Του Νίκου Σίμου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Με εξαίρεση την περίπτωση του Αντώνη Σαμαρά, που δεν παραιτήθηκε αμέσως μετά την εκλογική ήττα του Ιανουαρίου, όλοι οι διατελέσαντες αρχηγοί της Νέας Δημοκρατίας παραιτούνταν μετά την ήττα του κόμματος επί της θητείας τους. Τώρα, η Ν.Δ., έπειτα από την παραίτηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ξαναμπαίνει στον κύκλο των εσωκομματικών εκλογών για την νανάδειξη έου αρχηγού. Μια διαδικασία που προκλήθηκε από την αντίδραση του τελευταίου στην εν σπουδή κριτική που του έγινε από δελφίνους και όχι για την ήττα αυτήν καθ’ εαυτή, διότι: (α) το χρονικό διάστημα που είχε στη διάθεσή του για εκλογική προετοιμασία ήταν μικρό μετά τον αιφνιδιασμό του Αλ. Τσίπρα, (β) η Ν.Δ. αύξησε τα ποσοστά της, έστω και οριακά, σε σχέση με το αποτέλεσμα του Ιανουαρίου, (γ) με βάση τα δημοσκοπικά ποσοστά που της δίδονταν, μόλις προκηρύχθηκαν οι εκλογές η συσπείρωση που επιτεύχθηκε και το τελικό αποτέλεσμα που έφερε ήταν εντυπωσιακά.

Ενα από τα αξιοσημείωτα στοιχεία των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου ήταν η μεγάλη αποχή. Ομως, αποχή είχε σημειωθεί και το 2009, όταν η Ν.Δ. έχασε την εξουσία. Αποχή και των δικών της οπαδών. Η άρνηση των οπαδών ενός κόμματος να ψηφίσουν μπορεί να αποδοθεί στην αποδοκιμασία αυτού από τον βασικό πυρήνα του, εν προκειμένω από τους συντηρητικούς, τους αποκαλούμενους και δεξιούς. Με άλλα λόγια, η οργή των δεξιών που εκδηλωνόταν, κατά καιρούς, για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονταν το κόμμα και οι αρχηγοί του, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, εκδηλώθηκε διά της αποχής και τώρα. Μια συσσωρευμένη με τα χρόνια οργή -με μικρά διαλείμματα- η οποία προκλήθηκε εξαιτίας αλλεπάλληλων λαθών που έγιναν και παραλείψεων που διαπιστώθηκαν.

Στο ερώτημα αν ήταν αναπόφευκτη, διαχρονικά, αυτή η αρνητική εξέλιξη για τη συντηρητική παράταξη, που έφερνε συνεχείς αλλαγές αρχηγών, αλλά και συρρίκνωση των ποσοστών της έως και στο 18%, η απάντηση είναι καταφατική. Κι αυτό διότι κανένας μέσα σε αυτήν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το, κατά τα άλλα, προσωποπαγές κόμμα που έφτιαξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άρχισε να αλλοιώνεται από τη στιγμή που το εγκατέλειψε ο ιδρυτής και ιδεολογικός εμπνευστής της συγκρότησής του. Αυτό που θα έπρεπε, λογικά, να έχει συμβεί το 1980 ή το 1981, μετά τη συντριπτική νίκη του ΠΑΣΟΚ, απλώς καθυστέρησε αρκετά χρόνια.

Από μία άποψη, ήταν μάλλον λογικό το γεγονός ότι τα ιστορικά στελέχη της παράταξης αυτής δεν κατόρθωσαν να συνειδητοποιήσουν ευθύς εξαρχής αυτή τη φθοροποιό εξέλιξη. Πρώτον, διότι ήταν αδήριτη ανάγκη να παραμείνει συμπαγές το κόμμα μετά την αποχώρηση από την ενεργό πολιτική του ιδρυτού του. Δεύτερον, διότι τη διάλυση του κόμματος που ίδρυσε δεν την επιθυμούσε, όσο βρισκόταν εν ζωή τουλάχιστον, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και, τρίτον, γιατί ο κάθε ένας από τους πολλούς δελφίνους που τον διαδέχτηκαν πίστευε ότι θα κατόρθωνε να κληρονομήσει την παράταξη που είχε εγκαταλείψει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής! Για διαφορετικούς λόγους έκαστος.

