Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν το πραγματικό σκάνδαλο με την υπόθεση «Noor-1»: από τον Νοέμβριο του 2015 οι διωκτικές Αρχές είχαν στα χέρια τους απόρρητη κατάθεση του καταδικασμένου για την υπόθεση «Noor-1» Ευθύμη Γιαννουσάκη, στην οποία κατονόμαζε τους δύο χρηματοδότες της μεταφοράς του φορτίου των 2,1 τόνων ηρωίνης. Κοινώς, είχαν στα χέρια τους τα ονόματα των πραγματικών διακινητών και οργανωτών, των «εγκεφάλων» της υπόθεσης. Και αντί για αυτό για σχεδόν δύο χρόνια η πλευρά αυτής της υπόθεσης δεν ερευνάτο και δεν εκδίδονταν τα εντάλματα σύλληψης για τους δύο διακινητές.

Αντίθετα, αυτό που είχαμε ήταν την ίδια ατέρμονη ανακύκλωση λάσπης που στηριζόταν στην επιλεκτική αξιοποίηση στοιχείων άσχετων μεταξύ τους, υποκλοπών από άλλες υποθέσεις που ερμηνεύονταν κατά το δοκούν και στη διακίνηση φημολογιών και υπαινιγμών, με μόνο σκοπό να στηθεί μια σκευωρία και να αιωρείται εσαεί μια σκιά ηθικής απαξίωσης πάνω από τον Βαγγέλη Μαρινάκη, με αποκορύφωμα την προσπάθεια που έκανε ο αξιωματικός του λιμενικού Παναγιώτης Χριστοφορίδης να υπαγορεύσει στον Γιαννουσάκη κατάθεση που να ενοχοποιεί τον Μαρινάκη. Τώρα, όμως, υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί πραγματικά η υπόθεση και να σταματήσει να δηλητηριάζει τον δημόσιο βίο.

Στις 23 Νοεμβρίου 2015, ο Ευθύμης Γιαννουσάκης δίνει απόρρητη κατάθεση σε κλιμάκιο αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος. Εκεί ο καταδικασμένος σε ισόβια για την υπόθεση κατονομάζει τους δύο χρηματοδότες και περιγράφει και τη συνάντηση που είχε με έναν από τους δύο στην Κωνσταντινούπολη. Λέει χαρακτηριστικά στην κατάθεσή του, που είχε αποκαλύψει ο δημοσιογράφος του «Βήματος» Βασίλης Λαμπρόπουλος: ««Στο βίντεο που έχω καταγράψει στην Κωνσταντινούπολη με τη συναλλαγή των ναρκωτικών φαίνονται δύο άτομα που έχουν τα ονόματα Γκαμάλ και Άλεξ. Μου είπαν ότι είναι αδέλφια και ο δεύτερος έχει εστιατόριο στην Αγγλία. Ο Άλεξ έφτασε στην Τουρκία στις 26 Φεβρουαρίου 2014 ή την επομένη, προερχόμενος από την Ολλανδία. Το e-mail του ήταν rigabadi@gmail.com. Ο Άλεξ μού ζήτησε να σβήσω την ηλεκτρονική διεύθυνση αλληλογραφίας του γιατί, όπως μου είπε, είναι αληθινή και οδηγεί σε αυτόν λόγω του ότι αυτός δεν έχει σχέση με τέτοιες δουλειές και εκτελεί χρέη μεταφραστή στον αδελφό του, που είναι αυτός που κάνει αυτές τις δουλειές».

Στο βίντεο διάρκειας 16 δευτερολέπτων αποτυπώνεται η συνάντηση πέντε ατόμων σε γραφείο σε άγνωστο τόπο στην Κωνσταντινούπολη την 1η Μαρτίου 2014, περίπου δύο μήνες πριν από το κρίσιμο ταξίδι του «Noor 1». Στην κατάθεσή του ο Γιαννουσάκης αναφέρεται στις συνεννοήσεις που είχε με τα δύο άτομα με τα ονόματα «Άλεξ» και «Γκαμάλ» στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στις συναντήσεις, δύο φορές, με τον πρώτο από αυτούς στο Ντουμπάι, όταν πλέον ήταν σε εξέλιξη το σχέδιο μεταφοράς της ηρωίνης.

Επικαλείται περαιτέρω διερεύνηση του e-mail που διέθετε από έναν από τους δράστες και μνημονεύει ότι πρόκειται για τον Φαρντίν Ριγκαμπάντι, έναν 38χρονο Βρετανό τουρκικής καταγωγής, που έχει εστιατόρια στο Λονδίνο αλλά και στην πόλη Ράστατ της Γερμανίας. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο «Γκαμάλ» ήταν ο 42χρονος ιρανικής καταγωγής Τούρκος Νάτσι Σερίφι Ζιντάστι που είχε συλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 2007 για διακίνηση 75 κιλών ηρωίνης. Ο Ζιντάστι ή «Γκαμάλ» είχε δώσει μυστική κατάθεση με το κωδικό όνομα «Ζυγός» τον Οκτώβριο του 2010 για το σκάνδαλο «Εργκένεκον», για τη σχέση στρατιωτικών, αστυνομικών, μελών της τουρκικής μαφίας, παρακρατικών και «Γκρίζων Λύκων» με τις δολοφονίες αντικαθεστωτικών, Κούρδων και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2014 (τρεις μήνες μετά την αποκάλυψη του μεγάλου φορτίου ναρκωτικών στην Ελευσίνα) δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από δύο δράστες η 19χρονη κόρη του Αρζού Σεντί και ο 23χρονος οδηγός του. Σύμφωνα με αναφορές του Ζιντάστι αλλά και στοιχεία των τουρκικών Αρχών, η διπλή δολοφονία σχετίζεται με τη μεταφορά ναρκωτικών με το «Noor 1» αλλά και με τον εντοπισμό του φορτίου.

Οι πληροφορίες αυτές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και προκαλεί ακόμη και σήμερα έκπληξη γιατί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα σύλληψης, παρότι είναι απολύτως προφανές ότι η διερεύνηση των χρηματοδοτών της μεταφοράς ενός τόσο μεγάλου φορτίου οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα σε μια τέτοια υπόθεση.

Όλα δείχνουν ότι γύρω από την υπόθεση αυτή υπήρχαν δύο παράλληλες διεργασίες. Η μία αφορούσε το κύκλωμα που προσπαθούσε να στήσει τη σκευωρία αξιοποιώντας την κατάθεση του Γιαννουσάκη το καλοκαίρι του 2015 (που δεν αναφερόταν πουθενά σε μεταφορά ναρκωτικών), το υλικό των τηλεφωνικών υποκλοπών από την άσχετη υπόθεση της «εγκληματικής οργάνωσης στο ποδόσφαιρο», περιστατικά άσχετα όπως η μεταφορά μετρητών από ναυτιλιακό έμβασμα που δεν χρησιμοποιήθηκε και μια σειρά από πρόθυμους δημοσιογράφους που συστηματικά και επίμονα αναπαρήγαγαν το κατασκευασμένο αφήγημα, προανήγγειλαν εξελίξεις στο δικαστικό πεδίο και προχωρούσαν σε καταδίκες εκ του ασφαλούς.

Κομβικό πρόσωπο στην όλη μεθόδευση ο αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος Παναγιώτης Χριστοφορίδης που χειριζόταν τις καταθέσεις του Γιαννουσάκη και ο οποίος ακούγεται στη συνομιλία του με τον Γιαννουσάκη στις 20 Μαρτίου 2017 πρακτικά να υπαγορεύει τη «σωστή» κατάθεση, εκείνη δηλαδή που θα ενέπλεκε τον Βαγγέλη Μαρινάκη στη χρηματοδότηση της μεταφοράς του φορτίου. Πρόκειται για έναν αξιωματικό για τον οποίο μένει ακόμη να διερευνηθούν οι διασυνδέσεις του με γνωστό εφοπλιστή και ο ακριβής ρόλος του στην όλη υπόθεση.

Αποκορύφωμα της όλης εξέλιξης να φτάνουμε μέχρι το σημείο να ξεκινά δεύτερη δικογραφία, με στόχο τη διερεύνηση του υποτιθέμενου ρόλου του Βαγγέλη Μαρινάκη, μετά από παραγγελία που έπαιρνε ως αφορμή… επεισόδιο της γνωστής εκπομπής «Η Δίκη» του Κ. Θωμαΐδη που… προανήγγειλε το άνοιγμα νέας δικαστικής έρευνας την ώρα που εξακολουθούσαν να μην εκδίδονται τα εντάλματα σύλληψης.

Και βέβαια σε όλα αυτά υπάρχει και ένας υπουργός, ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος όχι μόνο δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υπόθεση αλλά επικοινωνεί κατ’ επανάληψη με έναν καταδικασμένο ισοβίτη και του λέει «δώσε τον Μαρινάκη».

Όμως, φαίνεται πώς παράλληλα με όλη αυτή τη μεθόδευση υπήρχε και η κανονική λειτουργία της δικαιοσύνης. Αυτή που υπηρετεί την τήρηση του νόμου, την απόδοση ευθυνών και τη διερεύνηση της αλήθειας. Και τώρα επιτέλους αυτή η δικαιοσύνη παίρνει το «επάνω χέρι», επιστρέφοντας στην κανονική διερεύνηση της υπόθεσης, επιδιώκοντας τη σύλληψη, δίκη και καταδίκη των πραγματικών ενόχων για μία υπόθεση που δεν αφορά απλώς μια τεράστια ποσότητα «λευκού θανάτου» αλλά και μια χωρίς προηγούμενο προσπάθεια να χειραγωγηθούν γύρω από μια κατασκευασμένη αφήγηση όχι μόνο η κοινή γνώμη αλλά και οι ίδιοι οι θεσμοί.