Η νέα επικεφαλής εισαγγελέας Διαφθοράς για την επόμενη διετία θα είναι η αντεισαγγελέας Εφετών Ελένη Τουλουπάκη η οποία αντικατέστησε την Ελένη Ράικου που πρόσφατα παραιτήθηκε από τη θέση αυτή.

Αναλυτικότερα, το 11μελές Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης του Αρείου Πάγου με πρόεδρο την Βασιλική Θάνου, με εισηγητή τον αρεοπαγίτη Χαράλαμπο Μαχαίρα και με την συμμετοχή της Εισαγγελέως του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ξένης Δημητρίου επέλεξε σχεδόν ομόφωνα (10 - 1) την κυρία Τουλουπάκη να είναι επικεφαλής εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς.

Η κυρία Τουλουπάκη εισήλθε στο δικαστικό Σώμα την 1η Οκτωβρίου 1999, ενώ για δεύτερη δικαστική χρονιά, είχε οριστεί επικεφαλής στο ανακριτικό γραφείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και παράλληλα ανήκε στην ομάδα του Οικονομικού Εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου.

Επίσης, η κυρία Τουλουπάκη είναι η εισαγγελική λειτουργός η οποία με άλλους δύο συναδέλφους της έλαβε καταθέσεις και στοιχεία από τον πρώην υπάλληλο της Τράπεζας HSBC Ερβέ Φαλτσιανί για την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ.

Το περασμένο Σάββατο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ αναλυτικό ρεπορτάζ της Γιάννας Παπαδάκου σχετικά με τις συναντήσεις που είχε στη Χάγη όπου ζήτησε από κοινού με τον συνάδελφό της Χρήστο Ντζούρα  από τη Γενική Εισαγγελέα του Παναμά, στοιχεία για τους Έλληνες των Panama Papers.

Διαβάστε το ρεπορτάζ όπως δημοσιεύθηκε το Σάββατο:

Εξι «καυτά» ονόματα σε λίστα για «μαύρα»

Στα χέρια της εισαγγελέως Τουλουπάκη στοιχεία που έφτασαν από τον Παναµά στην Αθήνα µέσω ΧάγηςΤι αποκαλύπτουν

Της Γιάννας Παπαδάκου

Τετ-α-τετ µε την εισαγγελέα του Παναµά είχε την Τρίτη η επίκουρη οικονοµική εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, η οποία µαζί µε τον συνάδελφό της Χρήστο Ντζούρα πήρε µέρος σε συνάντηση της Eurojust στη Χάγη για τα Panama Papers. Αποκλειστικές πληροφορίες των «Π» αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης παραδόθηκαν στοιχεία για κατηγορουµένους σε ελληνικές δικογραφίες κυρίως των εξοπλιστικών στην εισαγγελέα του Παναµά και ζητήθηκε από εκείνη να δώσει στοιχεία για έξι πρόσωπα που θεωρούνται κρίσιµα στη διακίνηση «µαύρου» χρήµατος, µέσω εταιρειών που έχουν έδρα φορολογικούς «παραδείσους». Το ζητούµενο για τους Ελληνες εισαγγελείς και γενικότερα για τις Αρχές της χώρας µας είναι ο εντοπισµός στο βάθος των τελικών αποδεκτών των «µαύρων» χρηµάτων από εγκληµατικές ενέργειες, που αφορούν όχι µόνο το αδίκηµα της φοροδιαφυγής, αλλά κυρίως τις µίζες από κρατικές προµήθειες.

Εξοπλισµένοι µε τον κατάλογο των Ελλήνων των Panama Papers, οι εισαγγελείς που πήραν µέρος στην πολυπρόσωπη συνάντηση µε εισαγγελείς όλης της Ευρώπης εστίασαν την προσπάθειά τους σε έξι φυσικά πρόσωπα και τουλάχιστον δέκα εταιρείες που φιγουράρουν από κοινού στις λίστες «Λαγκάρντ» και «Μπόργιανς» ή εµφανίζονται να συνδέονται άµεσα ή έµµεσα µε αυτές. Στον ελληνικό κατάλογο βρίσκονται µία από τις µεγαλύτερες οικογένειες της χώρας, ο επικεφαλής ενός από τους θεσµικούς πυλώνες των επιχειρηµατιών, αλλά και ο γνωστός πρώην πρωθυπουργικός σύµβουλος που ελέγχεται ήδη από την ελληνική ∆ικαιοσύνη.

Ιδιαίτερη µνεία έγινε και σε έναν από τους επτά διαχειριστές της «λίστας Λαγκάρντ», κατηγορούµενο σε τουλάχιστον τέσσερις δικογραφίες των εξοπλιστικών, νοµικό κατά δήλωσή του, ο οποίος εµφανίζεται να είναι ένας από τους ιδρυτές δεκάδων εταιρειών µε έδρες φορολογικούς «παραδείσους». Ο συγκεκριµένος έχει έρθει στη χώρα µας για να απολογηθεί, ενώ διώκεται πάλι για ξέπλυµα «βρώµικου» χρήµατος και στην υπόθεση της προµήθειας των ρωσικών πυραύλων. Παρότι εµφανίστηκε πρόσφατα στους ανακριτές, δεν βοήθησε την ελληνική ∆ικαιοσύνη για τους τελικούς αποδέκτες των µιζών που «ξέπλενε». Αντίθετα, αφέθηκε ελεύθερος µε µεγάλη εγγύηση, αλλά χωρίς ποτέ να κρατηθεί, όπως έχει γίνει µε άλλους µεσάζοντες.

Οι εταιρείες που κρίνονται ως ενδιάµεσες στην πορεία του «µαύρου» χρήµατος από τη χώρα µας ταυτίζονται µε εκείνες που είχε αποκαλύψει ο πρώην γραµµατέας Εξοπλισµών Αντώνης Κάντας, ο οποίος πρώτος είχε φωτίσει τον ρόλο του µεσάζοντα που προαναφέραµε.

Στο στόχαστρο τώρα των ελληνικών εισαγγελικών Αρχών είναι και λογαριασµοί δικηγόρου, ο οποίος σχετίζεται µε σύµβουλο πρώην υπουργού, άσχετου µε τα εξοπλιστικά. Εχει ζητηθεί το άνοιγµα των λογαριασµών του στην ελβετική τράπεζα UBS, χωρίς όµως οι ελβετικές Αρχές να είναι πρόθυµες να συνεργαστούν. Κατά καιρούς µάλιστα είχαν αποστείλει ενστάσεις για τη νοµιµότητα των αιτηµάτων δικαστικής συνδροµής, µε αποτέλεσµα την καθυστέρηση στο να φωτιστεί η πορεία του «µαύρου» χρήµατος προς τον σύµβουλο του πρώην υπουργού. Ο δικηγόρος που κατηγορείται σήµερα έχει χειριστεί και υποθέσεις τραπεζικών σκανδάλων ως υπερασπιστής πρώην τραπεζίτη, ο οποίος ήταν προφυλακισµένος επί χρόνια. Παράλληλα, χειρίστηκε και υπόθεση πελάτη στο σκάνδαλο των υποβρυχίων, ο οποίος τον κατήγγειλε ότι του πουλούσε προστασία από το δικαστικό σώµα και το πολιτικό σύστηµα και ότι του είχε καταβάλει το ποσό των 700.000 ευρώ.

Οι προσπάθειες των Ελλήνων εισαγγελέων έρχονται να προστεθούν σε εκείνες των Ευρωπαίων συναδέλφων τους, µε κορυφαία κίνηση τις ταυτόχρονες έρευνες στα γραφεία της τράπεζας Credit Suisse στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Αµστερνταµ. Οι έρευνες έγιναν µε ζητούµενο να εντοπιστούν συγκεκριµένες περιπτώσεις φοροδιαφυγής και ξεπλύµατος «µαύρου» χρήµατος. Η συγκεκριµένη τράπεζα είναι η δεύτερη σε µέγεθος της Ελβετίας, εδρεύει στη Ζυρίχη και στη χώρα µας έχει αναφερθεί ότι είχε σε λογαριασµούς χρήµατα από µίζες όλων σχεδόν των οικονοµικών σκανδάλων. Το 2014 η ίδια η τράπεζα είχε δηλώσει «ένοχη» και της είχε επιβληθεί πρόστιµο 2,6 δισ. δολαρίων από τις αµερικανικές Αρχές.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ. Η έρευνα πάντως είχε ξεκινήσει από το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, µε βάση ένα CD µε προέλευση από την Ελβετία, το οποίο περιείχε καταλόγους φοροφυγάδων. Εφοδος της Εφορίας είχε προηγηθεί τον Οκτώβριο του 2013 στα γραφεία της Credit Suisse στο Ντίσελντορφ, µε 150 εφοριακούς να ελέγχουν την τράπεζα. Οπως είναι γνωστό, το 2016 ο υπουργός Οικονοµικών Βάλτερ Μπόργιανς είχε παραδώσει µέρος των λογαριασµών και στις ελληνικές Αρχές, µε τον αναπληρωτή υπουργό κατά της ∆ιαφθοράς, ∆ηµήτρη Παπαγγελόπουλο, να παραλαµβάνει το CD σε εκδήλωση που διοργανώθηκε κεντρικά από την κυβέρνηση και µε τη συµµετοχή του τότε υπουργού Οικονοµικών. Στη Γερµανία όµως οµολογήθηκαν τα συγκεκριµένα εγκλήµατα της φοροδιαφυγής, οι φοροφυγάδες πλήρωσαν, ενώ στη χώρα µας οι σχετικές υποθέσεις «κολλάνε» στις διαδικασίες µεταξύ Οικονοµικής Εισαγγελίας, Σ∆ΟΕ, ΓΓ∆Ε κ.λπ…