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ως ο αυθεντικός απομένων εκπρόσωπος της συντηρητικής παράταξης, καίτοι προήρχετο από το Κέντρο -πολιτική καταγωγή που ενδεχομένως να λειτούργησε στο υποσυνείδητο των στελεχών του κόμματος και να συνέβαλε στην ήττα του στις εσωκομματικές κάλπες που ακολούθησαν την εκλογική ήττα του 1981.

Ο Κώστας Μητσοτάκης διότι του δινόταν η μοναδική ευκαιρία να κληρονομήσει ένα μεγάλο κόμμα και πίστευε ότι θα διαχειριζόταν καλύτερα την τύχη του.

Και ο μακαρίτης ο Μιλτιάδης Εβερτ, ως αυθεντικός εκπρόσωπος του καραμανλισμού.

Οι αιτιολογίες αυτές βεβαίως δεν απέτρεπαν τη σταδιακή φθορά, την οποία άλλωστε προκαλούσαν και οι αλλεπάλληλες ήττες. Απλώς, για τη συνεκτικότητά του το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας είχε ως «συγκολλητική ουσία» το ιδεολόγημα του καραμανλισμού και το επί σειράν ετών ενεργό πολιτικό φάντασμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Γι’ αυτό άλλωστε, το 1997, όταν προέκυψε η ανάγκη ενός νέου ξεκινήματος της αγκομαχούσας παράταξης, επελέγη ένας άλλος Καραμανλής, ο Κώστας Καραμανλής, για να τη συνεφέρει. Αν και νέος, είχε τα προσόντα, αλλά και το όνομα που χρειαζόταν και που από το 1981, όταν η Δεξιά βρέθηκε στο περιθώριο, εξακολουθούσε να στοιχειώνει την παράταξη.

Μπρα-ντε-φερ με έντονο κομματικό παρασκήνιο

Η μεταπήδηση του Κων. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας και η ουδετερότητα που τήρησε στις διαδικασίες για τον διάδοχό του​

Ιδρυθείσα το 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία ήταν η συνέχεια ουσιαστικώς της προδικτατορικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ). Ο Κ. Καραμανλής, μετά την πλήρη αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα, την κύρωση ενός νέου Συντάγματος και την υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και να μεταπηδήσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Ετσι, στις 8 Μαΐου 1980 συνήλθε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος και εξέλεξε αρχηγό της Ν.Δ., ο οποίος ανέλαβε συγχρόνως την πρωθυπουργία της χώρας, τον μέχρι τότε υπουργό Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή, Γεώργιο Ράλλη. Για το τυπικό της υποβολής των υποψηφιοτήτων, αποφασίστηκε όπως οι υποψήφιοι προταθούν από πέντε βουλευτές, οι οποίοι μάλιστα δεν ήταν ιδιαιτέρως προβεβλημένοι, για να μην υπάρχει φόβος είτε να εκτεθούν είτε να προκληθούν παρεξηγήσεις. Τον Γεώργιο Ράλλη πρότειναν οι βουλευτές Ι. Κοντοβράκης, Θ. Κονίτσας, Ε. Ελευθεριάδης, Δ. Γρίβας και Ζ. Παπαλαζάρου. Τον Ευάγγελο Αβέρωφ πρότειναν οι βουλευτές Α. Κονταξής, Κ. Μαυρίδης, Α. Ταχυρίδης, Φ. Πιτούλης και Χ. Ιωάννου.

Στην πρωτόγνωρη αυτή μάχη στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, ο Γεώργιος Ράλλης πέτυχε οριακή νίκη, λαμβάνοντας 88 ψήφους έναντι 84 του υπουργού Αμύνης, Ευάγγελου Αβέρωφ.

“Μιλτιάδη, δεν θέλω ασπασμούς”

Απο τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά στην ιστορία της Ν.Δ. μετά από εσωκομματικές εκλογές είναι αυτό μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Μ. Εβερτ το 1993. Ο νεοεκλεγείς αρχηγός έγινε δεκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ιδρυτή της Ν.Δ. Μετά την είσοδό του στο Προεδρικό Μέγαρο, έσκυψε και ασπάστηκε το χέρι του Καραμανλή, ο οποίος, ενοχλημένος, του έκανε την παρατήρηση ότι «δεν θέλει ασπασμούς».

