδράμουν. Επίσης, ποτέ δεν αποδέχθηκαν τη σχέση του πατέρα τους με την Α. Ο Κ αποβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη (αδιάθετος). Πώς κληρονομείται;
Κατά το ισχύον δίκαιο: (ΑΚ 1813), μοναδικοί κληρονόμοι του Κ είναι οι γιοι του Γ1 και Γ2. Οι Γ1 και Γ2 μπορούν άμεσα να αξιώσουν από την Α να τους αποδώσει το διαμέρισμα στο οποίο έμενε με τον Κ.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο (νέες ΑΚ 1808, 1817, 1818) Οι Γ1 και Γ2 είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι του Κ (στον καθένα περιέρχεται το ½ της κληρονομίας). Η Α έχει δικαίωμα να λάβει το εξαίρετο, δηλαδή την οικοσκευή, καθώς επίσης και να συνεχίσει να κατοικεί στο διαμέρισμα του Κ για χρονικό διάστημα ενός έτους από τον θάνατο του Κ. Επίσης, επειδή η Α είχε συντρέξει ουσιωδώς και χωρίς αντάλλαγμα τον Κ στην κάλυψη των αναγκών του, και εφόσον ο Κ δεν είχε προβλέψει διαφορετικά, έχει συσταθεί υπέρ της Α εκ του νόμου κληροδοσία, με βαρυνόμενους τους Γ1 και Γ2 και αντικείμενο χρηματικό ποσό ανάλογο των υπηρεσιών που παρείχε στον Κ.
- Ο Κ, άγαμος και άτεκνος, ο οποίος συζούσε με την Α εδώ και 10 χρόνια, πεθαίνει αιφνίδια σε αυτοκινητικό ατύχημα, χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Κατά τον χρόνο θανάτου του δεν ζει κανένας από τους συγγενείς που θα καλούνταν εκ του νόμου στην κληρονομική του διαδοχή (κατιόντες, γονείς, αδέλφια, ανίψια, μικρανίψια, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι/ες και πρώτα ξαδέλφια). Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Η κληρονομία του Κ περιέρχεται στο Δημόσιο (ΑΚ 1824).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: η Α μπορεί, εντός προθεσμίας 4 μηνών αφού πληροφορηθεί τον θάνατο του Κ και το ότι δεν υπάρχουν συγγενείς του που καλούνται στην κληρονομική του διαδοχή, να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο προκειμένου να περιέλθει σε εκείνη η κληρονομία (νέα ΑΚ 1817 παρ. 3, 1818). Εφόσον το δικαστήριο πεισθεί ότι πράγματι η Α συζούσε με τον Κ σε ελεύθερη ένωση για χρονικό διάστημα άνω των 3 ετών πριν από τον θάνατό του, δέχεται την αίτηση και η Α καθίσταται μοναδική κληρονόμος του Κ αναδρομικά (ήδη από τον χρόνο του θανάτου του Κ). Αν η αίτηση της Α απορριφθεί η κληρονομία περιέρχεται στο Δημόσιο.
