Του Χρήστου Γ. Κτενά – Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

H πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, λόγω της απήχησης που έχει στον λαό, πάντα παρακολουθούνταν από τους ξένους διπλωμάτες, οι οποίοι αξιολογούσαν πρόσωπα και δράσεις. Με την άνοδο, δε, του μακαριστού Χριστόδουλου στη θέση του Αρχιεπισκόπου, οι ξένοι αφιέρωσαν «πολύ χρόνο και μελάνι» για να αναλύσουν τις παρεμβάσεις του στην Εκκλησία και την πολιτική, ακόμα και μετά την κοίμησή του. Το ίδιο συνέχισαν να κάνουν με τον κ. Ιερώνυμο, συγκρίνοντάς τον μοιραία με τον Χριστόδουλο.

Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» αποκαλύπτουν σήμερα τα απόρρητα τηλεγραφήματα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία εδώ και λίγα χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας στο Wikileaks. Στα στοιχεία που ακολουθούν περιγράφεται η στάση του Χριστόδουλου στο Μακεδονικό και οι σχέσεις του με το Φανάρι, ενώ εκτεταμένες αναφορές γίνονται και στον τρόπο με τον οποίον ασκεί τα καθήκοντά του ο κ. Ιερώνυμος.

Επίσης, υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Σεραφείμ και τον ρόλο του στο Κυπριακό, αλλά και για το πώς ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος ήταν άτυπα διαμεσολαβητής με την κυβέρνηση των ΗΠΑ στα κρίσιμα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Στην on line αυτή βιβλιοθήκη (με τα εκατομμύρια, κυρίως, κρατικά έγγραφα που έχει συγκεντρώσει και δημοσιοποιήσει μια μεγάλη ομάδα δημοσιογράφων, προσφέροντας στους πολίτες του κόσμου μια εσωτερική ματιά στο πώς λειτουργούν τα διάφορα κέντρα εξουσίας) υπάρχουν αποκαλυπτικά στοιχεία για τους Ελληνες ιεράρχες, τα οποία περιλαμβάνονται στις εκθέσεις-εκτιμήσεις Αμερικανών πρέσβεων.

OΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ

Τις μέρες που η υγεία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου χειροτέρευε διαρκώς (είχε ήδη επιστρέψει από τις ΗΠΑ, όπου είχε πάει για μεταμόσχευση ήπατος, η οποία δεν έγινε ποτέ), σε τηλεγράφημα, στις 23 Οκτωβρίου 2007, που υπογράφει ο Τόμας Κάντριμαν, επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, περιγράφεται η διαδρομή του ηγέτη της Ελλαδικής Εκκλησίας. Εκεί χαρακτηρίζεται ως «συντηρητικός» και επισημαίνεται πως η θητεία του θα μείνει στην Ιστορία για τις θέσεις του σε μια σειρά από κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Συγκεκριμένα, αναφέρονται οι απόψεις του για το θέμα των ταυτοτήτων, τους αντιρρησίες συνείδησης και την εναλλακτική στρατιωτική θητεία, η αντίθεσή του σε πιθανό χωρισμό Εκκλησίας-κράτους και η διαφωνία του στην ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα. Αναφορά γίνεται και στον δημόσιο σχολιασμό που έκανε για σημαντικά θέματα πολιτικής, όπως το Μακεδονικό, το οποίο θεωρούσε ζήτημα μελλοντικών εδαφικών διεκδικήσεων από την πλευρά των Σκοπίων, αλλά και, γενικότερα, στην πίστη του στον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διατήρηση του Ελληνισμού κατά την τουρκοκρατία.

Τονίζεται, ακόμα, η μεγάλη δημοφιλία του, που ξεπερνούσε αυτή των Ελλήνων πολιτικών, οι οποίοι πολλές φορές οργίζονταν, καθώς έβλεπαν ως ανεπιθύμητη την ανάμιξή του στην πολιτική.

Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Την ημέρα της κοίμησης του Χριστόδουλου (28 Ιανουαρίου 2008) ο Αμερικανός πρέσβης Ντάνιελ Σπέκχαρντ έστειλε σχετικό τηλεγράφημα προς το State Department. Η περιγραφή ξεκινούσε με την εκλογή του Χριστόδουλου ως του νεότερου Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο οποίος θεωρήθηκε μεταρρυθμιστής και «βάλθηκε γρήγορα να εκμοντερνίσει την Εκκλησία και να διατυμπανίσει τη γνώμη του σε μια πλειάδα πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, σε πλήρη αντίθεση με τον απολιτικό προκάτοχό του, Σεραφείμ».

Στη συνέχεια περιγραφόταν αναλυτικά το έργο του στις φιλανθρωπικές δομές, οι παρεμβάσεις του σε πολιτικά ζητήματα, αλλά και η πρόσκληση που έστειλε στον Πάπα να επισκεφθεί την Ελλάδα, όπως και η μετέπειτα δική του επίσκεψη στο Βατικανό, «κάτι που προκάλεσε την κατακραυγή από υπερσυντηρητικούς ορθοδόξους».

Σε επόμενο τηλεγράφημα, στις 31 Ιανουαρίου, ημέρα της εξόδιου ακολουθίας του Χριστόδουλου, η πρεσβεία παρατήρησε πως το πένθος ήταν εμφανές στη χώρα, «πολλοί δρόμοι ήταν άδειοι την ώρα της τελετής» και δεκάδες χιλιάδες πολίτες (όπως και μια πλειάδα επισήμων) τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στοιχεία που αναδεικνύουν «τον εξέχοντα ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία».

Γενικότερα, από τα τηλεγραφήματα της πρεσβείας μπορούμε να διακρίνουμε πως οι Αμερικανοί διπλωμάτες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη στάση της Ελλαδικής Εκκλησίας στο μακεδονικό ζήτημα, τονίζοντας κυρίως τη θέση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, όπως και συγκεκριμένων μητροπολιτών, η οποία εκτιμούν ότι έχει διαχρονικά δεσμεύσει τις ελληνικές κυβερνήσεις σε «σκληρή γραμμή», παρά τις όποιες παροτρύνσεις από το εξωτερικό να βρεθεί συμβιβαστική λύση.

Ο δικαιωμένος ιεράρχης, που δεν κάνει αλλαγές

Σε τηλεγράφημα που υπογράφεται από τον Ντάνιελ Σπέκχαρντ (στις 7 Φεβρουαρίου 2008) αναφέρεται η εκλογή του Ιερώνυμου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος ως «προσωπική δικαίωσή του», θυμίζοντας ότι, δέκα χρόνια πριν, η τότε υποψηφιότητά του είχε αμαυρωθεί με ψευδείς (όπως αποδείχθηκαν) φήμες για οικονομικά σκάνδαλα. Στο τηλεγράφημα περιγράφεται ως «πατέρας Μότσαρτ», αφού έτσι ήταν γνωστός στους οικείους του, λόγω της αγάπης του για την κλασική μουσική, και τονίζονται οι διαφορές του με τον Χριστόδουλο τόσο στη δημόσια παρουσία όσο και στις σχέσεις με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Αναφέρεται ότι ο Ιερώνυμος θα κάνει μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην Εκκλησία, αλλά «δεν αναμένεται να είναι τόσο ένθερμος στον δημόσιο λόγο, όπως ο έντονα πολιτικοποιημένος Χριστόδουλος, ενώ, επίσης, δεν αναμένεται να οδηγήσει την Εκκλησία προς κάποια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση». 

Ο Ιερώνυμος, συνεχίζει το τηλεγράφημα, «είναι καλά συντονισμένος με τη θέληση της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου και προτιμά μια συλλογική-συνοδική προσέγγιση στην εκκλησιαστική διοίκηση (κάτι για το οποίο πολλοί είχαν κατηγορήσει τον Χριστόδουλο πως το είχε εγκαταλείψει)». Μάλιστα, ο Ιερώνυμος αναφέρεται ότι αναμένεται να γεφυρώσει το χάσμα που είχε δημιουργηθεί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ακόμα, περιγράφεται ότι «κατά τη θητεία του ως Μητροπολίτη Θηβών, ο Ιερώνυμος συντηρούσε εκτεταμένες επαφές με κοσμικά στελέχη και εμφανιζόταν το ίδιο άνετος συνομιλητής τόσο με κορυφαίους πολιτικούς και επιχειρηματίες όσο και με θρησκευτικούς ηγέτες».

Ο Ντ. Σπέκχαρντ στις 25 Φεβρουαρίου 2008 συνάντησε τον νεοεκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο και σε τηλεγράφημά του, την επομένη, περιέγραφε τις εντυπώσεις του. Αρχικά, ο Ιερώνυμος τόνισε ότι ήθελε να ενδυναμώσει τις σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ. Ο ίδιος ευχαρίστησε τον πρεσβευτή για τις ευχές του και την προσφορά του για στήριξη (όπως και των 3 εκατομμυρίων Ελληνοαμερικανών). 

Ο Ιερώνυμος σε ερώτηση για το φιλανθρωπικό του έργο είπε πως «τώρα μόνο βγάζουμε λόγους, αλλά σύντομα θα τους κάνουμε πράξη» και τόνισε την προσωπική του επιθυμία να φέρει στην Εκκλησία τους νέους, τους μετανάστες, μαζί με τους φτωχούς, τους χρήστες ναρκωτικών και τους απελπισμένους.  Οταν η συζήτηση έφθασε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αυτό το χαρακτήρισε ο Ιερώνυμος ως πρώτη προτεραιότητα και ζήτησε την αμερικανική βοήθεια για το θέμα του ανοίγματος της Σχολής της Χάλκης και της επιστροφής των περιουσιών στους ομογενείς. Οσο για το θέμα των σχέσεων με την Καθολική Εκκλησία, ο Αρχιεπίσκοπος παρέπεμψε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο «θα ακολουθήσουμε στα βήματά του». Σχολιάζοντας τη συνάντηση, ο Ντ. Σπέκχαρντ παρατηρούσε πως και οι δύο συνομιλητές είχαν μείνει εκτός πολιτικής θεματολογίας.

Σεραφείμ για Τουρκία, Ιάκωβος για Καραμανλή

Βρισκόμαστε στο 1974, την τελευταία χρονιά της χούντας, της ιωαννιδικής, πλέον, καθώς ο Παπαδόπουλος είχε ανατραπεί. Σε τηλεγράφημά του στις 22 Μαΐου, ο Αμερικανός πρέσβης, Χένρι Τάσκα, περιέγραφε το γεύμα που είχε με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ (σ.σ.: κάτι που έχει επαναληφθεί). Εκεί ο Σεραφείμ αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά μέσα από σημειώσεις που, όπως λέει, του τις είχαν στείλει ως οδηγίες «συνεργάτες» του, με τον Τάσκα να σχολιάζει πως «υποθέτουμε ότι αυτοί είναι οι στρατιωτικοί ηγέτες». Ο Σεραφείμ είπε ότι «είναι άποψη των φίλων του στρατιωτικών» πως «όλα τα προβλήματα με την Τουρκία και το Αιγαίο είναι διαπραγματεύσιμα και πως η επερχόμενη σύνοδος για το Δίκαιο της Θάλασσας στο Καράκας ήταν το κατάλληλο μέρος για τις δύο χώρες να επιλύσουν τις διαφορές τους». Επίσης, ο Σεραφείμ επανέλαβε τρεις φορές ότι «η Τουρκία δεν πρέπει να κάνει κάποια απροσχημάτιστη ενέργεια στο Αιγαίο κατά των ελληνικών συμφερόντων». «Αν, όμως, οι Τούρκοι είναι λίγο υπομονετικοί, μπορούμε να επιλύσουμε τις διαφορές μας», πρόσθεσε ο Αρχιεπίσκοπος. Ο Τάσκα περιέγραφε τον ενθουσιασμό του Σεραφείμ για πιθανή ελληνοτουρκική συνεργασία όχι μόνο σε θέματα «πετρελαίου και παράκτιων δικαιωμάτων, αλλά και στον τουρισμό και την αλιεία». Τέλος, ο Τάσκα μετέφερε την αισιοδοξία του για την όλη συνάντηση, που ήταν «προφανώς μια απευθείας επικοινωνία με τον Ιωαννίδη».

Σε δεύτερο τηλεγράφημα για το ίδιο γεύμα, ο Τάσκα περιέγραφε πως ο Σεραφείμ τον είχε διαβεβαιώσει πολλές φορές ότι το καθεστώς (Ιωαννίδη) είχε στόχο να επαναφέρει τον ομαλό πολιτικό βίο και πως οι επικεφαλής της χούντας δεν είχαν ακόμη αποφασίσει τον χρόνο.

Ο ΙΑΚΩΒΟΣ

 Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζακ Μπ. Κούμπις στις 25 Ιανουαρίου του 1975 σχολίαζε τη συνάντησή του με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα. Ο Ιάκωβος ανέφερε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν πιο αναστατωμένος από το επιδεινούμενο κλίμα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας από ό,τι ήταν κατά την κυπριακή εισβολή τον Αύγουστο.

Ο Καραμανλής είπε στον Ιάκωβο πως σχεδίαζε να κάνει μια προσωπική έκκληση ώστε να καθησυχάσει τους Ελληνες πως δεν γίνονται πολεμικές προετοιμασίες (σ.σ.: τις ημέρες εκείνες είχε ανακοινωθεί πώληση ανταλλακτικών αρμάτων μάχης από τις ΗΠΑ στην Τουρκία). Ο Ιάκωβος πρότεινε πως είναι η κατάλληλη στιγμή να δοθούν κάποιες νέες διαβεβαιώσεις στον Κ. Καραμανλή από τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζέραλντ Φορντ, ή τον υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ. Ο πρέσβης τού απάντησε ότι πράγματι είχε ένα μήνυμα από τον Κίσινγκερ για τον Δ. Μπίτσιο (Ελληνα υπουργό Εξωτερικών).

Ακόμα, ο Ιάκωβος ανέφερε πως ο Καραμανλής του είπε ότι ίσως είναι η στιγμή για μια υψηλού επιπέδου διαβούλευση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υποδηλώνοντας ότι θα ήταν δεκτικός σε μια πιθανή αμερικανική ή βρετανική ανάμιξη. 

Συναντήσεις και προτιμήσεις Βαρθολομαίου

Η γενική πρόξενος των ΗΠΑ στην Τουρκία, Σάρον Γουίνερ, επισκέφθηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο αμέσως μετά τη συνάντηση του τελευταίου με τον νεοεκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (στις 12 Μαΐου του 2008). Στη συνομιλία του με τη Σ. Γουίνερ, ο Πατριάρχης περιέγραψε τον Ιερώνυμο ως έχοντα ιδιαίτερο σεβασμό για το Πατριαρχείο και εκτιμούσε ότι η εκλογή του σηματοδοτούσε μια νέα εποχή στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε αντίθεση με τον Χριστόδουλο, τον οποίο θεωρούσε «υπερβολικά φιλόδοξο». Ο Βαρθολομαίος τόνιζε την ανάγκη μιας ενωμένης, ελληνόφωνης Ορθοδοξίας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε σχετική ερώτηση της προξένου, ο Πατριάρχης έλεγε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ ευχαριστημένη με τον Ιερώνυμο, καθώς γνωρίζει πού να τραβά τη γραμμή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και είναι ένας αυθεντικός, ταπεινόφρων ηγέτης της Εκκλησίας, τον οποίον αγαπά η πλειονότητα του λαού. Ο Πατριάρχης παρατηρούσε πως ο Ιερώνυμος ξεκίνησε με χαμηλό προφίλ και ασχολείται με την ουσία των εκκλησιαστικών προβλημάτων, πάλι σε αντίθεση με τον Χριστόδουλο.