Ο Μιλτιάδης Εβερτ παρέμεινε στη θέση του αρχηγού μέχρι το 1997, οπότε και επί της δικής του προεδρίας η Ν.Δ. έχασε τις εκλογές του 1996. Το γεγονός ότι σε αυτή την αναμέτρηση η Ν.Δ. έχασε συγκεντρώνοντας ποσοστό κατά μία και πλέον ποσοστιαία μονάδα μικρότερο έναντι αυτού που είχε λάβει στις εκλογές του 1993 αποτελούσε την απόδειξη τριών στοιχείων: Πρώτον, ότι η Ν.Δ. ούτε με αρχηγό τον Μιλτιάδη Εβερτ κατόρθωσε να βρει τον βηματισμό της και να πείσει τους πολίτες για την ικανότητά της να κυβερνήσει αποτελεσματικά τον τόπο. Δεύτερον, ότι το εκλογικό σώμα εξακολουθούσε να θεωρεί ανεπιτυχή τη διακυβέρνηση της χώρας κατά την περίοδο 1990-1993. Και, τρίτον, ότι έναντι του τότε αρχηγού της Ν.Δ. και επίδοξου πρωθυπουργού ο λαός είχε αξιολογήσει ως καταλληλότερο για την πρωθυπουργία τον Κ. Σημίτη, ο οποίος είχε ήδη αντικαταστήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου.

ΕΚΛΟΓΕΣ 1980

«Κατηγορώ» Τζιτζικώστα κατά του Σαμαρά

Το αποτέλεσμα στις εσωκομματικές εκλογές του 1980, όπου επικράτησε ο Γ. Ράλλης, έκανε τον Ευ. Αβέρωφ και το περιβάλλον του να κατηγορούν συνεχώς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ότι αιτία ήταν δική του παρέμβαση, μέσω του αδελφού του, Αχιλλέα. Ο Π. Μολυβιάτης, χρόνια μετά, αποκάλυψε στον Γιάννη Βαρβιτσιώτη -όπως ο ίδιος το περιγράφει στο βιβλίο του- ότι ο Κ. Καραμανλής είχε καλέσει τους τρεις ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, τον αδελφό του, Αχιλλέα, τον Τάκη Λαμπρία και τον ίδιο τον Π. Μολυβιάτη, και τους είχε ανακοινώσει ότι κατά την εκλογή θα τηρούσε απολύτως ουδέτερη στάση. «Το ίδιο -τους είπε- επιθυμώ να πράξετε και εσείς. Διότι οποιαδήποτε εκ μέρους σας ενέργεια είναι βέβαιο ότι θα εκληφθεί ότι με εκφράζει». Ορισμένοι υποστήριζαν την εποχή εκείνη ότι ο Ευ. Αβέρωφ έχασε επειδή ο Γιώργος Τζιτζικώστας, πατέρας του Απόστολου, σημερινού περιφερειάρχη Κ. Μακεδονίας και ενδιαφερόμενου για την ηγεσία της Ν.Δ., και ο Αντώνης Σαμαράς δημιούργησαν αντισυσπειρώσεις, καθώς ήσαν φορτικοί στην προσπάθειά τους να πείσουν τους βουλευτές να ψηφίσουν τον Αβέρωφ. Αυτό προκάλεσε όξυνση και στο αβερωφικό στρατόπεδο, καθώς ο Γ. Τζιτζικώστας κατηγόρησε τον Αντ. Σαμαρά ότι, για να δελεάσει τους βουλευτές, μοίρασε περισσότερα υπουργεία από όσα στην πραγματικότητα υπήρχαν, με αποτέλεσμα αυτοί να θεωρήσουν ότι τους δούλευε! Παλιά μου τέχνη κόσκινο για τον Αντωνάκη!