- Ο 80χρονος Κ αποβίωσε χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ζει η 75χρονη σύζυγός του Σ2 και ο γιος του Γ, 57 ετών, τον οποίο ο Κ είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο Σ1, η οποία είχε ήδη αποβιώσει. Το σημαντικότερο στοιχείο της κληρονομίας είναι το διαμέρισμα του Κ, στο οποίο αυτός κατοικούσε μαζί με τη Σ2. Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Τα 3/4 της κληρονομίας περιέρχονται στον Γ και το 1/4 της κληρονομίας στη Σ2 (ΑΚ 1813, 1820, 1889). Στη βάση αυτή, το διαμέρισμα περιέρχεται κατά το 1/4 στη Σ2 και κατά τα 3/4 στον Γ. Η Σ2 λαμβάνει επίσης και το εξαίρετο (οικοσκευή κτλ.). Η Σ2 μπορεί να αξιώσει κατά τη διανομή της κληρονομίας να επιδικασθεί σε εκείνη το διαμέρισμα, οπότε και θα πρέπει να αποδώσει στον Γ το μέρος της αξίας του διαμερίσματος που υπερβαίνει την αξία της κληρονομικής της μερίδας. Συνεπώς, η Σ2 μόνο αν έχει ρευστότητα θα μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, προκειμένου να συνεχίσει να ζει στο διαμέρισμα αυτό.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Εφόσον υπάρχει ένα μόνο τέκνο του Κ, στη Σ2 περιέρχεται το 1/3 της κληρονομίας και στον Γ τα υπόλοιπα 2/3. Η Σ2 έχει, όπως και κατά το ισχύον δίκαιο, το δικαίωμα να ζητήσει να της επιδικαστεί η οικογενειακή στέγη (νέες ΑΚ 1808, 1810, 1885). Εναλλακτικά μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο, αντί του κληρονομικού της μεριδίου, να λάβει την επικαρπία του διαμερίσματος, δηλαδή να έχει το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσής του, όσο ζει.
Παραλλαγή: Οι Κ και Σ2 βρίσκονται σε διάσταση εδώ και 10 χρόνια. Πλέον δεν έχουν καμία επαφή, αλλά κανείς από τους δύο δεν έχει κινήσει τη διαδικασία διαζυγίου. Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Η λύση είναι ίδια με την παραπάνω, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ΑΚ 1822, προκειμένου η Σ2 να αποκλεισθεί από την κληρονομική διαδοχή του Κ.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο (νέες ΑΚ 1812, 1808): Η Σ2 αποκλείεται από την κληρονομική διαδοχή του Κ, αφού οι Κ και Σ2 βρίσκονταν σε υπερδιετή διάσταση. Μοναδικός κληρονόμος του Κ είναι ο γιος του ο Γ.
- Ο Κ, 30 ετών, σκοτώθηκε σε τροχαίο χωρίς να έχει σύζυγο ή παιδιά και χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη. Όσο ζούσε, η μητέρα του η Μ του είχε μεταβιβάσει με γονική παροχή τρία διαμερίσματα, τα οποία είναι και τα σημαντικότερα στοιχεία της κληρονομίας. Κατά τον χρόνο του θανάτου του Κ, πέρα από τη Μ ζει και ο πατέρας του Π. Οι Μ και Π είχαν χωρίσει όταν ο Κ ήταν παιδί. Πώς κληρονομείται ο Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Κληρονόμοι του Κ είναι οι γονείς του Π και Μ. Σε καθέναν από αυτούς περιέρχεται το 1/2 σε κάθε επί μέρους στοιχείο της κληρονομίας, συμπεριλαμβανομένων των διαμερισμάτων που είχε μεταβιβάσει η Μ στον Κ με γονική παροχή (ΑΚ 1815, 1884).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Εντός 4 μηνών από την παρέλευση της προβλεπόμενης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας, η Μ μπορεί να αξιώσει από τον Π την απόδοση του ποσοστού του στα διαμερίσματα που είχε μεταβιβάσει τον Κ λόγω γονικής παροχής (νέες ΑΚ 1809, 1816 παρ. 2).
