Ο ’γιος Μάρτυρας Χαράλαμπος, ή ’γιος Χαραλάμπης, έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Σεπτίμιος Σέβηρος και μαρτύρησε το 198 μΧ σε ηλικία 113 ετών.

Ο ’γιος Χαράλαμπος ήταν ιερέας στην πόλη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Δίδασκε τον δρόμο της αρετής και κήρυττε την Χριστιανική Πίστη. Ο Σέβηρος ξεκίνησε διωγμό κατά των Χριστιανών και ο έπαρχος Λουκιανός συνέλαβε και δίκασε τον ’γιο Χαράλαμπο επειδή ήταν Χριστιανός.

Ο Λουκιανός ζήτησε από τον ’γιο να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα, μα ο ’γιος Χαράλαμπος του απάντησε ότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεός, ο επουράνιος Βασιλέας και δίνει αιώνια ζωή και μακαριότητα σε όσους τον πιστεύουν ενώ οι θεοί που προσκυνούν οι Ρωμαίοι είναι άψυχα είδωλα. Με την επίκληση του ονόματος του Χριστού φεύγουν οι δαίμονες των ειδώλων και θεραπεύονται οι ανίατες αρρώστιες, πρόσθεσε ο ’γιος.

Η απάντησή του εξόργισε τον έπαρχο Λουκιανό. Αφαίρεσαν την ιερατική στολή και έγδαραν όλο το δέρμα του Αγίου. Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων ο ’γιος Χαράλαμπος προσευχόταν στον Θεό κι ευχαριστούσε τους βασανιστές του λέγοντας ότι με το μαρτύριο αυτό κερδίζει την αιώνια ζωή. Οι υπηρέτες απορούσαν, πώς γίνεται να φέρεται έτσι ο ’γιος, γιατί δεν τον βλάπτουν τα βασανιστήρια; Οι δυο δήμιοι Πορφύριος και Βάπτος, βλέποντας το θαύμα ότι ο ’γιος Χαραλάμπης δεν πάθαινε τίποτα από τα βασανιστήρια, πίστεψαν στον Χριστό και μαρτύρησαν δια αποκεφαλισμού. Και ο έπαρχος Λουκιανός θύμωσε πολύ και αποπειράθηκε να χτυπήσει τον ’γιο ο ίδιος. Τα χέρια του Λουκιανού κοπήκαν στο ύψος των αγκώνων και μείναν κρεμασμένα στο σώμα του Αγίου. Ο ηγεμόνας βλέποντας τα κομμένα χέρια του επάρχου έφτυσε τον ’γιο Χαραλάμπη στο πρόσωπο και τότε το πρόσωπο του ηγεμόνα γύρισε προς τα πίσω. Ολόκληρη η πόλη της Μαγνησίας παρακάλεσε τότε τον ’γιο Χαράλαμπο να κάνει καλά τους άρχοντες και ο ’γιος Χαράλαμπος προσευχήθηκε στον Θεό και τους θεράπευσε και τους δύο.

Βλέποντας αυτό το θαύμα, τρεις γυναίκες που παραστέκονταν κι έβλεπαν το βασανιστήριο του Αγίου Χαραλάμπους αλλά και πολύ ακόμη από τους πολίτες της Μαγνησίας. Ο ηγεμόνας μετά από αυτά τα θαύματα έπαψε τον διωγμό των Χριστιανών, ελευθέρωσε τον ’γιο Χαράλαμπο και έστειλε αγγελιοφόρο στην Ρώμη για να ζητήσει οδηγίες. Πολλοί πίστεψαν στην Χριστιανική Πίστη, εξομολογήθηκαν και βαπτίστηκαν.

Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σέβηρος εξοργίσθηκε όταν έμαθε τα νέα από την Μαγνησία. Διέταξε να οδηγήσουν τον ’γιο Χαράλαμπο στη Ρώμη με καρφιά μπηγμένα στην πλάτη του, αφού πρώτα τον σύρουν από τη Μαγνησία ως την Αντιόχεια. Για 15 στάδια τον έσερναν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ένα άλογο για να τον κοροϊδέψουν μα τότε, με την δύναμη του Θεού, το άλογο μίλησε και είπε "Τρισκατάρατοι υπηρέτες του διαβόλου, δεν βλέπετε πως είναι ο Θεός με αυτόν τον άνθρωπο; Λύστε τον για να λυθείτε κι εσείς από τα αόρατα δεσμά." κι αυτοί φοβήθηκαν πολύ και τον έλυσαν.

Όταν ο ’γιος Χαραλάμπης έφτασε στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας Σέβηρος διέταξε να τον σουβλίσουν στο στήθος και να τον καίνε μέχρι να ξεψυχήσει. Αλλά τον σούβλιζαν μέχρι που κουράστηκαν οι βασανιστές και έσβησε η φωτιά μα ο ’γιος Χαράλαμπος δεν είχε πάθει τίποτα.

Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σέβηρος αφού το είδε αυτό διέταξε να τον λύσουν και να τον οδηγήσουν μπροστά του. Απαντώντας στις ερωτήσεις του αυτοκράτορα ο ’γιος Χαράλαμπος του είπε ότι είναι 113 ετών και ότι πιστεύει στον Χριστό, τον Παντοδύναμο. Του είπε τότε ο αυτοκράτορας αν μπορεί να αναστήσεις νεκρούς και ο ’γιος Χαράλαμπος του απάντησε ότι μόνο ο Χριστός μπορεί να ανασταίνει νεκρούς. Έφεραν τότε μπροστά στον ’γιο έναν δαιμονιζόμενο, ο οποίος βασανιζόταν για 36 χρόνια. Το ακάθαρτο πνεύμα είπε στον ’γιο, "είσαι δούλος του Χριστού μη με βασανίσεις πολύ, μπήκα σ' αυτόν τον άνθρωπο επειδή είχε κλέψει κάποιον γείτονά του και είχε σκοτώσει τον κληρονόμο του". Ο ’γιος Χαραλάμπης επετίμησε το δαιμόνιο και θεράπευσε τον δαιμονιζόμενο.

Πάλι ο αυτοκράτορας πίεζε τον ’γιο να αναστήσει κάποιον που είχε πεθάνει πρόσφατα και ο ’γιος Χαράλαμπος προσευχήθηκε στον Θεό για πολύ ώρα και αναστήθηκε ο νεκρός. Πολλοί πίστεψαν τότε στον Χριστό και ο έπαρχος Κρίσπος αποκάλεσε τον ’γιο Χαράλαμπο μάντη και μάγο και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Και πάλι ζητήσαν από τον ’γιο να θυσιάσει στα είδωλα και όταν αρνήθηκε ο αυτοκράτορας διέταξε να τους σπάσουν το σαγόνι και να του κάψουν το πρόσωπο και τα γένεια, μα η φωτία αναπήδησε και πήγε προς τους βασανιστές.

Ο αυτοκράτορας και ο Κρίσπος εξοργίστηκαν και βλασφημούσαν τον Θεό και τότε έγινε σεισμός και οι δυο τους βρέθηκαν να κρέμονται στον αέρα. Ο αυτοκράτορας και ο έπαρχος φοβισμένοι παρακαλούσαν τον ’γιο Χαράλαμπο να τους συγχωρέσει και να τους βοηθήσει. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η Γαλήνη, η κόρη του αυτοκράτορα και παρακάλεσε τον ’γιο να τους συγχωρέσει και τον πατέρα της να πιστέψει στον Χριστό. Προσευχήθηκε με θέρμη ο ’γιος Χαράλαμπος και κατέβηκαν στο έδαφος και ελευθέρωσαν τον ’γιο.

Η Γαλήνη είχε αγνή ψυχή και καλή προαίρεση και πίστεψε στον Χριστό. Είδε σε όραμα ότι αυτή και ο ’γιος Χαράλαμπος έμπαιναν σε έναν όμορφο κήπο, αλλά ο αυτοκράτορας και ο έπαρχος εμποδίστηκαν από τον φύλακα του κήπου, ο οποίος της είπε ότι ο κήπος προορίζεται για εκείνη και τους όμοιούς της. Ζήτησε από τον ’γιο να της εξηγήσει το όραμα και ο ’γιος Χαράλαμπος της είπε ότι ο φύλακας ήταν ο Χριστός και ο κήπος ήταν ο Παράδεισος.