Ο Αντ. Σαμαράς μάλιστα άρχισε να βρίζει (από τότε) τους Καραμανλήδες και τους καραμανλικούς για το αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή ο Αχιλλέας Καραμανλής, όταν συνάντησε τον Αντ. Σαμαρά στον διάδρομο της Βουλής, του είπε έξαλλος μπροστά σε τρίτους: «Ελα εδώ εσύ, που βρίζεις τον Καραμανλή και τον λες κουφό, αυτόν που σε έβαλε στην πολιτική!». Ο Αντ. Σαμαράς, όπως πάντα, «έκανε την πάπια» και ο Αχιλλέας τού απάντησε με τρόπο που έδειχνε την αφοσίωση των βουλευτών στον Καραμανλή: «Εάν ήθελε ο Καραμανλής να βγει ο Ράλλης, πίστεψέ με δεν θα έβγαινε μόνο με τέσσερις ψήφους διαφορά».

ΕΚΛΟΓΕΣ 1981

Δικό μου «παιδί» η Νέα Δημοκρατία

Στις ΚΑΛΠΕΣ του 1981, η Νέα Δημοκρατία ηττήθηκε από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και νέα κρίση ξέσπασε στο κόμμα. Με πρωτοβουλία του αρχηγού Γεωργίου Ράλλη, διενεργήθηκε ψηφοφορία στη «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα για την ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Ο Ευ. Αβέρωφ πήρε την εκδίκησή του. Ο Γ. Ράλλης καταψηφίστηκε με 61 ψήφους, έναντι 41 υπέρ, εννέα λευκών και μίας άκυρης.

Σημειώνεται ότι για τη νέα εσωκομματική διαμάχη και διαδικασία εκλογής νέου αρχηγού της Ν.Δ., όπως αναφέρει στο Αρχείο του ο Κ. Καραμανλής, είχε εκδοθεί ανακοίνωση από την Προεδρία της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επιθυμεί να έχει ανάμιξη στο θέμα της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, όπως δεν είχε και κατά την προηγούμενη εκλογή, του 1980. Εκείνο που επιμόνως συνιστά είναι η διαφύλαξις της ενότητας του κόμματος. Κι αυτό διότι πιστεύει ότι, για να αποκτήσει η χώρα δημοκρατική παράδοση και να διασφαλίσει ομαλό πολιτικό βίο, έχει ανάγκη από σταθερούς και μακρόβιους πολιτικούς σχηματισμούς».

Στις 9 Δεκεμβρίου 1981, τρεις ήταν οι υποψήφιοι για την αρχηγία του κόμματος: Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωστής Στεφανόπουλος και ο Γιάννης Μπούτος. Πρόεδρος εξελέγη ο Ευ. Αβέρωφ με 67 ψήφους, έναντι 32 που είχαν ψηφίσει υπέρ του Κ. Στεφανόπουλου και 12 του Γ. Μπούτου. Για την αλλαγή ηγεσίας ο ιδρυτής του κόμματος, Κ. Καραμανλής, έγραψε σε σημείωμά του: «Κατά τη διάρκεια της κρίσεως αυτής, ήταν τόση η αγωνία μου για την τύχη της Νέας Δημοκρατίας ώστε όχι μόνο να παρεμβαίνω έντονα για να αποτρέψω τη διάσπασή της, αλλά και να διακηρύξω δημόσια την ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητάς της, με δήλωσή μου, που έκανα στις 5/12/81. Και η αγωνία μου ήταν δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η διαφύλαξις της ενότητας της Ν.Δ. ήταν εθνικώς αναγκαία: 1) γιατί με την εξέλιξη που πήρε η πολιτική μας ζωή χρειάζεται μια δύναμις ικανή να θέτει με τον έλεγχό της φραγμούς στις επικίνδυνες υπερβολές της κυβερνήσεως και να διασφαλίζει ομαλές πολιτικές εξελίξεις, 2) γιατί η δύναμις που διατήρησε η Ν.Δ. τής έδιδε τη δυνατότητα να επανέλθει στην εξουσία, 3) γιατί η παρουσία της ήταν απαραίτητη προκειμένου να στηρίξει την πολιτική μου, στην περίπτωση που τα πράγματα θα με ανάγκαζαν να έλθω σε σύγκρουση με την κυβέρνηση. Στους λόγους αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ο συναισθηματικός παράγων, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία ήταν δημιούργημα δικό μου και ήταν φυσικό να ενδιαφέρομαι για την τύχη της».