- Ο Κ είναι ιδιοκτήτης ξενοδοχειακής μονάδας, που λειτουργεί ως ατομική επιχείρηση. Ο Κ έχει δύο παιδιά, τον Α, από τον γάμο του με την Σ1, και τον Β, από τη δεύτερη σύζυγό του, τη Σ2. Ο Α από μικρή ηλικία ενδιαφέρεται πολύ για την επιχείρηση και αποφασίζει να ακολουθήσει σπουδές που θα τον βοηθήσουν να την εξελίξει, ενώ ο Β έχει διαφορετική επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο Κ επιθυμεί να ασχολείται με την επιχείρηση όσο ζει και για τον λόγο αυτόν δεν τη μεταβιβάζει στον Α. Άλλωστε φοβάται ότι μια τέτοια μεταβίβαση μπορεί να δυσαρεστούσε τη Σ2, η οποία επίσης απασχολείται στην επιχείρηση. Παράλληλα, ο Α διστάζει να επενδύσει στην επιχείρηση του πατέρα του, γιατί δεν είναι σίγουρος αν τελικά αυτή θα περιέλθει στον ίδιο. Τι μπορεί να κάνει ο Κ για να εξασφαλίσει ότι, μετά τον θάνατό του, ο Α θα συνεχίσει την επιχείρησή του;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Εφόσον ο Κ δεν επιθυμεί να μεταβιβάσει την επιχείρηση τον Α όσο ζει, θα μπορούσε με διαθήκη να καταλίπει την επιχείρηση στον Α. Ωστόσο, η διαθήκη είναι ελεύθερα ανακλητή και, για τον λόγο αυτόν, ο Α δεν μπορεί να έχει καμία εξασφάλιση ότι τελικά η επιχείρηση θα περιέλθει σε αυτόν. Τυχόν συμφωνία των Α και Κ ότι ο Κ δεσμεύεται να καταλίπει στον Α την επιχείρηση με διαθήκη θα ήταν άκυρη κατά την ΑΚ 368. Περαιτέρω, αν κατά τον χρόνο θανάτου του Κ δεν υπάρχουν στην κληρονομία άλλα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, οι Β και Σ θα αποκτήσουν ως μεριδούχοι (ΑΚ 1825) μερίδιο στην επιχείρηση. Τυχόν εκ των προτέρων συμφωνία με τον Κ ότι οι Β και Σ παραιτούνται από τη νόμιμη μοίρα τους θα ήταν άκυρη (ΑΚ 368). Έτσι, η επιχείρηση θα περιέλθει σε περισσότερα πρόσωπα και τυχόν έριδες μεταξύ τους, που δεν είναι απίθανες σε συναφείς περιπτώσεις, μπορούν να οδηγήσουν μέχρι και στη διάλυση της επιχείρησης. Η δυνατότητα κατά την ΚΠολΔ 483 επιδίκασης της επιχείρησης σε έναν κληρονόμο προϋποθέτει τη ρευστότητα αυτού, αφού θα πρέπει να αποδώσει στους λοιπούς την αξία του μεριδίου τους, που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Επισημαίνεται ότι, λόγω της ανασφάλειας που συνεπάγεται η διαθήκη, τελικά ο Κ μπορεί να εξωθηθεί στο να προβεί στη μεταβίβαση της επιχείρησής του όσο ακόμα αυτός ζει, ενδεχομένως διατηρώντας επικαρπία ή υπό την προθεσμία του θανάτου του. Ωστόσο, συναφείς λύσεις, πέραν του ότι εν τέλει δεσμεύουν τον Κ περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε, δυσχεραίνουν την εκμετάλλευση της περιουσίας.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ο Κ μπορεί να καταρτίσει με τον Α κληρονομική σύμβαση αιτία θανάτου (νέες ΑΚ 1798 επ.), με την οποία του καταλείπει την επιχείρηση. Η ρύθμιση αυτή είναι δεσμευτική, με την έννοια ότι ο Κ δεν μπορεί να την ανακαλέσει μεταγενέστερα μονομερώς, παρά μόνο υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις. Ο Κ, όσο ζει, δεν εμποδίζεται στην εκμετάλλευση της επιχείρησης όπως εκείνος το επιθυμεί. Ταυτόχρονα, ή και μεταγενέστερα, όταν ο Κ έχει ρευστότητα, ο Κ μπορεί, κατά τα νέες ΑΚ 1838 επ., να συνάψει σύμβαση και με τους Β και Σ, με την οποία καθένας από αυτούς παραιτείται εκ των προτέρων από την αξίωσή του στη νόμιμη μοίρα, έναντι ανταλλάγματος (λ.χ. στη Σ ο Κ μεταβιβάζει ένα διαμέρισμα και στον Β ο Κ διαθέτει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που του είναι απαραίτητο στο ξεκίνημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας). Σε κάθε περίπτωση, ο Κ μπορεί με διαθήκη να καταλίπει περαιτέρω περιουσιακά στοιχεία στους Β και Σ, εφόσον το επιθυμεί. Επισημαίνεται ότι η παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα είναι πρακτικά σημαντική και μετά τη μετατροπή της νόμιμης μοίρας κατά το προτεινόμενο σχέδιο σε ενοχική αξίωση, αφού για την ικανοποίησή της προϋποτίθεται ρευστότητα του κληρονόμου, που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Η πρακτική σημασία των ανωτέρω κληρονομικών συμβάσεων ιδίως στη διαδοχή επιχειρήσεων έχει αναδειχθεί σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Ελβετία), στις οποίες παραδοσιακά αναγνωρίζονται οι εν λόγω συμβάσεις. Οι δικαιολογητικοί λόγοι για τους οποίους είχε προκριθεί η απαγόρευσή τους στην Ελλάδα δεν ικανοποιούν τη σύγχρονη εποχή.
- Ο ηλικιωμένος Κ, χήρος και άτεκνος, έχει στην κυριότητά του ένα διαμέρισμα στο οποίο μένει, αλλά στερείται ρευστότητας. Ο Κ υποσχέθηκε στη γειτόνισσά του τη Γ, ότι, αν εκείνη τον φροντίζει μέχρι τον θάνατό του, θα της αφήσει το διαμέρισμά του, που αποτελεί και το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό του στοιχείο. Ο Κ έχει δύο ανιψιές, τις Α και Β, κόρες της προαποβιώσασας αδελφής του, οι οποίες ζουν σε διαφορετική πόλη. Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί ότι το διαμέρισμα θα περιέλθει πράγματι στη Γ μετά τον θάνατο του Κ;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Τυχόν σύμβαση μεταξύ Κ και Γ, με την οποία ο Κ εγκαθιστά τη Γ κληρονόμο του ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να συντάξει διαθήκη με αυτό το περιεχόμενο, είναι άκυρη (ΑΚ 368). Αν ο Κ δεν συντάξει διαθήκη με την οποία καταλείπει το διαμέρισμα τη Γ, αυτό θα περιέλθει στις ανιψιές του, Α και Β (ΑΚ 1814), ενώ στη Γ δεν θα περιέλθει τίποτα. Αλλά ακόμα και αν συντάξει διαθήκη, αυτή μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από τον Κ. Εν τέλει, ο Κ θα εξωθηθεί στην κατάρτιση σύμβασης εν ζωή (λ.χ. μεταβίβαση στη Γ της ψιλής κυριότητας του διαμερίσματος). Ωστόσο, αν η Γ τελικά δεν φροντίζει τον Κ δημιουργούνται σύνθετα ζητήματα, η αντιμετώπιση των οποίων εμφανίζει σημαντικές δυσχέρειες.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Οι Κ και Γ μπορούν να καταρτίσουν κληρονομική σύμβαση αιτία θανάτου με την οποία ο Κ εγκαθιστά τη Γ κληρονόμο του, καταλείποντάς της το διαμέρισμα, και η Γ αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον φροντίζει (νέες ΑΚ 1798 επ.). Ο Κ δεν μπορεί με διαθήκη να ορίσει ότι το διαμέρισμα θα περιέλθει σε άλλο πρόσωπο, παρά μόνο, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στον νόμο προϋποθέσεις, να αποδεσμευθεί από τη σύμβαση.
Σημειώνεται ότι, ακόμα και αν ο Κ δεν καταρτίσει κληρονομική σύμβαση με τη Γ με την οποία την εγκαθιστά κληρονόμο, συνιστάται κατά την ΑΚ 1819 υπέρ της Γ κληροδοσία εκ του νόμου, με αντικείμενο χρηματική αξίωση, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται στη βάση ανάλογη του είδους, της διάρκειας και της έκτασης των αναγκών του Κ που κάλυψε η Γ.
