Για τόνους λάσπης που έχουν ρίξει στο πρόσωπο του οι διώκτες του κάνει λόγο σε δήλωση του ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου με αφορμή τις δικαστικές του εκκρεμότητες, υποστηρίζοντας ότι "πληρώνει" το τίμημα για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Παράλληλα, αρνείται κατηγορηματικά πως έχει διαπράξει το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος για το οποίο έχει κληθεί να απολογηθεί τις προσεχείς ημέρες και κάνει λόγο για "προσπάθειες «ενοχοποίησής»" του "μέσω κατασκευασμένων εκτιμήσεων που υπηρετούν δόλιες σκοπιμότητες και είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν". Ο Γιάννος Παπαντωνίου τονίζει επίσης πως το ίδιο θα συμβεί και με την "επιχειρούμενη κοινοβουλευτική ανακύκλωση αυτής της άθλιας μεθόδευσης, με επικέντρωση στην ανύπαρκτη δωροδοκία".


Υπενθυμίζεται ότι χθες στάλθηκαν στη Βουλή δύο δικογραφίες σε βάρος του Γιάννου Παπαντωνίου για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας.
«Υπήρξα ο μακροβιότερος υπουργός Οικονομίας, και σύνδεσα το όνομά μου με αυτό που πολλοί θεωρούν ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μεταπολίτευσης, την ένταξη στην ΟΝΕ, στο ευρώ, που μας κράτησε
όρθιους, παρά τα λάθη των εταίρων μας, στην τελευταία καταστροφική κρίση. Ήταν, λοιπόν, σε κάποιο βαθμό αναμενόμενο να πληρώσω ένα τίμημα. Η Ελλάδα είναι η χώρα που, ιδιαίτερα σήμερα, η επιτυχία
τιμωρείται" αναφέρει ο Γιάννος Παπαντωνίου, αρνούμενος κατηγορηματικά την κατηγορία του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος που αντιμετωπίζει. "Οι διώκτες μου έχουν ρίξει τόνους λάσπης. Τώρα, όμως, άρχισαν τα
αποκαλυπτήρια. Ξέχασαν τις δήθεν αμαρτωλές συμβάσεις – εκτός από τηνπερίπτωση ενός Γάλλου, που είχε συκοφαντήσει τον Κ. Σημίτη και εμένα.


Τον έχω ήδη καταδικάσει στα γαλλικά δικαστήρια και στη συνέχειαεξέτισε ποινή φυλάκισης στις γαλλικές φυλακές.Η κεντρική κατηγορία που μου απευθύνεται είναι ότι δήθεν προώθησα, μεπρόθεση, ένα πρόγραμμα, τη σύμβαση Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής έξη φρεγατών τύπου «S», που δεν ήταν συμφέρον για το ελληνικό Δημόσιο.Στηρίζουν αυτήν την κατηγορία στην εκτίμηση ότι υπήρξαν κάποιεςκαθυστερήσεις στην υλοποίηση του Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής των έξι
φρεγατών που περιόριζαν την απόδοση του προγράμματος.Όμως, τα ακριβώς αντίθετα ισχύουν: Οι καθυστερήσεις ήταν οριακές ενώ,αντίθετα, ακύρωση ή διακοπή του προγράμματος θα συνεπαγόταν μεγάλη
ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου λόγω ραγδαίας απαξίωσης των έξηπαλαιών φρεγατών. Επιπλέον, θα καθιστούσε αναγκαία η την άμεσηδρομολόγηση προγράμματος κατασκευής νέων φρεγατών, των οποίων το
κόστος θα προσέγγιζε τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή θα ήταν περίπουδεκαπλάσιο σε σχέση με το κόστος ύψους 381 εκατομμύριων ευρώ τουεκσυγχρονισμού, και ήταν απολύτως ανέφικτο να καλυφθεί από τον
προϋπολογισμό. Τέλος, η πρώτη νέα φρεγάτα θα παραδιδόταν το 2015, αντίτου 2006 – που ήταν ο χρόνος παράδοσης των εκσυγχρονισμένων φρεγατών.Στο ενδιάμεσο διάστημα – περίπου 10 ετών – η δομή του Στόλου του
Πολεμικού Ναυτικού θα παρουσίαζε εξαιρετικά επικίνδυνα κενά, μεαναπόφευκτη συνέπεια την απώλεια για μεγάλο χρονικό διάστημα του
θαλάσσιου ελέγχου του Αιγαίου. Η υλοποίηση του προγράμματοςεκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών διασφάλισε απολύτως το συμφέρον τουελληνικού Δημοσίου και ενίσχυσε την εθνική ασφάλεια. Η επιλογή που
εισηγούνται οι διώκτες μου θα ζημίωνε το ελληνικό Δημόσιο, θαπαραβίαζε τις αντοχές της οικονομίας και θα υπονόμευε την εθνική ασφάλεια".

Οπως επίσης τονίζει ο κ. Παπαντωνίου "χωρίς απόδειξη «απιστίας», δεν υπάρχει παράνομη δραστηριότητα ούτε «παράνομα έσοδα» που πρέπει δήθεν να «νομιμοποιηθούν». Όμως, ο
σκόπελος αποφεύγεται με την επινόηση «παθητικής δωροδοκίας». Η διαδικασία «απόδειξης» περιπλέκεται από το γεγονός ότι μετά από 15 χρόνια δικαστικών ερευνών δεν έχει προκύψει σε βάρος μου καμιά
απολύτως ένδειξη παράνομης λειτουργίας. Ούτε έμβασμα, ούτε τραπεζική ροή, ούτε μαρτυρία παράνομης συναλλαγής. Οι ελβετικοί λογαριασμοί, τους οποίους έθεσα αμέσως και οικειοθελώς στη διάθεση των δικαστικών
αρχών, αποδείχτηκε μετά από ενδελεχή εξέταση ότι είναι πεντακάθαροι. Εξάλλου, είχα ανοίξει λογαριασμό στην τράπεζα CREDIT SUISSE της
Γενεύης στις 04-11-1983, πριν από τριανταπέντε χρόνια, για να καταθέσω τα πολύ υψηλά εισοδήματα που εξασφάλιζα επί μια περίπου δεκαετία στο
εξωτερικό ως στέλεχος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο Παρίσι και, στη συνέχεια, ως Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις αρχές του 1985, μετά το τέλος της θητείας μου στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συνολικές καταθέσεις μου στο λογαριασμό της CREDIT SUISSE ήταν 585.000 δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή περίπου 1.500.000
ελβετικά φράγκα (ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ελβετικού φράγκου στις 02-01-1985: 2,62)".

"Ανυπαρξία στοιχείων"

Την ίδια στιγμή ο Γιάννος Παπαντωνίου κάνει λόγο για "απόλυτη ανυπαρξία" στοιχείων, η οποία όπως τονίζει : "έφερε τους διώκτες μου σε πλήρες αδιέξοδο. Εφεύραν, για το λόγο αυτό, ένα πρωτοφανές
σενάριο: να συνδέσουν αναλήψεις μετρητών ενός αντιπροσώπου οπλικών συστημάτων – που έχει πεθάνει – από λογαριασμούς του σε ελληνικές τράπεζες με καταθέσεις μετρητών φιλικού μου προσώπου σε δικούς του
ελληνικούς λογαριασμούς, χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση ή σχέση μεταξύ τους !!! Ούτε ηλεκτρονική μεταβίβαση , ούτε επαφή, ούτε κανεπικοινωνία ή γνωριμία !!! Και, βέβαια, καμιά απολύτως σχέση ή
γνωριμία μεταξύ του αντιπροσώπου και εμένα. Κάποιο «μαγικό χέρι»φαίνεται να συνδέει τα μετρητά του ενός με τα μετρητά του άλλου.Εξάλλου, δεν υπάρχει καμιά αριθμητική συσχέτιση μεταξύ αναλήψεων και
καταθέσεων.Το συμπέρασμα, ότι δήθεν οι καταθέσεις μετρητών του φιλικού μουπροσώπου αποτελούν χρήματα αναλήψεων σε μετρητά του αντιπροσώπου της
εταιρίας είναι εξωφρενικό. Τα όσα αφορούν τη «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα»είναι απολύτως ανυπόστατα δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη
«παράνομης δραστηριότητας». Οι αναφορές σε «πολύπλοκες τραπεζικές κινήσεις» και «δαιδαλώδεις διαδρομές» στερούνται αντικειμένου.Χρηματοοικονομικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστήρια συμβόλαια,
επενδύσεις σε μέταλλα, επιπροσθέτως των απλών τραπεζικών καταθέσεων,χρησιμοποιούνται παγίως στη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών από τις
υπηρεσίες των χρηματοοικονομικών οργανισμών.Κατά τη διάρκεια της μακράς υπουργικής μου θητείας σε κρίσιμους τομείςκυβερνητικής δραστηριότητας, διαχειρίστηκα ευαίσθητα θέματα, όπως η
υποτίμηση της δραχμής το Μάρτιο του 1998 – ενόψει της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση –, και μεγάλες συμβάσεις,όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, με άψογο και υποδειγματικό τρόπο
προστατεύοντας απολύτως το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου.Προσπάθειες «ενοχοποίησής» μου μέσω κατασκευασμένων εκτιμήσεων υπηρετούν δόλιες σκοπιμότητες και είναι καταδικασμένες να
καταρρεύσουν.Το ίδιο θα συμβεί με την επιχειρούμενη κοινοβουλευτική ανακύκλωση αυτής της άθλιας μεθόδευσης, με επικέντρωση στην ανύπαρκτη δωροδοκία.
Το κράτος δικαίου τελικά θα κατισχύσει».