ΕΚΛΟΓΕΣ 1984

Ο Αντώνης αμφισβητεί την αρχηγία του Αβέρωφ

Οταν ανέλαβε τα ηνία της Νέας Δημοκρατίας ο Ευάγγελος Αβέρωφ, παρέμεινε στη θέση του αρχηγού επί μία τριετία. Μέχρι το 1984. Ηταν περίοδος έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης με το ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι η άνοδος του κόμματος αυτού στην εξουσία είχε ως συνέπεια και την άλωση της κρατικής μηχανής από «ημετέρους», σε μια προσπάθεια να δυναμώσει τους θυλάκους του στην κοινωνία και, κυρίως, στο Δημόσιο. Γεγονός που οδηγούσε σε διχαστικές αντιπαραθέσεις.

Ως αρχηγός, ο Ευάγγελος Αβέρωφ νοικοκύρεψε τα οικονομικά του κόμματος (και έχει σημασία αυτό για το τι επακολούθησε) - πούλησε μάλιστα ένα οικόπεδό του για να ξεπληρώσει χρέη της Ν.Δ. Καταγγελλόμενος από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως σκληρός δεξιός, απαντούσε για την ιδεολογία του: «Στα οικονομικά είμαι φιλελεύθερος. Στα εθνικά δεξιός. Και στα θέματα της κοινωνίας, αριστερός».

Η αλήθεια είναι ότι, όπως γράφει σε ένα σημείωμά του ο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Πέτρος Μολυβιάτης, «λίγους μήνες μετά την εκλογή του Αβέρωφ, άρχισε η αμφισβήτηση της αρχηγίας του, όπως είχε συμβεί και με τον Γ. Ράλλη. Τη φορά αυτή, η αμφισβήτηση προερχόταν κυρίως από τον Κ. Μητσοτάκη, τον Κ. Στεφανόπουλο και τον Ι. Μπούτο και διάφορες ομάδες νεωτέρων βουλευτών...».

Στις ευρωεκλογές του 1984, ο Ευ. Αβέρωφ οδήγησε το κόμμα σε αύξηση των ποσοστών του, πλην όμως ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί για λόγους υγείας. Μετά την παραίτηση αυτή, ορισμένοι φίλοι του, παραβλέποντας ότι ο Κ. Καραμανλής τον είχε στηρίξει κατά τρόπο αποφασιστικό, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα πνεύμα αντικαραμανλισμού μέσα στο κόμμα. Σε αυτούς περιλαμβανόταν βεβαίως ο Αντώνης Σαμαράς.

Ο Μητσοτάκης και το... άδειασμα Βαρβιτσιώτη

Η παραίτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ από την ηγεσία της Ν.Δ. το 1984 οδήγησε σε νέες εσωκομματικές εκλογές, που διεξήχθησαν την 1η Σεπτεμβρίου. Σε αυτές επικράτησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με 70 ψήφους, έναντι 40 του αντιπάλου του, Κωστή Στεφανόπουλου. Τον Κ. Μητσοτάκη ψήφισαν και οι αβερωφικοί, πιστεύοντας ανοήτως ότι ο νέος αρχηγός θα διάκειτο εχθρικά προς τον Καραμανλή. Ηταν τότε, πάντως, που στη Ν.Δ. ζητούσαν έναν αρχηγό «αντι-Ανδρέα», που να μπορεί να αντιμετωπίσει τον τότε πρωθυπουργό και αρχηγό του ΠΑΣΟΚ με αποτελεσματικότερο τρόπο. Μερικούς μήνες μετά, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1985, πραγματοποιήθηκαν εκλογές, τις οποίες η Ν.Δ. έχασε, παρά το γεγονός ότι αύξησε το εκλογικό ποσοστό της. Παρ’ όλα αυτά, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος εσωστρέφειας για το κόμμα, καθώς οι μακαρίτες σήμερα Λιβανός και Μπούτος αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Λόγω του αρνητικού αποτελέσματος, ο Κώστας Μητσοτάκης ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Επανεξελέγη, καθώς ήταν ο μόνος υποψήφιος, με 82 ψήφους, υπήρχαν όμως και 37 λευκά. Ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο οποίος είχε χάσει στις εσωκομματικές εκλογές, που ανέδειξαν τον Μητσοτάκη, αποχώρησε και ίδρυσε τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗ.ΑΝΑ.) παίρνοντας μαζί του ακόμη εννέα βουλευτές, τους Στρατήγη, Αναστασόπουλο, Μουτζουρίδη, Γιατράκο, Μαλεβίτη, Πρίντζο, Μανουσάκη, Βρεττάκο και Γάτσο.