Μετά από 30 ημέρες ο αυτοκράτορας κάλεσε πάλι τον ’γιο και τον πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα μα ο ’γιος Χαράλαμπος αρνήθηκε και πάλι. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε να φορέσουν χαλινάρι στον ’γιο και να τον περιφέρουν στην πόλη και να τον κοροϊδεύουν. Η Γαλήνη παρακαλούσε τον πατέρα της να το σταματήσει αυτό, και να πιστέψει στον Χριστό για να σώσει τη ψυχή του. Αυτός όμως την πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Η Γαλήνη του είπε πως θα το κάνει και όταν την οδήγησαν στον ναό η Γαλήνη απευθύνθηκε στα είδωλα και είπε εάν είστε θεοί γνωρίζετε τη γνώμη μου και τότε όλα τα αγάλματα έπεσαν κάτω και έγιναν κομμάτια. Το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας έβαλε τεχνίτες να ξαναστήσουν τα αγάλματα και το επόμενο πρωί κάλεσε πάλι την κόρη του και της είπε να δει τους θεούς που αναστήθηκαν. Η Γαλήνη είπε τότε "από τους νεκρούς αναστηθήκατε σαν νεκροί πάλι να καταποντιστείτε" και τα αγάλματα καταστραφήκαν πάλι.

Ο αυτοκράτορας εξοργίστηκε πάρα πολύ και θεώρησε υπεύθυνο τον ’γιο Χαράλαμπο και τον οδήγησε στο σπίτι μιας πόρνης για να τον προσβάλει. Μόλις μπήκε στο σπίτι ο ’γιος Χαραλάμπης, ακούμπησε έναν ξύλινο στύλο κι αυτός βλάστησε κι έβγαλε κλαδιά. Η γυναίκα ζήτησε τότε από τον ’γιο να φύγει από το σπίτι της γιατί δεν είναι άξια να είναι κοντά του και ο ’γιος της είπε να πιστέψει στον Θεό που είναι φιλέυσπλαχνος. Την επομένη η γυναίκα μάζεψε τους γείτονές της και όλοι πίστεψαν στον Χριστό.

Όταν τα έμαθε αυτά ο αυτοκράτορας, ο έπαρχος τον παρακίνησε να αποκεφαλίσουν τον ’γιο για να σταματήσουν τη δράση του. Ενώ πήγαιναν τον ’γιο στον τόπο που θα μαρτυρούσε αυτό προσευχόταν στον Θεό. Είδε τότε πολλούς Αγγέλους και τον Θεό, ο οποίος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε. Ο ’γιος Χαράλαμπος αποκρίθηκε ότι είναι μεγάλο δώρο που αξιώθηκε και είδε τον Θεό και τον παρακάλεσε σε όποιο μέρος τον τιμούν να μην υπάρχουν πόλεμοι, πείνα, αρρώστιες, δυστυχίες. Ο Θεός του είπε ότι έτσι θα γίνει και ο ’γιος Χαράλαμπος παρέδωσε τη ψυχή του πριν προλάβει ο δήμιος να τον αποκεφαλίσει. Η Γαλήνη διέσωσε το λείψανο του Αγίου Χαραλάμπη, το έβαλε σε ένα χρυσό σεντούκι με μύρα και αρώματα και το ενταφίασε. Κράτησε την πίστη της ως το τέλος της ζωής της.

Η Εκκλησία μας τιμάει τον ’γιο Χαράλαμπο στις 10 Φεβρουαρίου. Την ίδια ημέρα τιμούνται μαζί με τον ’γιο Χαράλαμπο οι ’γιες τρεις γυναίκες και οι δυο δήμιοι, ’γιος Πορφύριος και ’γιος Βάπτος.