«Θηλυκό-μάγκας» με χαρακτηριστική φωνή, η Ελένη Ροδά έχει αφήσει τη σφραγίδα της τόσο στο λαϊκό τραγούδι με τη «Βουρκωμένη Δευτέρα», «Το «Ανθρωπάκι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα, όσο και στις παλιές ελληνικές ταινίες, αλλά και στο θέατρο, απ’ όπου ξεκίνησε με αρχαία τραγωδία στο πλευρό του Δημήτρη Ροντήρη.

Απλή, χαμηλών τόνων, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μίλησε στην «ΟΝ time» σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της για τα 50 χρόνια της καριέρας της δίπλα σε σπουδαία ονόματα, για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, τις χαρές και τις λύπες που πέρασε. Μας αποκάλυψε τα λάθη ζωής που έκανε, την άλλη όψη της νύχτας, τα δώρα από τα «καψούρια», το μεγάλο της παράπονο, τη λατρεία της για τον γιο της Κωνσταντίνο, αλλά και τον άντρα που αγάπησε που όμως δεν τον κράτησε.

Μιλήστε μου για την οικογένειά σας, για τα παιδικά σας χρόνια. Τα περάσατε φτωχικά;
Ο πατέρας μου ήταν Ρουμελιώτης. Η μητέρα μου από τη Θεσσαλία. O πατέρας μου ήταν ενωμοτάρχης. Γεννήθηκα στην Καρδίτσα, γιατί η μητέρα μου ήταν δασκάλα εκεί, αλλά μεγάλωσα στη Λάρισα, στις θείες της. Ήμουν πολύ ατίθασο παιδί. Τις έκανα ό,τι ήθελα τις γιαγιάδες μου. Τράβηξαν τα πάνδεινα από εμένα (γέλια). Γύριζα ξυπόλυτη και έκανα αταξίες. Ακόμα και όταν φορούσα παπούτσια, οι σόλες μου ήταν τρύπιες, γιατί τα χαλούσα. Μάλωνα με τα παιδιά, ερχόντουσαν οι γειτόνισσες κι έκαναν παράπονα, με κυνηγούσε η γιαγιά μου με την παντόφλα να με δείρει, αλλά πού να με πιάσει... Ήμουν «αγριοκάτσικο»! Τότε ήταν δύσκολα χρόνια με τον Εμφύλιο πόλεμο, αλλά εγώ που ήμουν παιδάκι, δεν καταλάβαινα. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν το παιχνίδι στην αλάνα με αμπάριζα, κυνηγητό, κρυφτό, ποδόσφαιρο. Ήμουν «αγοροκόριτσο». Ζούσαμε φτωχικά. Πηγαίναμε και ψωνίζαμε στον μπακάλη με το τεφτέρι και περιμέναμε τη μητέρα μου να έρθει από το χωριό για να πληρώσει τα χρωστούμενα. Καμιά φορά που πήγαινα στο χωριό στη μητέρα μου, στο Λασποχώρι, κατέβαινα με το τρένο σ’ ένα χωριό πιο πριν κι από εκεί και πέρα με περίμενε ένας κάτοικος μαζί με το γάιδαρο να με πάρει να με πάει στη μητέρα μου. Μέχρι έξι χρόνων έζησα με τη μητέρα μου κι η ζωή στο χωριό ήταν τελείως διαφορετική. Οι άνθρωποι φορούσαν γουρουνοτσάρουχα. Δηλαδή, αυτοσχέδια παπούτσια από το δέρμα του γουρουνιού. Το γουρούνι ήταν πολύτιμο τότε. Από αυτό έφτιαχναν τα παπούτσια τους, το παστό τους, ακόμα κι από το έντερό του έκαναν μπαλόνια που παίζαμε εμείς. Αυτό ήταν το πρώτο μου παιχνίδι.

Τελειώσατε το γυμνάσιο στη Λάρισα και ήρθατε στην Αθήνα να σπουδάσετε.
Ναι, ήθελα να μπω στη Γυμναστική Ακαδημία, γιατί ήμουν αθλήτρια, στο σχολείο ήμουν πολύ καλή στη σφαίρα, στο δίσκο και στο ακόντιο.

Και πώς προέκυψε η Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη;
Με τη μητέρα μου αγαπούσαμε πολύ τον κινηματογράφο. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή μεσημέρι. Έλεγα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός του κινηματογράφου. Βρήκα λοιπόν τον αδελφό του Κώστα Γκουσγκούνη, που είχε μεγάλο φωτογραφείο στη Λάρισα. Τότε ο Κώστας Γκουσγκούνης ήταν κομπάρσος σε ταινίες. Ζήτησα λοιπόν από τον αδελφό του να μου δώσει τη διεύθυνσή του στην Αθήνα. Πήγα, του χτύπησα την πόρτα, βγήκε ένας ψηλός κύριος και μου είπε: «Δεν είναι εδώ ο Γκουσγκούνης, θέλετε κάτι;». «Ναι», του λέω, «να πάω σε μια δραματική σχολή για να γίνω ηθοποιός και θέλω να με βοηθήσει». Μου λέει: «Εγώ είμαι σε δραματική σχολή, είμαι σκηνοθέτης». Ήταν ο Χρυσόστομος Λιάμπος, αυτός που έκανε τις ταινίες με τον Γκουσγκούνη, ο οποίος με πήρε και με πήγε σε μια κινηματογραφική σχολή. Εκεί γνώρισα τον Ντίνο Δημόπουλο, τον Γιάννη Γκιωνάκη και τον Λάμπρο Κωστόπουλο που ήταν ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου. Αυτός λοιπόν με πήγε στον Δημήτρη Ροντήρη, έδωσα εξετάσεις με το έργο «Άννα Κρίστι» και πέρασα. Έτσι, μαθήτρια ακόμα της δραματικής σχολής, ξεκίνησα παίζοντας αρχαία τραγωδία με τον Δημήτρη Ροντήρη, κάνοντας περιοδείες σ’ όλο τον κόσμο. Μαγικές στιγμές! Έπαιζα στο Χορό και τον τέταρτο χρόνο που τελείωσα τη σχολή υποδύθηκα τη Χρυσόθεμη. Κι ενώ ετοιμαζόμασταν να πάμε τουρνέ στη Νότιο Αμερική, θα ανεβάζαμε τις «Τρωάδες» και θα έπαιζα την Κασσάνδρα, ερωτεύθηκα τον ηθοποιό Γιώργο Λευτεριώτη. Τα παράτησα όλα για να πάω μαζί του και αργότερα τον παντρεύτηκα. Εκείνος τότε είχε θίασο με τη Ζωή Λάσκαρη. Όμως δεν την άφησε ο Φιλοποίμην Φίνος να έρθει στην τουρνέ και μείναμε χωρίς πρωταγωνίστρια. Ο Λευτεριώτης πήρε την Ντόρα Κωστίδου και τότε έπαιζα και εγώ έναν ρόλο. Αργότερα η Κωστίδου τα παράτησε κι έφυγε κι έτσι με έβαλε και έπαιξα τον πρώτο ρόλο.

Πώς περάσατε από την υποκριτική τέχνη στο τραγούδι;
Στο θίασο του Λευτεριώτη γνώρισα την Τζόλυ Γαρμπή. Έτσι μόλις χώρισα, μου είπε να πάω να παίξω μαζί της στο «8 Γυναίκες Κατηγορούνται». Εκεί γνωρίστηκα με την Κατερίνα Γώγου. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν φίλος της. Μας κάλεσε σε μια ταβέρνα. Τραγούδησα εκεί το «Στα Περβόλια» και μου λέει ο Μίκης: «Εγώ έχω τραγουδίστρια τη Μαρία Φαραντούρη αλλά θέλω και μια λαϊκή τραγουδίστρια». Έτσι μπήκα στο τραγούδι, δεν είχα ιδέα, αλλά τραγουδούσα με την ψυχή μου. Με τον Μητροπάνο τραγουδούσαμε μαζί στις συναυλίες του Θεοδωράκη. Μετά ο Τάσος Σκορέλης έκανε μαγαζί στην Πλάκα και τραγουδούσαμε εκεί. Αυτός με πήγε στον Γιάννη Παπαϊωάννου, στον Μάρκο Βαμβακάρη, στον Γιώργο Μητσάκη. Κι ύστερα με γνώρισε στον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου «Δειλινά», τον Θωμά Μιχαηλίδη. Ο μαέστρος του δεν με ήθελε, αλλά ο Μιχαηλίδης επέμενε. Μπήκα λοιπόν στο σχήμα της Βίκυς Μοσχολιού, του Νίκου Ξανθόπουλου και του Σταμάτη Κόκκοτα. Η Μοσχολιού στην αρχή δεν με συμπαθούσε, αλλά μετά γίναμε πολύ καλές φίλες.

Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στις συνεργασίες σας ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Ο χρυσός μου, ο γλυκός μου ο Βασίλης Τσιτσάνης! Δουλέψαμε μαζί στις Τζιτζιφιές. Ο Βασίλης μιλούσε λίγο, αλλά έλεγε αλήθειες που με αφήνανε έκπληκτη. Ένα βράδυ τραγουδούσε κάποιος με δυνατή φωνή και εγώ τον θαύμαζα. Γυρίζει ο Τσιτσάνης, με κοιτάει καλά καλά και μου λέει: «Αχ Ελένη μου, και ο γάιδαρος γκαρίζει». Περάσανε χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε! Επίσης να σου αποκαλύψω ότι μου έκανε πρόταση να ερμηνεύσω τραγούδια του, αλλά εγώ δεν το έκανα γιατί δεν είχα μυαλό. «Εγώ σου στρώνω στρώματα μεταξωτά παπλώματα, κάνεις και καμώματα», θυμάμαι έναν στίχο που μου είχε πει και θα έκανε «μπαμ». Το μετάνιωσα, αλλά ήταν αργά. Έλεγα πολλά «όχι». Επίσης, και στον Μάνο Λοΐζο είπα πολλά «όχι», γιατί δούλευα μέχρι τις έξι το πρωί κι έπρεπε στις εννιά να είμαι στο στούντιο. Και για ταινίες είπα «όχι». Με γέμιζε η πίστα, ο κόσμος της νύχτας. Τότε ο κόσμος της νύχτας ήταν καλός.

Σπουδαία όμως ήταν και η συνεργασία σας με τον Γιώργο Ζαμπέτα.
Σπουδαίο κεφάλαιο στη ζωή μου, γιατί εκτός από χρόνια συνεργάτες, γίναμε και πολύ καλοί φίλοι. Τον αγάπησα τον Γιώργο και την οικογένειά του πάρα πολύ. Μου έλεγε τις πίκρες του, τα βάσανά του. Γιατί ο Γιώργος αναγνωρίστηκε όταν πέθανε. Όσο ζούσε ήταν δυστυχισμένος, για να μην πω τη λέξη τη βαριά, καταφρονεμένος στη χώρα μας. Στο εξωτερικό υποκλίνονταν στον Γιώργο Ζαμπέτα. Πηγαίναμε κάθε χρόνο στο χορό των εφοπλιστών και γινόταν χαμός, αλλά στην Ελλάδα τον περιφρονούσαν, έλεγαν ότι δεν είναι της υψηλής κοινωνίας τα τραγούδια του. Μια μέρα πριν φύγει ο Γιώργος, που πήγα στο νοσοκομείο «Σωτηρία» να τον δω, μου έπιανε το χέρι και μου το έσφιγγε με τέτοια τρυφερότητα που δεν είχα αισθανθεί ποτέ μου από κανέναν. Ήταν σπάνιος άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης (βουρκώνει). Θυμάμαι με κοίταζε και μου είπε: «Σε παρακαλώ, πεθύμησα αγκινάρες, φτιάξε μου αγκινάρες». Τις έφτιαξα την επόμενη μέρα, αλλά δεν πρόλαβα να τις πάω. Μου τηλεφώνησε ένας δικός μας άνθρωπος και μου είπε: «Ελένη, έφυγε ο Δάσκαλος». Διαλύθηκα κι είχα και τύψεις, γιατί δεν τις έφτιαξα τις αγκινάρες να του τις πάω την ίδια μέρα κι «έφυγε» χωρίς να γίνει η επιθυμία του.

Σταθήκατε πολύ τυχερή, γιατί μέσα σε αυτά τα 50 χρόνια της καριέρας σας συνεργαστήκατε, αλλά κάνατε και σπουδαίες φιλίες στο χώρο.
Ναι, πολύ τυχερή. Ευλογημένη, θα έλεγα. Και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ήμασταν καλοί φίλοι. Δουλεύαμε μαζί και το πρωί πηγαίναμε με τους χορευτές του κέντρου σ’ έναν κουμπάρο του στο Πόρτο Ράφτη και τρώγαμε βραστό κρέας σούπα. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πάνο Γαβαλά, τον Στράτο Διονυσίου; «Η Εθνική Ελλάδος» στο τραγούδι. Γιατί ο Τόλης Βοσκόπουλος; Το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου. Πολύ καλό παιδί, ψυχούλα. Κάναμε πολλή παρέα. Ήταν ένας Κύριος. Είχε μια σπάνια ευγένεια. Ήταν άρχοντας!

Δεχτήκατε ποτέ μέσα σ’ αυτήν τη δουλειά, στη νύχτα που είναι δύσκολη, σεξουαλική παρενόχληση;
Σε πολλούς άρεσα. Ερχόντουσαν, μου άνοιγαν κουβέντα και τους έλεγα «Σταμάτα, δεν θέλω, δεν γουστάρω, ρε φίλε». Έτυχε και θιασάρχης να με στριμώξει μέσα στο αυτοκίνητο και να μην μπορώ να κουνηθώ. Αλλά πάλεψα, τον έσπρωξα, του φώναξα: «Κόφτο», οπότε το σταμάτησε. Βεβαίως, η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, γι’ αυτό και δεν μπορώ να πάρω θέση στα σημερινά που ακούμε ότι συμβαίνουν. Εγώ θα σας πω για τα δικά μου, για την τότε εποχή. Στη δική μου εποχή συνέβαιναν, αλλά δεν προχωρούσαν σε χυδαιότητες ή ακρότητες. Ήταν άλλες εποχές τότε. Τώρα δυστυχώς έχουν ξεσαλώσει όλοι, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει ηθική. Δεν υπάρχουν ηθικοί φραγμοί. Πριν από λίγες μέρες πήγαινα σπίτι μου και στον δρόμο από την Κινέττα μέχρι την Αθήνα έκλαιγα και δεν μπορούσα να οδηγήσω. Μονολογούσα φωναχτά: «Θεέ μου, σε παρακαλώ σταμάτα αυτές τις φωτιές». Σκεφτόμουν τους ανθρώπους που χάνουν το βιος τους, τόσος πόνος, τα γλυκά μου τα ζωάκια που καίγονται... Γιατί τόση κακία; (λυγμοί). Δυστυχώς η Ελλάδα έχει γίνει ξέφραγο αμπέλι.

Είστε και ηθοποιός. Πώς νιώθετε με όλο αυτό που έχει ξεσπάσει τον τελευταίο καιρό με τις καταγγελίες περί σεξουαλικών κακοποιήσεων στο θεατρικό χώρο;
Δεν μπορώ ούτε καν να το σκέφτομαι. Στενοχωριέμαι. Καλά κάνανε και βγήκαν και τα είπαν, είναι θλιβερό όλο αυτό. Το λόγο έχει η Δικαιοσύνη για όλα αυτά. Πιστεύω ότι μετά από αυτό θα μαζευτούν κάποιοι, θα φοβούνται. Αλλά κοίτα και γύρω μας τι γίνεται. Δεν υπάρχει παιδεία. Δεν υπάρχει σεβασμός στον άνθρωπο. Παντού βία. Ο άλλος σκοτώνει τη γυναίκα του, τη μάνα του, το γείτονά του. Έχουν ισοπεδωθεί όλα.