- Οι Α και Β είναι σύζυγοι και έχουν έναν γιο, τον Γ. Επιθυμούν όταν ο ένας από αυτούς πεθάνει να τον κληρονομήσει ο επιζών σύζυγος και μετά τον θάνατο του τελευταίου εξ αυτών η κληρονομία στο σύνολό της θα περιέλθει στον Γ. Τι μπορούν να πράξουν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Η μοναδική δυνατότητα των Α και Β είναι να συντάξουν ο καθένας χωριστά διαθήκη με το παραπάνω περιεχόμενο, αφού η συνδιαθήκη απαγορεύεται κατά την ΑΚ 1717 και οι κληρονομικές συμβάσεις κατά την ΑΚ 368. Ωστόσο, με τη διαθήκη δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των Α και Β. Συγκεκριμένα, ανακύπτουν τα εξής προβλήματα:
α) Η διαθήκη καθενός από τους Α και Β είναι ελεύθερα ανακλητή ανά πάσα στιγμή. Έτσι, ακόμα και αν αρχικά συντάξει καθένας από τους Α και Β διαθήκη σύμφωνα με το οικογενειακό τους πλάνο, δεν παρέχεται καμία εξασφάλιση ότι όντως η κληρονομική διαδοχή θα διαμορφωθεί τελικά με τον τρόπο αυτόν. Ο σύζυγος που αποβίωσε δεύτερος είναι σε ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση (και από πλευράς κληρονομικού δικαίου), αφού μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή διαφορετικά σχετικά με τη διάθεση της περιουσίας του (στην οποία πλέον θα περιλαμβάνονται και όσα κληρονόμησε από τον πρώτο αποβιώσαντα σύζυγο).
β) Το να εγκαταστήσει ο κάθε σύζυγος με διαθήκη τον άλλο σύζυγο κληρονόμο και τον γιο καταπιστευματοδόχο προσβάλει τη νόμιμη μοίρα τόσο του επιζώντος συζύγου όσο και του γιου και, άρα, ως προς τη νόμιμη μοίρα το καταπίστευμα δεν θα ισχύσει (ΑΚ 1829). Κατά τη νομολογία με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται περιπτώσεις στις οποίες η επικαρπία καταλείπεται στον σύζυγο και η ψιλή κυριότητα στο παιδί.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Οι Α και Β μπορούν να καταρτίζουν κληρονομική σύμβαση αιτία θανάτου, με την οποία ο ένας εγκαθιστά κληρονόμο τον άλλο και να προβλέψουν ότι μετά τον θάνατο του τελευταίου εξ αυτών η κληρονομία στο σύνολό της θα περιέλθει στον Γ (νέες 1798 επ.). Η σύμβαση αυτή αναπτύσσει δεσμευτικότητα και, συνεπώς, δεν μπορεί κάθε σύζυγος να προβεί σε διαφορετική διάθεση αιτία θανάτου της περιουσίας του με διαθήκη. Δεν εμποδίζεται, όμως, να διαθέτει εν ζωή την περιουσία του όπως επιθυμεί.
Ο Γ θα είναι μοναδικός κληρονόμος του δεύτερου αποβιώσαντος. Από την κληρονομία του πρώτου αποβιώσαντος θα έχει αξίωση για τη νόμιμη μοίρα. Ωστόσο, και αυτό μπορεί να ρυθμιστεί συμβατικά, με την κατάρτιση σύμβασης εκ των προτέρων παραίτησης από τα κληρονομικά δικαιώματα (ΑΚ 1838 επ.), δηλαδή σύμβασης με καθέναν από τους Α και Β με την οποία ο Γ θα παραιτείται από τη νόμιμη μοίρα του στην κληρονομία του αντισυμβαλλομένου του.
- Ο Κ ο οποίος έχει ήδη δύο γιους, τους Α και Β, παντρεύεται σε προχωρημένη ηλικία τη Σ, η οποία είχε επίσης από τον προηγούμενο γάμο της μία κόρη, τη Γ. Οι Κ και Σ επιθυμούν η περιουσία καθενός από αυτούς να περιέλθει δικά του παιδιά και μόνο. Τι μπορούν να πράξουν για να υλοποιήσουν την επιθυμία τους;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Η Σ δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί πλήρως από την κληρονομική διαδοχή του Κ, αφού θα ήταν μεριδούχος (ΑΚ 1825). Μόνο στην περίπτωση που οι Κ και Σ κατάρτιζαν σύμφωνο συμβίωσης θα μπορούσε η Σ να παραιτηθεί από τη νόμιμη μοίρα της στην κληρονομική διαδοχή του Κ (άρθρο 8 παρ. 2 ν. 4356/2015). Το ίδιο ισχύει και για τον Κ, ως προς την κληρονομική διαδοχή της Σ, αν η Σ προαποβιώσει.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Με σύμβαση μεταξύ των Κ και Σ μπορεί καθένας να παραιτηθεί, όχι μόνο από τη νόμιμη μοίρα, αλλά γενικά από τα δικαιώματά του στην κληρονομία του άλλου συζύγου (νέες 1838 επ.). Εφόσον η παραίτηση αναφέρεται στο κληρονομικό δικαίωμα στο σύνολό του, τότε ο επιζών σύζυγος δεν θα καλείται ως κληρονόμος στην εξ αδιαθέτου διαδοχή του προαποβιώσαντος. Σε κάθε περίπτωση, κάθε σύζυγος με (μεταγενέστερη) διαθήκη μπορεί να τιμήσει τον άλλο σύζυγο, και έτσι να περιέλθουν σε αυτόν στοιχεία από την κληρονομία, ακόμα και αν είχε καταρτίσει σύμβαση παραίτησης με τον κληρονομούμενο.
- Ο Κ έχει δύο παιδιά, τον Α και τη Β. Ο Α έχει να του μιλήσει πάνω από μια δεκαετία και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για εκείνον, ενώ κατά καιρούς τον έχει εξυβρίσει, παρότι του έχει δωρίσει σημαντικά χρηματικά ποσά. Μπορεί ο Κ να τον αποκληρώσει με τη διαθήκη του, ώστε να μην λάβει ούτε τη νόμιμη μοίρα του;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Οι λόγοι αποκλήρωσης εν στενή εννοία, δηλαδή οι λόγοι που δικαιολογούν τη στέρηση της νόμιμης μοίρας, αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο (ΑΚ 1839). Δεν ανάγονται σε λόγους αποκλήρωσης η μακροχρόνια αδιαφορία ή η αγνωμοσύνη του παιδιού προς τον γονέα του. Συνεπώς, ο Κ δεν επιτρέπεται να αποκληρώσει ολικά τον Α, ο οποίος δικαιούται τη νόμιμη μοίρα του.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, που εκδηλώνει αχαριστία, περιφρόνηση και αδιαφορία για τον κληρονομούμενο, δικαιολογεί την αποκλήρωση του παιδιού από τον γονέα του κατά τη νέα ΑΚ 1833.
