«Ξύπνησα και σήμερα, όπως πολλά πρωινά, με την ανάμνηση της «κόκκινης σακούλας», που το δελφίνι ερχόταν από τη Σκόπελο και μου έφερνε όλα τα καλούδια από την κυρα-Λένη μου. Συνήθως Σάββατο ή Κυριακή πήγαινα και περίμενα στο λιμάνι τα τρόφιμα που θα μου έστελνε η μανούλα μου για να περάσω την εβδομάδα μου ως έφηβη μαθήτρια που είχα το δικό μου σπιτικό στον Βόλο. Συνήθως κάθε φορά μέσα είχε 1.000 δραχμές για να περάσω την εβδομάδα μου κι ένα γράμμα, με οδηγίες για το τι περιείχε η «κόκκινη σακούλα», πώς θα τα μαγειρέψω και πώς θα τα τακτοποιήσω. Το δέμα έφτανε πάντα σε αυτή την «κόκκινη σακούλα» που την έβρισκα αμέσως, και την ξεχώριζα μέσα στην πληθώρα των δεμάτων. Σημείο κατατεθέν της άλλοτε «αυτοκρατορίας», μιας και αυτή ήταν η σακούλα που είχαμε για όλα μας τα καταστήματα. Ήταν κατακόκκινη, ανέγραφε όλα μας τα μαγαζιά και με μπολνταρισμένα γράμματα την επωνυμία «Κουτσελίνης». Μεγαλεία ενός ξεριζωμένου παρελθόντος.
Το γράμμα ξεκινούσε πάντα ως εξής: «Αγαπημένη μου κορούλα, σου στέλνω χόρτα καθαρισμένα, να τα βράσεις, μπριζόλες που αγαπάς να τηγανίσεις, μακαρόνια που σ’ αρέσουν» και ό,τι άλλο περιείχε η σακούλα. Στο τέλος πάντα έλεγε: «Σε φιλώ, η μανούλα σου, και να κάνεις οικονομία».
Όλα αυτά τα γράμματα της κόκκινης σακούλας τα έχω, και κάθε φορά που θέλω να πάω στο τότε, να γυρίσω τη μηχανή των αναμνήσεων, παίρνω αυτό το κουτί που έχω όλα τα γράμματα φυλαγμένα και παίζω ένα παιχνίδι. Παίρνω τυχαία όποιο γράμμα, και μετά ένα άλλο και μετά ένα άλλο, για να καταλήγω πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπό μου, καθώς όλα τα γράμματα όπως και να τα διαβάσω ξεκινούν ακριβώς το ίδιο και καταλήγουν στο ίδιο, με εναλλακτικές συνταγές στο ενδιάμεσο για το πώς θα μαγείρευα τα καλούδια.
Σήμερα πια σκέφτομαι πόσο είχε εγκλωβιστεί στους φόβους της, γιατί ήξερε πως θα την έπαιρναν τα δάκρυα, θα γινόταν πιο συναισθηματική και φοβόταν μήπως με γυρίσει πίσω από το όνειρό μου να τα καταφέρω. Να φύγω μακριά από το τοξικό τους περιβάλλον, ακόμη κι αν ήμουν ακόμη ένα παιδί μόλις 13 ετών. Πόση δύναμη ήθελε, αλήθεια, για να το κάνει αυτό μια μάνα για το παιδί της και να μη σκεφτεί εγωιστικά.
Είχε βρει όμως τον τρόπο να εκφράζει το συναίσθημά της με το φαγητό που αγαπούσε, τις συνταγές της, και έτσι μου έδειχνε την αγάπη της. Η φράση στο τέλος «κάνε οικονομία» ήταν το παιχνίδι μου. Κάθε φορά που μιλούσαμε της έλεγα, «ναι, ξέρω, θα κάνω οικονομία».
Σήμερα είμαι ακριβώς το αντίθετο (σπάταλη και προσπαθώ να το κουμαντάρω), τόσο πολύ που βασάνισε την ψυχή μου εκείνο το «κάνε οικονομία». Ήθελα να κλείνει αλλιώς το γράμμα: «Σ’ αγαπώ όσο κανέναν, μου λείπεις, θα έρθω σύντομα να σε δω», και τόσα άλλα που δεν διάβασα ποτέ.
Σήμερα όμως ξέρω, και μετά από πολλή ψυχανάλυση, πως ήταν ο δικός της τρόπος να αμυνθεί στην απώλειά μου. Είχε βρει έναν τρόπο να μου δείχνει την αγάπη της με το φαγητό που τόσο της άρεσε, χωρίς όμως να το συνοδεύσει ποτέ με τα συναισθήματα εκείνα που συνοδεύουν ένα καλό φαγητό, όπως εκείνο της μαμάς. Το έφτανε πάντα μέχρι εκεί που μπορούσε και η δική της ψυχή να αντέξει.
Πόσοι από εμάς βρίσκουμε δρόμους που μας βολεύουν για να εκφραστούμε; Εγώ όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα βλέπω μπροστά μου εκείνη την «κόκκινη σακούλα» που έκανε και φοβερή αντίθεση στο κίτρινο χρώμα του δελφινιού. Λαχταρούσα να ανοίξω το γράμμα, γιατί στοιχημάτιζα πάντα πώς θα ξεκινούσε και πώς θα τελείωνε.
Κάποτε ήρθε μια φίλη μου και με βρήκε σε μια δύσκολη συναισθηματικά στιγμή μου, όπου μπροστά μου είχα αυτό το κουτί που σήμερα έχω φυλαγμένα όλα μας τα γράμματα και της λέω: «Έλα να παίξουμε. Τράβηξε τρία γράμματα από μέσα! Μετά εγώ θα σου πω πώς ξεκινάει το κάθε γράμμα που θα ανοίγεις και πώς θα τελειώνει». Με κοίταξε στα μάτια και μου λέει, «αποκλείεται να θυμάσαι». Της λέω, «θυμάμαι». Όταν αποκάλυψα το μυστικό, γελάσαμε δυνατά. Έτσι συμβαίνει συνήθως, γελάς για να ξορκίσεις το συναίσθημα.
Όταν κάποτε αποκάλυψα στην κυρα-Λένη μου πως έπαιζα με τα γράμματά της, γέλασε κι εκείνη, επιτέλους, με την καρδιά της. Ξέρω όμως πόσο περίμενε να με δει, μια φορά τον χρόνο, για να καταφέρω επιτέλους να δω στα μάτια της το πάθος εκείνης της σακούλας.
Η κυρα-Λένη μου είναι μια μανούλα που έχασε από κοντά της γρήγορα την κορούλα της, γιατί έπρεπε να ανοίξει τα φτερά της πριν καταστραφεί η ζωή της από τις οικογενειακές δυσκολίες. Είχε βρει τον τρόπο να δείχνει το συναίσθημά της. Να διαχειρίζεται το μέσα της. Εγώ τότε το είχα σαν παιχνίδι. Σήμερα ξέρω πόσο μας πονούσαν και τις δυο εκείνα τα γράμματα της «κόκκινης σακούλας». Εμένα γιατί αναζητούσα την αγκαλιά της, τα τρυφερά της λόγια, κι εκείνη γιατί προσπαθούσε να κρύψει το συναίσθημά της στις συνταγές και το φαγητό που τόσο της άρεσε.
κυρα-Λένη, η μανούλα σου
Μέσα σε όλα αυτά τα γράμματα που έχω της «κόκκινης σακούλας» με αποστολέα εκείνη, υπάρχει κι ένα που έγραψα εγώ και δεν της το έστειλα ποτέ. Υπάρχει για να μου θυμίζει το πώς νιώθει ένα παιδί όταν δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτά που σήμερα μπορώ να εξηγώ. Σήμερα έχω απάντηση, γιατί η κυρα-Λένη μου δεν ήταν περισσότερο τρυφερή στα γράμματά της. Τότε όμως νόμιζα πως αγαπούσε μόνο τον Αλέκο της, τον αδερφό μου. Αυτό το γράμμα σήμερα υπάρχει ως απόδειξη του πώς ένιωθα, και ευτυχώς δεν το έστειλα. Θα την πλήγωνα πολύ, γιατί σήμερα ξέρω πως δικά της συναισθήματα και φόβους έκρυβαν εκείνα τα γράμματα.
Σήμερα που τα διαβάζω, είναι σαν να διαβάζω άλλα γράμματα. Πίσω από κάθε της συνταγή, πίσω από το αλάτι, το μπαχάρι κρύβεται η αγάπη, η αγκαλιά, το χέρι της, το άπλωμα του αγκώνα της, ο δικός της και ο δικός μου ορίζοντας.
Η μανούλα μου η κυρα-Λένη έλεγε: «Κάθε εμπόδιο για καλό, Ζηνάκι μου». Για να μπορώ να πω κι εγώ σήμερα σε εκείνη: «Ναι, μανούλα μου, σε καλό». Όλα τα τότε μας εμπόδια, στο λιμάνι για την αναμονή της «κόκκινης σακούλας» είναι ο φάρος μου σήμερα για τη ζωή. Σε όλα τα λιμάνια, επαγγελματικά ή προσωπικά. ξέρω πως μια «κόκκινη σακούλα» δεν είναι όπως φαίνεται, αλλά από ποιο ταξίδι προέρχεται. Έτσι, ό,τι και αν μας συμβαίνει, είναι χρήσιμο να βλέπουμε τη διαδρομή της «κόκκινης σακούλας», τον προορισμό. Να εξετάζουμε τις συνθήκες για να έχουμε υγιή συμπεράσματα σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο. Να βλέπουμε την αλήθεια πίσω από την «κόκκινη σακούλα». Το χρώμα της ήταν γεμάτο πάθος, το περιεχόμενο έκρυβε τη ζεστασιά και τα γράμματα όλους τους φόβους. Ας μάθουμε σιγά-σιγά να υποδεχόμαστε τα δώρα και τα δέματα που έρχονται σε κάθε λιμάνι της ζωής μας με ανοιχτή αγκαλιά και να δηλώνουμε έτοιμοι να τα εξερευνήσουμε.
Κυρα-Λένη μου, εκείνη η «κόκκινη σακούλα» σου, με φαγητά και γράμματα είναι σήμερα η φιλοσοφία της ζωής μου. Η αλήθεια μου. Να ’ξερες πόσο με έθρεψαν τα φαγητά σου, πόσο με πείσμωσαν τα συναισθήματα που δεν πρόδιδες, πόσο πιο βαθιά στην αλήθεια με ρίζωσες. Είσαι η ρίζα της αλήθειας μου, μανούλα μου...»