Δεν «περνάει» τις εξετάσεις των εκπροσώπων της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων το νέο πρόγραμμα για την αλλαγή στην διδασκαλία της Ιστορίας που εισηγείται το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο και αποκάλυψαν πρώτα τα «parapolitika και η «Ελευθερία του τύπου».

«Η νέα αντίληψη για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, που κυριαρχεί στα Προγράμματα Σπουδών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, βασίζεται στην κατανόηση, κατά κύριο λόγο, του παρόντος, στην αναζήτηση ταυτοτήτων και στην βιωματική προσέγγιση, γεγονός που καταλήγει σε μια ιδεολογική κατασκευή και σε υποκειμενικές σχετικιστικές αλήθειες. Πρόκειται για μια χρηστική, ιδεοληπτική ιστορία σύμφωνα με την οποία τα επιστημονικά κριτήρια δεν θεωρούνται αναγκαία» αναφέρουν σε μια ανακοίνωση με σαφείς αιχμές για πιθανή χειραγώγηση των μαθητών μέσω του νέου προγράμματος.
 
Το σχέδιο του ΙΕΠ έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση με τους επιστημονικούς φορείς της χώρας, για τον χαρακτήρα της οποίας όμως τα μέλη της ΠΕΦ περιλαμβάνουν ένα «διακριτικά ειρωνικό» σχόλιο στη σχετική ανακοίνωση τους, όπου τονίζουν ότι: «Η ΠΕΦ ευχαριστεί μεν για την πρόκληση συμμετοχής στον διάλογο, θεωρεί όμως ότι η συζήτηση επί του πενήντα περίπου σελίδων ήδη διαμορφωμένου κειμένου δεν δίνει περιθώρια ουσιαστικών παρεμβάσεων. Εξάλλου οι προτάσεις τις οποίες ήδη η ΠΕΦ είχε αποστείλει στο ΙΕΠ δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί υπόψη στο σχέδιο του Προγράμματος Σπουδών».
 
Η Ενωση «εκφράζει τη συνολική της αντίθεση στο προτεινόμενο σχέδιο το οποίο μεταβάλλει ριζικά τον χαρακτήρα του μαθήματος της Ιστορίας εκτρέποντάς το προς κατευθύνσεις που δεν πληρούν τους επιστημονικούς και παιδαγωγικούς του στόχους».
 
Τα μέλη της Ενωσης μάλιστα κρίνουν ως αναποτελεσματική την μέθοδο που προτείνει το πόρισμα και εκφράζουν την συνολική αντίθεση τους προς την φιλοσοφία του. Όπως αναφέρουν μάλιστα σε ανακοίνωση τους, το προτεινόμενο σχέδιο του ΙΕΠ «μεταβάλλει ριζικά τον χαρακτήρα του μαθήματος της Ιστορίας εκτρέποντάς το προς κατευθύνσεις που δεν πληρούν τους επιστημονικούς και παιδαγωγικούς του στόχους».
 
Όπως αναφέρουν στην ίδια ανακοίνωση: «Η Ιστορία ως μάθημα δεν μπορεί να απολέσει τον πρωταρχικό της στόχο που είναι η προσέγγιση του παρελθόντος και η αξιοποίηση της παρεχόμενης γνώσης στο παρόν για τη συγκρότηση πολιτών με ελεύθερη και δημοκρατική συνείδηση. Η μονομερής έμφαση σε κάποιον από τους επιμέρους τομείς -κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, πολιτιστικό κ.ά.- οδηγεί το μάθημα σε αλλότριες κατευθύνσεις, που υπηρετούνται από άλλες επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η πολιτική οικονομία, η ιστορία της τέχνης κ.ά».

Για το πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η επιστημονική Ένωση των φιλολόγων της χώρας, αναφέρει ότι «οι προτάσεις της Επιτροπής, εκτός από την αδόκιμη χρήση ιστορικών όρων, όπως «υδραυλικοί άθλοι του Ηρακλή», «ελληνικοί μύθοι σχετιζόμενοι με πολεμικές ενέργειες», «εποχή του Χριστιανισμού» σε αντικατάσταση του όρου Βυζαντινή εποχή κ.ά., σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση της ύλης, δημιουργούν παιδαγωγικά ζητήματα, εφόσον υπονομεύουν τη διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας Ειδικότερα, στη Δ' Δημοτικού αντικαθίσταται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από την οικογενειακή και την τοπική ιστορία, στην Ε' Δημοτικού αντικαθίσταται η Βυζαντινή Ιστορία από τη συρρικνωμένη συνεξέταση της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, στην ΣΤ' Δημοτικού προβλέπεται η διδασκαλία μιας μεγάλης χρονικής περιόδου που αρχίζει από τον 15ο αιώνα και τελειώνει στη σύγχρονη εποχή. Έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ίδρυση του Ελληνικού κράτους και στους δύο παγκόσμιους πολέμους ενώ θεωρούνται ήσσονος σημασίας η τουρκοκρατία και η ελληνική επανάσταση».

Για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι φιλόλογοι αναφέρουν ότι «το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην αναδιάρθρωση της ύλης ανά τάξη. Συγκεκριμένα, δίνεται μεγαλύτερο εύρος στη διδασκαλία της Ιστορίας των Νεότερων Χρόνων σε βάρος της Αρχαίας και της Βυζαντινής-Μεσαιωνικής Ιστορίας, δεδομένου ότι προβλέπεται η Ιστορία των Νεότερων Χρόνων και της Σύγχρονης Εποχής να διδαχθεί στην Γ' Γυμνασίου, στην Α' Λυκείου και σε θεματικές ενότητες στη Β' και Γ' Λυκείου».