- Ο Κ αποβίωσε και κληρονομήθηκε από τα τέσσερα εγγόνια του, Α, Β, Γ και Δ. Το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο ήταν μια παλαιά μονοκατοικία, η οποία χρήζει σημαντικές δαπάνες συντήρησης. Οι Β, Γ και Δ δεν ενδιαφέρονται για αυτό το ακίνητο, το οποίο ο Α θα ήθελε να το ανακαινίσει και να το εκμεταλλευτεί είτε ανακαινίζοντας και εκμισθώνοντάς το κατοικώντας σε αυτό. Τι μπορεί να κάνει;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Σύμφωνα με την ΑΚ 1887, κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή της κληρονομίας, εφόσον οι συγκληρονόμοι του δεν συναινούν στην εκούσια διανομή. Αν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, όπως λ.χ. συμβαίνει σε μια μονοκατοικία, το δικαστήριο διατάσσει την πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό (ΚΠολΔ 483), με αποτέλεσμα το ακίνητο να περιέλθει στον υπερθεματιστή, ο οποίος θα καταβάλει στους συγκληρονόμους τίμημα, το οποίο ενδέχεται να είναι χαμηλότερο της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Το τίμημα θα μοιραστούν οι συγκληρονόμοι Α, Β, Γ και Δ ανάλογα με τις κληρονομικές τους μερίδες.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Με τη νέα ΑΚ 1883, αν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, ο συγκληρονόμος που ζητά με αγωγή τη διανομή μπορεί να ζητήσει να του επιδικασθεί ολόκληρο το κληρονομιαίο ακίνητο έναντι τιμήματος ίσου με την εμπορική του αξία. Το δικαστήριο, ακόμα και αν του υποβληθεί σχετικό αίτημα, δεν υποχρεούται να διατάξει την επιδίκαση, αλλά, κατά την εύλογη κρίση του μπορεί να την προτιμήσει έναντι της διανομής με πώληση δια πλειστηριασμού όταν λ.χ. εκτιμά ότι σε έναν ενδεχόμενο πλειστηριασμό δεν θα βρεθεί πλειοδότης που θα προσφέρει τίμημα ίσο της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
- Ο Α καταδικάστηκε σε φυλάκιση επειδή απέσπασε παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά από τον πατέρα του Κ, ο οποίος εν τω μεταξύ αποβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη. Δικαιούται ο Α να λάβει μερίδιο από την κληρονομία του;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ναι, γιατί, σύμφωνα με την ΑΚ 1860, στους περιοριστικά αναφερόμενους στον νόμο λόγους κληρονομικής αναξιότητας δεν περιλαμβάνεται η εκ μέρους του κληρονόμου τέλεση κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος, πλην της ανθρωποκτονίας ή της απόπειράς της ή της ψευδούς καταμήνυσης σε βάρος του διαθέτη. Επομένως, η ποινική καταδίκη του κληρονόμου λόγω (κακουργηματικής ή πλημμεληματικής) υπεξαίρεσης δεν στοιχειοθετεί λόγο κήρυξής του ως ανάξιου κληρονόμου.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Καταρχήν ναι. Ωστόσο, ο κληρονόμος που διέπραξε κάποιο κακούργημα ή σοβαρό πλημμέλημα οικονομικής φύσης κατά του κληρονομουμένου κηρύσσεται από το δικαστήριο ανάξιος να κληρονομήσει, κατόπιν ασκήσεως αγωγής άλλου κληρονόμου (νέα ΑΚ 1858).
- Λίγους μήνες μετά τον θάνατο της Κ, ο σύζυγός της Σ καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης επειδή αποδείχθηκε ότι τη βίασε. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Κ πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη δικαιούται ο Κ μερίδιο από την κληρονομία της;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ναι, στους περιοριστικά αναφερόμενους στην ΑΚ 1860 λόγους κήρυξης της κληρονομικής αναξιότητας δεν περιλαμβάνεται ο βιασμός του κληρονομουμένου από τον κληρονόμο.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Κατά τη νέα ΑΚ 1857, η τελεσίδικη ποινική καταδίκη του κληρονόμου για κακούργημα κατά της ζωής, της υγείας ή της γενετήσιας ελευθερίας του κληρονομουμένου συνεπάγεται αυτοδίκαιη κληρονομική ανικανότητα, που σημαίνει ότι ο κληρονόμος ουδέποτε απέκτησε την κληρονομία.