Ο Κώστας Μητσοτάκης, που κατόρθωσε να γίνει και πρωθυπουργός, τα ταραχώδη πολιτικά χρόνια που ακολούθησαν έμεινε στην αρχηγία της Ν.Δ. μέχρι τον Οκτώβριο του 1993, όταν ακόμη μία ήττα του κόμματος από το ΠΑΣΟΚ οδήγησε σε αλλαγή αρχηγού. Προηγήθηκε βεβαίως η παραίτηση του παντελώς αγνώστου βουλευτού Κιλκίς, Γιώργου Συμπιλίδη – είχαν προηγηθεί οι παραιτήσεις των «σαμαρικών» Γεροντόπουλου, Σταμάτη και Στεφανόπουλου, οι οποίοι όμως παρέδωσαν και τις έδρες τους. Ο Γ. Συμπιλίδης κράτησε την έδρα του, σε συνεννόηση με τον Αντ. Σαμαρά, και η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπεσε. Για την ακρίβεια, την έριξαν. Ο Κ. Μητσοτάκης έχασε τις εκλογές και παραιτήθηκε, ενώ στη συνέχεια συνεκλήθη πάλι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος και εξέλεξε νέο αρχηγό, τον Μιλτιάδη Εβερτ, με 141 ψήφους έναντι 31 του αντιπάλου του, επίσης ακραιφνούς καραμανλικού, Γιάννη Βαρβιτσιώτη.

Βλέπετε, την εποχή εκείνη τον αρχηγό τον εξέλεγαν οι βουλευτές και όχι ο καθένας «που έβλεπε φως και έμπαινε» στη Ν.Δ. για να ψηφίσει. Πολλοί τότε είχαν θεωρήσει ότι ο Κ. Μητσοτάκης θα υποστήριζε τον Γ. Βαρβιτσιώτη. Στο δεύτερο βιβλίο του, που πρόκειται να κυκλοφορήσει, με τίτλο «Οπως τα έζησα: 1981-2001», ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης αποκαλύπτει ότι δύο ημέρες πριν από την ψηφοφορία ο Εβερτ και η Ντόρα Μπακογιάννη συναντήθηκαν στο σπίτι του Γιώργου Βουλγαράκη και εκεί επήλθε η εξής συμφωνία: Εναντι της στήριξης που θα παρεχόταν στον Μ. Εβερτ, αυτός δεν θα αμφισβητούσε το έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Συμφωνία βεβαίως που δεν τήρησε ο πρώτος μετά την εκλογή του. Ο Γ. Βαρβιτσιώτης κατάλαβε ότι η πλάστιγγα είχε γείρει υπέρ του Μ. Εβερτ όταν, καλώντας στο τηλέφωνο βουλευτές που υποτίθεται ότι θα τον στήριζαν, αυτοί δεν το σήκωναν! Τους φόβους αυτούς τους ανέφερε στην οικογένειά του και τότε ο γιος του, Μίλτος, πρώην υπουργός και σημερινός βουλευτής, τον ρώτησε γιατί δεν παραιτείτο. Ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης τού απάντησε ότι έχει ήδη δώσει μία μάχη και δεν θα ήθελε να διαψεύσει κάποιους ανθρώπους. Ο Μ. Εβερτ μετά την εκλογή του αναγόρευσε τον Γ. Βαρβιτσιώτη σε αντιπρόεδρο του κόμματος.

Kαραμανλής μετά την... εσωστρέφεια

Το βαρύ όνομα, που έβαλε τέλος στην υπόγεια διαμάχη μεταξύ των Εβερτ και Μητσοτάκη

