Την επιβολή χρηματικού προστίμου στους υποτιθέμενους παραβάτες προβλέπει το κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της αιθαλομίχλης, μαζί με την ακραία και ανεφάρμοστη απαγόρευση να καίνε εκ περιτροπής τζάκια και ξυλόσομπες, λόγω υψηλής ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Οπως αναφέρουν απόλυτα ασφαλείς πληροφορίες της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», η κοινή υπουργική απόφαση, που προωθεί το υπουργείο Περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση των έκτακτων επεισοδίων αιθαλομίχλης, συνδέει την απαγόρευση για τα τζάκια και τις ξυλόσομπες με την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για την ατμοσφαιρική ρύπανση, παραπέμποντας σε ελέγχους και σε επιβολή προστίμων από κλιμάκια υπαλλήλων των Περιφερειών και από το σώμα των Επιθεωρητών και από το σώμα των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος.

Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα, δεν φαίνεται να απασχολεί τους αρμόδιους της διυπουργικής επιτροπής και του υπουργείου Περιβάλλοντος, που προέβλεψαν τη σχετική ρύθμιση, ότι το σχετικό θεσμικό πλαίσιο είναι πολυδιάστατο και ασαφές, ενώ δεν υπάρχει στη νομοθεσία προσδιορισμένο πρόστιμο, δηλαδή «ταρίφα» για υπερβολική ρύπανση από τζάκια και ξυλόσομπες είτε παραβίαση της απαγόρευσης λειτουργίας τους.

Βάσει του νόμου 2947/2001, τα πρόστιμα για περιβαλλοντικές παραβάσεις, που επιβάλλει η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) του ΥΠΕΚΑ, με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), προκύπτουν από αλγόριθμο. Ισχύουν συντελεστές, ανάλογα με το είδος και την έκταση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, ενώ η τιμή βάσης υπολογισμού του προστίμου για «μικρής έκτασης δραστηριότητες», όπως μπορεί να θεωρηθεί η ρύπανση του τζακιού, ξεκινά από το εξωπραγματικό ποσόν των 2.500 ευρώ.

Τα αντίστοιχα πρόστιμα, που επιβάλλουν τα κλιμάκια των Περιφερειών, για εκπομπές καυσαερίων κεντρικής θέρμανσης, επίσης δεν είναι απολύτως προσδιορισμένα, καθώς κυμαίνονται από 200 έως 1.000 ευρώ και υπολογίζονται ανάλογα με την έκταση της ρύπανσης.

Οι ειδικοί κάνουν λόγο για μία απολύτως έωλη και ανεφάρμοστη επιβολή των συγκεκριμένων προστίμων.