- Ο Κ έχει μοναδική κληρονόμο του την νεαρή φοιτήτρια κόρη του Δ. Επιθυμώντας να τη διασφαλίσει, ώστε αυτή να επωφεληθεί από τη μεγάλη περιουσία του (επιχειρήσεις ακίνητα κλπ.) και να τη διαφυλάξει από ενδεχόμενες λανθασμένες αποφάσεις, συνέταξε διαθήκη, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο του τη Δ και όρισε εκτελεστή της διαθήκης του τον έμπιστο λογιστή του Ε προκειμένου να διαχειρίζεται την περιουσία που θα περιέλθει στη Δ εωσότου αυτή συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας της. Είναι νόμιμος ο όρος της διαθήκης περί ορισμού του Ε ως εκτελεστή διαθήκης με αμιγώς διαχειριστικές εξουσίες;
Α ζήτημα
Κατά το ισχύον δίκαιο: Αμφισβητείται, αν μπορεί να ορισθεί εκτελεστής διαθήκης με αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση της περιερχόμενης στον κληρονόμο περιουσίας, με την κρατούσα άποψη σε θεωρία και νομολογία να απαντά στο ερώτημα αυτό αρνητικά (ΑΚ 2020). Εφόσον, υιοθετηθεί η κρατούσα γνώμη, ο όρος της διαθήκης του Κ είναι άκυρος.
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Επιτρέπεται ρητά ο ορισμός εκτελεστή διαθήκης-διαχειριστή, με αμιγώς διαχειριστικές εξουσίες, ανεξάρτητα δηλαδή από την ύπαρξη στη διαθήκη διατάξεων προς εκτέλεση (νέα ΑΚ 1987).
Β ζήτημα
Κατά το ισχύον δίκαιο: Ο ορισμός εκτελεστή διαθήκης θεωρείται περιορισμός της νόμιμης μοίρας, την οποία ο μεριδούχος λαμβάνει ελεύθερη από τον εκτελεστή διαθήκης (ΑΚ 1829). Η εξουσία του εκτελεστή διαθήκης θα περιορισθεί στο πέραν της νόμιμης μοίρας ποσοστό της κληρονομίας (στο παράδειγμα η περιουσία θα διασπασθεί και τη μισή θα την διαχειρίζεται ελεύθερα η Δ, ενώ την άλλη μισή θα διαχειρίζεται ο εκτελεστής διαθήκης).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Η Δ μπορεί είτε να δεχθεί τον περιορισμό του εκτελεστή διαθήκης σε ολόκληρη την κληρονομία είτε να διεκδικήσει τη νόμιμη μοίρα της (ενοχική, χρηματική αξίωση για την αξία της μισής περιουσίας, κατά τη νέα ΑΚ 1825)
- Ο Κ με τη διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμο του τον ανιψιό του Α, ο οποίος πάσχει από βαριά διανοητική διαταραχή και τελεί υπό την πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση του Δ, σε ένα προσοδοφόρο ακίνητο και όρισε εκτελεστή διαθήκης προς διαχείριση του ακινήτου τον φίλο του Ε. Στη διαθήκη του ο Κ δήλωσε ότι απαλλάσσει τον Ε από οποιαδήποτε διατύπωση ως προς τη διαχείριση της κληρονομίας του ακινήτου που περιέρχεται στον Α. Είναι έγκυρη η διάταξη της διαθήκης περί απαλλαγής του Ε από κάθε διατύπωση;
Κατά το ισχύον δίκαιο: Είναι έγκυρη η απαλλαγή του Ε από οποιονδήποτε περιορισμό (ΑΚ 2022).
Κατά το προτεινόμενο σχέδιο: Ειδικά για την περίπτωση των επιτροπευόμενων ανηλίκων και των τελούντων υπό δικαστική συμπαράσταση και για την προστασία αυτών, η διαχείριση της κληρονομίας θα ανήκει καταρχήν στον επίτροπο ή τον δικαστικό συμπαραστάτη. Αν, όμως, κατά τη βούληση του διαθέτη, τη διαχείριση της κληρονομίας πρέπει να αναλάβει ο εκτελεστής της διαθήκης, αυτός υπόκειται τις διατυπώσεις που έχει ο επίτροπος ή ο δικαστικός συμπαραστάτης κατά τη διοίκηση της περιουσίας του επιτροπευόμενου ή συμπαρατατούμενου (δικαστική απόφαση κλπ.), ενώ ο διαθέτης δεν μπορεί να τον απαλλάξει από αυτές. Συνεπώς, ο όρος της διαθήκης του Κ περί απαλλαγής του Ε δεν είναι έγκυρος.
En