Η προεδρία του Μιλτιάδη Εβερτ στη Νέα Δημοκρατία δεν ήταν ανέφελη. Με τον ίδιο να έχει διαδεχθεί τον Κ. Μητσοτάκη -για τον οποίο οι εσωκομματικοί οπαδοί του θεωρούσαν ότι έχασε άδικα τις εκλογές και ότι δεν έπρεπε να παραιτηθεί- και να θεωρείται εκφραστής του καραμανλισμού, ήταν φυσικό η Νέα Δημοκρατία να λειτουργεί με δύο στρατόπεδα. Μπορεί για λόγους σκοπιμότητος και διατήρησης μιας στοιχειώδους συνοχής, με στόχο την επιτυχία στις επόμενες εκλογές, το κόμμα να έκρυβε τα προβλήματα αυτά κάτω από το χαλί, τούτο όμως δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν. Ουσιαστικά υπονόμευαν την όποια εκλογική προοπτική του, όπως αποδείχθηκε άλλωστε, καθώς η λαϊκή θυμοσοφία κατέληγε στο απλοϊκό, αλλά βάσιμο συμπέρασμα: «Εδώ δεν μπορείτε να τακτοποιήσετε τα του οίκου σας, θα κυβερνήσετε αποτελεσματικά την Ελλάδα;». Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 3 Σεπτεμβρίου του 1996 και σε συνέντευξη που έδωσε στους Γιάννη Παπουτσάνη και Στρατή Λιαρέλλη, στην εκπομπή του ΑΝΤ1 «Οι πρωταγωνιστές», ο κ. Μητσοτάκης δέχθηκε την εξής ερώτηση-παρατήρηση, η οποία αποκάλυπτε την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι τότε στη Νέα Δημοκρατία: «Πριν από μία εβδομάδα ακριβώς, η εικόνα στις τηλεοράσεις που σφράγισε, θα λέγαμε, την ημέρα, ίσως και την εβδομάδα, ήταν ο εναγκαλισμός σας με τον Μ. Εβερτ. Πολλοί είπαν ότι είναι το τέλος του κλεφτοπολέμου...».

Τις πολιτικές διαφορές με τον Μ. Εβερτ -τις οποίες οι δύο δημοσιογράφοι είχαν αποκαλέσει «κλεφτοπόλεμο», με τον κ. Μητσοτάκη να μην απαντά επί της ουσίας-, ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. τις είχε αποκαλύψει με την ομιλία του στην Εθνική Συνδιάσκεψη, στις 18 Νοεμβρίου 1995. Τι είχε πει τότε μεταξύ άλλων; «Μετά τις εκλογές (σ.σ.: Του 1993), το κόμμα έκανε το θανάσιμο λάθος να αφήσει ανυπεράσπιστη την πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. Την εγκατέλειψε χωρίς να την υποκαταστήσει με άλλη πολιτική... Το λάθος αυτό, της μη υποστήριξης της πολιτικής μας στην αφετηρία, είναι δυστυχώς ένα τετελεσμένο γεγονός. Και το τίμημά του το έχουμε ήδη πληρώσει. Η παράταξη έχασε ένα κρίσιμο κομμάτι της αξιοπιστίας της...».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες εσωτερικού διχασμού όδευε προς τις εκλογές του 1996 η Ν.Δ., για να υποστεί ακόμη μία ήττα. Η φράση του κ. Μητσοτάκη στην ίδια ομιλία του, ότι «κάποιοι στενόμυαλοι και μικρόκαρδοι άρχισαν να χωρίζουν την παράταξη σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, σε ορθόδοξους και αιρετικούς, σε παρείσακτους και ιδιοκτήτες», ουσιαστικά αντικατόπτριζε την εσωτερική διάλυσή της εξαιτίας της υπόγειας αντιπαράθεσης -που ενίοτε έβγαινε και στην επιφάνεια- μητσοτακικών και καραμανλικών.

ΩΡΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Αυτές ακριβώς οι συνθήκες της αυτοκαταστροφής απαιτούσαν μια νέα συγκολλητική ουσία σε ένα κόμμα γεμάτο ρωγμές, η οποία βρέθηκε στο πρόσωπο ενός Καραμανλή, του Κώστα Καραμανλή, ανιψιού του ιδρυτή του κόμματος, αφού πλέον οι συμβολισμοί προσλάμβαναν τη δική τους σημασία για το μέλλον της παράταξης.

Μετά την ήττα του 1996 από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, έγιναν νέες εσωκομματικές εκλογές στη Ν.Δ. Επικράτησε και πάλι ο Μ. Εβερτ, επί του Γιώργου Σουφλιά, με 103 ψήφους έναντι 84, όμως η εσωτερική κρίση τον ανάγκασε να κάνει έκτακτο συνέδριο το 1997, από το οποίο βγήκε νικητής, έναντι Εβερτ και Σουφλιά, που έβαλαν και αυτοί υποψηφιότητα, ο νεαρός Κώστας Καραμανλής. Αυτός έμελλε να είναι ο μακροβιότερος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Δηλαδή επί μία δωδεκαετία.

