«Αυτό που κάνει το Ξινόμαυρο τόσο συναρπαστικό είναι πως μοιάζει λίγο με νόθο γιο του “Nebbiolo” και του “Pinot Noir” κι αυτές οι δύο ποικιλίες είναι υπεύθυνες για μερικά από τα πιο περιζήτητα και πιο ακριβά κρασιά στον κόσμο, όπως το “Barolo” και το “Burgundy” (κρασί Βουργουνδίας), ταυτόχρονα όμως (το Ξινόμαυρο) αντιπροσωπεύει πολύ καλύτερη αξία (ποιότητας-τιμής)»: η δήλωση αυτή, που φιλοξενείται σε άρθρο μιας από τις πιο επιδραστικές ψηφιακές πλατφόρμες παγκοσμίως για τη βιομηχανία των ποτών, τη «The Buyer», δεν ανήκει σε κάποιον οινοπαραγωγό της Νάουσας, που θέλει …να παινέψει το σπίτι του, αλλά στον Στιβ Ντάνιελ, επικεφαλής αγοραστή οίνων στη βρετανική Hallgarten & Novum Wines, σύμφωνα με τον οποίο οι πωλήσεις όλων των ξινόμαυρων στο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας γνώρισαν το 2018 διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης.

Στην ίδια πλατφόρμα, ο εξειδικευμένος αρθρογράφος Justin Keay, χαρακτηρίζει το ξινόμαυρο ως την ποικιλία που μπορεί να παίξει τον ρόλο του …«Χ factor» στην αναγέννηση της ελληνικής βιομηχανίας οίνου. Επισημαίνει μάλιστα πως, ενώ ο χαρακτήρας του Ξινόμαυρου είναι τέτοιος, που θα μπορούσε να κερδίσει τους fans του Pinot Noir και του Nebbiolo, κατά τη γνώμη του, οι μαλακές -σε γενικές γραμμές- τανίνες και οι -κάποιες φορές- αξέχαστες γεύσεις αυτής της ποικιλίας, της δίνουν μια απήχηση, που θα μπορούσε να την πάει ακόμα πιο μακριά σε δημοτικότητα.

Το Barolo του φτωχού

Η υψηλή ποιότητα των κρασιών από Ξινόμαυρο και η συγκριτικά χαμηλή τιμή τους, έχουν «κερδίσει» οπαδούς και στο εξωτερικό. Κι αν μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα ελληνικά κόκκινα κρασιά ελάχιστα γνωστά ήταν εκτός των συνόρων της Ελλάδας (αφήνοντας την εξαγωγική πρωτοκαθεδρία στα λευκά, όπως το Ασύρτικο και τη Μαλαγουζιά), σήμερα το Ξινόμαυρο έχει αποκτήσει και …παρατσούκλι στις ΗΠΑ. «Κάποιοι τo αποκαλούν “το Barolo του φτωχού” χάρη στην πολύ καλή τιμή του, σε σχέση με την υψηλή ποιότητά του» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος», Στέλλιος Μπουτάρης (σ.σ. η τιμή ενός Barolo μπορεί να αρχίσει από περίπου 20 στερλίνες και να ξεπεράσει τις 200 ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τις 650).