Στη νύχτα που εσείς ζήσατε δεν ήταν έτσι τα πράγματα;
Όχι βέβαια. Ιδίως στα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά πού να τολμήσουν να κάνουν φασαρία ή να ενοχλήσουν γυναίκα. Κατ’ αρχάς στη «Νεράιδα» ή στη «Φαντασία», που ήταν οι «Μενιδιάτες», δεν τολμούσε κανένας να μπει μέσα και να κάνει φασαρία. Τον «κουτουπώνανε» αμέσως. Υπήρχε σεβασμός. Ο μετρ, αν δεν γνώριζε τον πελάτη, δεν τον έβαζε μέσα. Έλεγε «είμαστε γεμάτοι» Έρχονταν βιομήχανοι, εφοπλιστές, επιχειρηματίες που ήταν στην «υψηλή» κοινωνία. Σεβόντουσαν. Διασκέδαζαν, έσπαγαν πιάτα, πέταγαν λουλούδια, αλλά μέχρι εκεί.

Έχετε πει ότι στο μαγαζί που τραγουδούσατε έρχονταν πολλά «καψούρια». Καταφέρατε να έχετε «θηλυκή μαγκιά».
Έτσι είμαι ως χαρακτήρας: Θηλυκό-μάγκας. Έχει κι αυτό τη γοητεία του. Γέμιζα μαγαζιά με τα «καψούρια». Δεν υπήρχαν τότε γυναίκες στο πάλκο να κυκλοφορούν όπως ήμουν εγώ του θεάτρου. Τότε ήταν μαζεμένες οι κοπέλες. Εγώ ήμουν άνετη, μπήκα μπροστά, κατέβηκα από την καρέκλα, κουνήθηκα. Με έπαιρναν στα μαγαζιά, γιατί ήμουν μια νόστιμη κοπέλα. Δεν νομίζω ότι με έπαιρναν ως την καταπληκτική τραγουδίστρια, γιατί ήμουν περισσότερο διασκεδάστρια. Με την πάροδο του χρόνου άρχισα να «ωριμάζω» στο τραγούδι.

Υπήρξαν όμως και μεγάλοι θαυμαστές σας. Σας έχουν κάνει στην πίστα κάποιο ακριβό δώρο;
Ναι, όταν μου έκαναν δώρα στην πίστα, τα έπαιρνα. Μου κρεμάγανε στο λαιμό χρυσές αλυσίδες. Θυμάμαι ένας εφοπλιστής ανέβηκε στην πίστα και μου πέρασε στο δάχτυλο ένα πανάκριβο δαχτυλίδι. Αυτά τα έπαιρνα. Αλλά όταν μου στέλνανε με το σερβιτόρο στο καμαρίνι δώρα, τα γύριζα πίσω. Ή, όταν μου είπε κάποιος αυτό το διαμέρισμα να το πάρεις και θα κανονίσω εγώ, δεν το δέχτηκα. Μια φορά ένας μου έστειλε με το σερβιτόρο 200.000 δραχμές, γιατί είχα κάτσει μέχρι αργά και τραγούδησα στο τραπέζι του. Το 1975 αυτά ήταν πολλά λεφτά. Δεν τα πήρα.

Σας έκαναν ποτέ στην πίστα πρόταση γάμου;
Πρόταση γάμου όχι, αλλά θυμάμαι ερχόταν ένας πανέμορφος νέος Άραβας πρίγκιπας, γονάτιζε μπροστά μου στην πίστα και μου έδινε λουλούδια, ενώ τα πανέρια «έρχονταν» το ένα μετά το άλλο. Αλλά εγώ δεν είχα μυαλό. Και μια άλλη φορά με τραβούσε μπροστά σε όλο τον κόσμο στη «Νεράιδα» ο Ομάρ Σαρίφ να πάω μαζί του. Του είχα κάνει κι ένα κομπολόι δώρο με ημιπολύτιμες πέτρες δικό μου και ξετρελάθηκε. Υπήρξε ένα φλερτ, αλλά εγώ «βράχος». Δεν πήγα μαζί του. Έλεγα τι θα πουν οι άλλοι που μας βλέπουν, θα με περάσουν για «εύκολη» και τέτοια. Είχα πάρει ηθικές αρχές από το σπίτι μου. Δεν μπορούσα να τα κάνω αυτά.

Πώς μετά απ’ όλα αυτά παραμείνατε τόσο απλή;
Εγώ ήμουν πολύ ρεαλίστρια. Δεν ήμουν η Κάλλας. Ήμουν μια τραγουδίστρια που διασκέδαζε τον κόσμο. Καλή ηθοποιός ήμουν, αλλά δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ κανένας, ενώ θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα στο θέατρο. Ο Δημήτρης Χορν που μας έκανε μάθημα, όταν έλειψε ο Ροντήρης σε περιοδεία, μόλις τελείωσα τον\ μονόλογό μου σηκώθηκε και είπε: «Να, βρε παιδιά, αυτή είναι ηθοποιός» και με φίλησε.

Το έχετε παράπονο που σας «τράβηξε» περισσότερο το τραγούδι και όχι το θέατρο;
Το έκανα για το μεροκάματο. Έπαιρνα πολλά λεφτά στο τραγούδι, ενώ στο θέατρο «ψίχουλα»... Αλλά και δεν με χρησιμοποίησαν στο θέατρο. Ήταν όλοι να πάρουν την παρέα τους, την «κλίκα» τους – δυστυχώς υπήρχαν «κλίκες». Το ζητούσα και μου έλεγαν: «Έλα, βρε, μια χαρά είσαι στο τραγούδι». Ήμουν καλή τραγουδίστρια και διασκεδάστρια, αλλά ως ηθοποιός έσκιζα. Δυστυχώς κανείς δεν το εκμεταλλεύτηκε. Μόνο η Δήμητρα Παπαδοπούλου μου έγραψε έναν ρόλο στη θεατρική παράσταση «Μάνα θα πάω στο Ηollywood», που είχε επιτυχία δύο χρόνια. Είναι σπουδαία και την ευχαριστώ!

Τώρα που ανοίγει η μυθοπλασία, θα θέλατε να κάνετε κάτι στην τηλεόραση;
Πάρα πολύ, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά δεν με καλούνε. Παίρνουν τους δικούς τους. Συνεχίζω όμως το τραγούδι. Κάνω κάποιες συναυλίες. Επίσης ηχογραφήσαμε και ανεβάσαμε στο YouTube ένα πολύ ωραίο λαϊκό, έντεχνο τραγούδι με τίτλο: «Τροτέζα», σε στίχους του Γιώργου Μακρή και μουσική του Κωνσταντίνου Ρήγκου. Ο Γιώργος Μακρής δεν είναι μόνο ένας καλός στιχουργός (χρόνια πετυχημένος ως σκηνοθέτης στην τηλεόραση), αλλά τον αγαπώ πολύ γιατί είναι και σπουδαίος άνθρωπος, με ευαισθησίες.

Αισθάνεστε ότι έχετε κάνει αυτά που θέλατε;
Όχι, δεν έκανα τίποτα. Για το μόνο που ευγνωμονώ τη Μαίρη Βιδάλη είναι ότι πριν από μερικά χρόνια μου εμπιστεύθηκε στις «Τρωάδες» την Εκάβη και ξανανέβηκα στο σανίδι. Αγαπάω πιο πολύ το θέατρο. Αυτό είναι η δουλειά μου. Ευγνωμονώ το τραγούδι που μου έδωσε φτερά και την ευκαιρία να ζήσω αξιοπρεπώς, αλλά το θέατρο είναι το πάθος μου, το ξέρω, το σπούδασα.

Στην προσωπική σας ζωή κάνατε δύο γάμους, ο πρώτος με τον ηθοποιό Γιώργο Λευτεριώτη και ο δεύτερος ήταν με τον επιχειρηματία Ανδρέα Καραντάνη, με τον οποίο μείνατε μαζί δέκα χρόνια.
Ο Ανδρέας ήταν το πιο αξιόλογο πλάσμα που γνώρισα. Σοβαρός, δοτικός, υπέροχος, με αισθήματα. Εγώ ήμουν ατίθαση. Έκανα την έξυπνη, γιατί έβγαζα πολλά λεφτά από το τραγούδι και έλεγα ότι μπορώ να μείνω και μόνη μου, δεν χρειάζομαι κανέναν. Όταν με ρώταγαν γιατί χωρίσαμε τους έλεγα: «Δεν ξέρω...». Τον αγαπούσα. Ήταν ο τέλειος άνδρας. Πέθανε πριν από τρία χρόνια, αλλά τον αγαπάω ακόμη (βουρκώνει).

Κάνατε μαζί του τον γιο σας, τον Κωνσταντίνο, που είναι 42 χρόνων.
Ναι, είναι η λατρεία μου. Έχει πάρει Master σε σπουδές Μουσικής Βιομηχανίας και ΜΜΕ, είναι ένα σπάνιο παιδί και πριν μερικά χρόνια ονειρευόταν να φύγει στην Αμερική, να συνεχίσει στο Λος Άντζελες τις σπουδές του. Δυστυχώς δεν τον άφησαν από την πρεσβεία, γιατί του είπαν ότι πάει για δουλειά κι όχι για σπουδές. Έτσι το παιδί μου με τα Master και τα διπλώματα κατέληξε ν’ ανοίξει πιτσαρία στην Ελλάδα.

Νιώθω ότι ήσασταν «εκρηκτική» με τους άνδρες, γι’ αυτό και μείνατε μόνη σας. Είναι έτσι;
Τι σημασία έχει; Δεν βαριέσαι. Τα έχω πλέον φιλοσοφήσει τα πράγματα και λέω πόσο μάταια είναι όλα. Κοιτάω τα πράγματα που έχω στο σπίτι. Τα κοσμήματα τα χάρισα όλα. Τα έπιπλα τα περισσότερα. Όλα αυτά τα πράγματα είναι περιττά. Αγωνιζόμαστε να αγοράσουμε κι αυτό κι εκείνο και στην ουσία τίποτα από αυτά δεν μας είναι απαραίτητο. Γιατί τελικά τι είναι η ζωή; Αυτό που έγραψε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα...».

Αν γυρίζατε το χρόνο πίσω, νιώθετε ότι έχετε κάνει λάθη που θα θέλατε να διορθώσετε;
Όλο λάθη έκανα! Παντού. Και στα προσωπικά μου και στη δουλειά μου και στη δισκογραφία μου. Όλη μου η ζωή ήταν ένα λάθος! Λίγα πράγματα έκανα σωστά. Οπότε τι να πρωτοδιόρθωνα; Όλα τα πέρασα ξώφαλτσα στη ζωή μου... Ήμουν αγνός άνθρωπος. Δεν σκεφτόμουν πονηρά. Με κορόιδεψαν πολλοί και μου «έφαγαν» λεφτά. Με πήρε άνθρωπος γνωστός μου που είχε μαγαζιά και ήταν και κατασκευαστής και μου έδειξε να αγοράσω ένα τεράστιο μαγαζί το 1974 στην Πλατεία Δαβάκη, που κόστιζε 1.200.000 δραχμές. Μετά από μήνες πήγα να δω τι γίνεται, έμαθα ότι αυτό το μαγαζί ανήκε σε άλλη τραγουδίστρια και το δικό μου ήταν μόλις 20 τετραγωνικά μέτρα, στο κάτω πάτωμα. Όταν διάβασα τα συμβόλαια είδα ότι η τιμή πώλησης ήταν 300.000 δραχμές. Κι εγώ του είχα δώσει 1.200.000 δραχμές! Υπέγραψα γιατί του είχα εμπιστοσύνη. Μια άλλη φορά, κάποιοι «φίλοι» μού πούλησαν ένα κτήμα στην Αιδηψό που έκανε 30.000 δραχμές και εγώ το πλήρωσα 500.000 δραχμές. Τα λεφτά μου μου τα «έφαγαν» και σε άλλες περιπτώσεις κάποιοι δήθεν φίλοι. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, δεν θα γινόμουν ούτε ηθοποιός ούτε τραγουδίστρια, αλλά δασκάλα του Δημοτικού, για να γαλουχήσω παιδιά. Αυτά είναι η ελπίδα...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time