Η μεγαλύτερη δυσκολία του Κώστα Καραμανλή ήταν να υπερβεί τη σύγκριση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η οποία ήταν αναπόφευκτη στο μυαλό των συντηρητικών ψηφοφόρων. Γι’ αυτό και ο πήχης είχε μπει, εξαρχής, πολύ ψηλά. Ειδικά, δε, από τον λαό, που είχε απογοητευθεί από την περίοδο των «εκσυγχρονιστών», κυρίως λόγω των αυξανόμενων φαινομένων διαφθοράς στην κρατική μηχανή, αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα.

Ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, ενώ αναγκάστηκε, λόγω των απειλών του Γιώργου Παπανδρέου για προσφυγή στις κάλπες με αφορμή την Προεδρική εκλογή, να προκηρύξει εκλογές για τις 4 Οκτωβρίου 2009. Τις έχασε από τον Γ. Παπανδρέου, η πολιτική κατάληξη του οποίου είναι γνωστή -και αυτού και του ΠΑΣΟΚ. Υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, ο Κ. Καραμανλής έθεσε σε κίνηση τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού σε έκτακτο συνέδριο του κόμματος, στο οποίο, με τη σύμφωνη γνώμη των υποψηφίων, έγινε το -σκόπιμο- λάθος να ψηφίσει... ο κάθε πικραμένος. Κάτι που «εγκλώβισε» και τις διαδικασίες για τις ενόψει εσωκομματικές εκλογές, ενώ υποστηρίχθηκε η απατηλή άποψη ότι ο Αντ. Σαμαράς ήταν ο πρώτος αρχηγός που εξελέγη από τη βάση. Απλώς, έτσι την «πάτησαν» οι άλλοι υποψήφιοι... Στο παθητικό του άλλωστε ενεγράφη ότι επί των ημερών του η Νέα Δημοκρατία κατέγραψε και το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό στην ιστορία της.

Ο 7ος και μοιραίος αρχηγός

Στις 6 Νοεμβρίου 2009 εξελέγη ο Αντώνης Σαμαράς ως έβδομος αρχηγός, κατά σειράν, της Ν.Δ., με το 50,06% των ψήφων, έναντι 39,72% της Ντόρας Μπακογιάννη και 10,22% του Παναγιώτη Ψωμιάδη. Η παραίτηση του Αντ. Σαμαρά, μετά και την αποτυχία τελικώς των θέσεων της παράταξης για το δημοψήφισμα του Ιουλίου, οδήγησε στην τοποθέτηση στην αρχηγία της Ν.Δ. του Β. Μεϊμαράκη, του ογδόου κατά σειράν αρχηγού. Τώρα, η Νέα Δημοκρατία έχει εισέλθει σε νέα κρίση, καθώς ορισμένοι αμφισβήτησαν, μετά την εκλογική ήττα της 20ής Σεπτεμβρίου, την παραμονή του Β. Μεϊμαράκη στην ηγεσία, παρά το ότι επέτυχε υψηλή συσπείρωση και απέτρεψε τη διάλυση της παράταξης. Ο ένας μετά τον άλλο, τώρα, άρχισαν να θέλουν να είναι υποψήφιοι, με πρώτο και καλύτερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη συνέχεια τον Απόστολο Τζιτζικώστα. Τα «πολιτικά μειράκια», γενικώς, της Νέας Δημοκρατίας μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί τι εννοούσε ο ιδρυτής του κόμματος στο σημείωμά του που παρατίθεται σε προηγούμενη σελίδα και περιγράφει για ποιους λόγους είναι αναγκαία η διαφύλαξη της ενότητας της Ν.Δ. Ούτως ή άλλως, το κόμμα είναι πλέον, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα μη αναστρέψιμα φθαρμένο προϊόν. Αλλωστε, πλην εξαιρέσεων, μετά την αποχώρηση του ιδρυτού του κόμματος, υπό μία έννοια, υπερτέρησαν οι «σώγαμπροι» των αυθεντικών εκπροσώπων του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού!