Στην αρχή της δεκαετίας του 1970, εν μέσω της χούντας ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ήταν στην ακμή της καριέρας του.

Το 1973 ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ήταν 40 ετών και διέπρεπε ως ηθοποιός σε κάθε είδους φιλμ, από ερωτικά δράματα όπως το υπέροχο «Η Σειρήνα του Μισσισιπή» δίπλα στην Κατρίν Ντενέβ έως ταινίες δράσης.

Στις 24/4 του '73, μόλις τρεις ημέρες αφ' ότου η δικτατορία στη χώρα μας συμπλήρωνε 6 χρόνια εξουσίας, μια εφημερίδα ανέφερε ότι ο Μπελμοντό κινδύνευε να καταδικαστεί από ελληνικό δικαστήριο, κατηγορούμενος για το αδίκημα του σπασίματος πιάτων στο τσακίρ κέφι.

Τότε, ο Μπελμοντό βρισκόταν στην Αθήνα για τις ανάγκες της ταινίας «Οι διαρρήκτες» (πρωτότυπος τίτλος «Le Casse», δηλαδή «Η Καταδίωξη»). Επρόκειτο για μία επιεικώς μέτριας ταινίας δράσης, η οποία βασιζόταν στους δύο γόητες, τον Σαρίφ και τον Μπελμοντό και δικαιολογούσε την ύπαρξή της κυρίως λόγω μιας παρατεταμένης σκηνής άγριου κυνηγητού με αυτοκίνητα μέσα σε σκηνικό κανονικής αστικής κυκλοφορίας.

Για τους απανταχού οπαδούς της αυτοκίνησης, αλλά προφανώς κυρίως για τους Έλληνες, η καταδίωξη αυτή θα γινόταν θρύλος.

Με τους «Διαρρήκτες» η έμμεση διαφήμιση της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού και ιδιαίτερα του Πειραιά ήταν τεράστια.

Ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης, ήταν πολύ υπερήφανος για την «πόλη-μοντέλο» που είχε δημιουργήσει, με πολλές και ποικίλες χωροταξικές παρεμβάσεις και, πάνω από όλα, μια σχεδόν υστερική μανία με την καθαριότητα.

Στο φιλμ ο Ζαν Πολ Μπελμοντό οδηγούσε ο ίδιος το Fiat 124 ST, και ένα από τα χαρακτηριστικά του ως ηθοποιού είναι ότι απέφευγε την υποκατάσταση από κασκαντέρ.

Ο Μπελμοντό ήταν ένας αυθεντικός άνθρωπος της δράσης και λάτρευε την αδρεναλίνη και τον κίνδυνο. Μάλιστα, συχνά πυκνά αναφέρονταν τραυματισμοί του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και των επικίνδυνων σκηνών -κατά κανόνα ελαφρών.

Δείτε το σχετικό βίντεο που ακολουθεί: