Τον βλέπεις και νομίζεις ότι είναι αριστοκράτης καθώς έχει το δικό του στυλ και τη γοητεία ενός σερ που λες και... ξεπήδησε από ταινία μιας άλλης εποχής. Κι όμως ο Τάκης Χρυσικάκος δεν είναι ο περιζήτητος μπον βιβέρ μιας αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας αλλά ένα παιδί που μεγάλωσε στην προσφυγούπολη της Κοκκινιάς.

Ο τζέντλεμαν του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης -αν και έχει κάνει και ρόλους κακού- ήταν γυναικοκατακτητής με τεράστιο φαν κλαμπ. Σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, κάνοντας πολλές καρδιές να χτυπήσουν και σχολικά ημερολόγια να γεμίσουν από φωτογραφίες του. Ο αριστοκρατικός γόης, με τη χαρακτηριστική φωνή, δεν έδωσε ποτέ τροφή στα ΜΜΕ για την προσωπική του ζωή παρά τη μεγάλη δόξα που γνώρισε και τις κατακτήσεις που είχε.

Μίλησε στην «ΟΝ time» για άγνωστες πτυχές της ζωής του, για μεγάλες «απώλειες» που τον στιγμάτισαν, στιγμές που τον καθόρισαν αλλά και για τον κορωνοϊό που λίγο έλειψε να γίνει ένα από τα τραγικά θύματά του. Επίσης, αναφέρθηκε στη φιλία του με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στους πολλούς και δυνατούς έρωτες που έζησε, ενώ μας αποκάλυψε και τον λόγο που δεν παντρεύτηκε.

Πού γεννηθήκατε και τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στη Νίκαια, στον Πειραιά. Κοκκινιώτης είμαι. Η Κοκκινιά ήταν μια προσφυγούπολη, γιατί κι εμένα οι γονείς μου ήρθαν διωγμένοι από τη Μάνη. Τα δύο αδέλφια μου είχαν γεννηθεί στη Μάνη. Έχω, λοιπόν, τις καταβολές απ’ αυτά τα δύο στέρεα μέρη που είναι το DNA της Μάνης και η διαπαιδαγώγηση μιας λαϊκής συνοικίας προσφύγων. Η γειτόνισσά μας, η κυρά Μέλπω, ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Ακόμα έχω στη μνήμη μου τις γεύσεις από τα φαγητά, γιατί τότε κάθε μέρα οι νοικοκυρές αντάλλασσαν τα πιάτα τους.

Ήταν μια συνοικία η οποία είχε αυτόν τον μαγικό πλουραλισμό ο οποίος ήταν στην ομιλία, εννοώ στις διάφορες ντοπιολαλιές των προσφύγων απ’ όλη την Ελλάδα και τη Μ. Ασία, στις γεύσεις, στις μουσικές, γιατί γλεντάγανε οι άνθρωποι αυτοί. Οι αυλές κάθε Σαββατοκύριακο ήταν γεμάτες και τα πικάπ παίζανε δυνατά και χόρευε ο κόσμος.

Επομένως όλος αυτός ο πλούτος για μένα ήταν πολύ σημαντικός, όπως επίσης και η ελευθερία που είχαμε. Υπήρχαν οι αλάνες όπου παίζαμε, ήταν χαρακτηριστικό ότι βγαίνανε οι μανάδες μας το σούρουπο και μας φώναζαν να γυρίσουμε γιατί τρέχαμε από δω κι από κει με τα διάφορα παιχνίδια μας. Ζούσαμε καλά. Μπορεί να μην είχαμε πολλά λεφτά, αλλά ποτέ δεν έλειψε τίποτα από το σπίτι μας. Ούτε και τα άλλα σπίτια στη γειτονιά είχαν πρόβλημα επιβίωσης. Μια χαρά ζούσαν. Ήταν άνθρωποι του μεροκάματου, αλλά προσπαθούσαν για το καλύτερο.

Ο πατέρας μου, Γιώργος, ήταν κουρέας-κομμωτής και αργότερα άνοιξε ένα πολύ μεγάλο κουρείο-κομμωτήριο στην πλατεία Βικτωρίας, που τότε ήταν περιοχή πολυτελείας, μαζί με τη Φωκίωνος Νέγρη και το Κολωνάκι. Η μητέρα μου Σταματία δεν δούλεψε ποτέ. Ασχολιόταν με τα οικιακά και μ’ εμάς τα παιδιά. Είχα και δύο αδέλφια, τη μεγαλύτερη μου αδελφή, τη Στρατηγούλα -Ρούλα την φωνάζαμε- και τον Δημήτρη. Δυστυχώς, τους «έχασα» κι αυτούς.

Ζήσατε λοιπόν σε μια λαϊκή γειτονιά, μέσα σε ανθρώπους του μεροκάματου. Πώς ήταν το παιδάκι Τάκης;
Ήμουν πολύ ζωηρός και δραστήριος. Με το που τελείωνε το σχολείο το μεσημέρι, πέταγα στην αυλή την τσάντα μου και τα παπούτσια -γιατί περπατάγαμε ξυπόλυτοι- και έτρεχα μαζί με τους φίλους μου για να παίξουμε. Ειδικά το καλοκαίρι τα πόδια μας από κάτω έκαναν αυτό που λέμε «σόλα».

Η πρώτη σας μεγάλη απώλεια ήταν όταν «έφυγε» η μητέρα σας;
Ναι, γιατί ήμουν πάρα πολύ νέος. Η αντίδρασή μου ήταν να το ρίξω έξω, να προσπαθώ να τα καλύψω όλα... κάτω από το χαλί που λένε, με ξενύχτια, γλέντια, με μια ζωή ξέφρενη.

Όταν ήσασταν μικρός, θέλατε να είστε στα φώτα, σας άρεσε να παίζετε σε παραστάσεις στο σχολείο;
Όχι. Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να σπουδάσω καπετάνιος. Απλώς δεν πρόλαβα να δώσω στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων κι επειδή είχα παίξει σε μια ερασιτεχνική παράσταση και μ’ άρεσε το θέατρο, είπα για να μην περάσει έτσι η χρονιά, να πάω σε μια Δραματική Σχολή. Και έτυχε η σχολή που με δέχτηκαν να είναι του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν». Από τότε άλλαξε η ζωή μου. Δεν είχα σκοπό να γίνω ηθοποιός. Αυτό έγινε από μόνο του. Δεν με ενδιέφερε να γίνω γνωστός. Ήμουν ένας πολύ ζωηρός νέος που αυτό που με ενδιέφερε ήταν να ζω έντονα, να περνάω καλά με τις παρέες μου, να γλεντάω. Δηλαδή, αυτό που με ενδιέφερε ήταν η ζωή. Να περνάω καλά. Δεν είχα σκοπό τα φώτα, τη δημοσιότητα.

Η πρώτη σας παράσταση ποια ήταν και πού;
Με το που μπήκα στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» συγχρόνως αρχίσαμε πρόβες για το Φεστιβάλ στο Λονδίνο στο Αldwych Theatre, όπου έπαιρναν μέρος όλα τα μεγάλα θεατρικά σχήματα, δηλαδή το Piccolo Theater, το Θέατρο Νο της Ιαπωνίας κ.ά. και παρουσιάσαμε τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη και τους «Πέρσες» του Αισχύλου.
Έτσι τα πράγματα διαμορφώθηκαν από μόνα τους σιγά σιγά.

Η μεγάλη σας δημοσιότητα πότε ήρθε;
Ξεκίνησε από την πρώτη μου ταινία που ήταν η «Υπόθεση Πολκ», που πήρα το βραβείο στη Θεσσαλονίκη. Τότε με πήρε ως συμπρωταγωνιστή η Αλίκη Βουγιουκλάκη και μετά ήρθε και η τηλεόραση. Οι πιο δημοφιλείς σειρές ήταν «Η Κραυγή των Λύκων» του Νίκου Φώσκολου με τη Μαρία Αλιφέρη και συγχρόνως έκανα τη «Μαρία Πάρνη» με τη Ζωή Λάσκαρη.
Με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ υπήρξατε πολύ καλοί φίλοι.

Ναι, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ έπαιξα σε δύο φοβερές παραστάσεις. Επίσης, διδάσκαμε στη Δραματική Σχολή του Διαμαντόπουλου και ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους μου. Τον πήγαινα, θυμάμαι, σε μια ψαροταβέρνα στη Δραπετσώνα και τρώγαμε. Μου έλεγε για την Αγία Σοφία και όλη την περιοχή: «Τάκη, εγώ έχω σερβίρει σε όλα αυτά τα μέρη», γιατί ο πατέρας του είχε καφενείο και δούλευε εκεί. Τον αγαπούσα τον Δημήτρη και με αγαπούσε πολύ. Τον σκέφτομαι με μεγάλη αγάπη.

Μιλήστε μου λοιπόν για εκείνη την εποχή που μπαίνει για τα καλά η δημοσιότητα στη ζωή σας και γίνεστε ένας από τους περιζήτητους ζεν πρεμιέ για πολλά χρόνια.
Όπως σας είπα κάποιος διαμορφώνεται με το χρόνο. Όταν λοιπόν έγινε αυτό απότομα με την τηλεόραση -ιδιαίτερα τότε με τα δύο κρατικά κανάλια που ό,τι έπαιζες, κι όχι μόνο σειρές, αλλά και το Θέατρο της Δευτέρας όπου έπαιξα πολύ- από τη μια μέρα στην άλλη γινόσουν γνωστός σε όλη την Ελλάδα. Τότε η «Κραυγή των Λύκων» είχε τρομερές θεαματικότητες. Μου άρεσε, με έσωσε το DNA της Μάνης και το ότι μεγάλωσα στη Κοκκινιά. Αυτό με έκανε να πατάω γερά στη Γη. Γιατί με το να γίνεις γνωστός από τη μια μέρα στην άλλη, λίγο - πολύ τα χάνεις. Δηλαδή λίγο - πολύ «ψωνίζεσαι». Κι είναι εύλογο αυτό το πράγμα να γίνεται. Επομένως, αυτό θέλει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να το χαλιναγωγήσεις και να καταλάβεις ότι στην Ελλάδα είσαι, δεν σημαίνει τίποτα.

Η δημοσιότητα δεν κρατάει πολύ;
Η φήμη είναι εφήμερη. Ζούμε σε μια μικρή χώρα που η δημοτικότητα δεν σημαίνει και πλούτος. Ένας ηθοποιός πρέπει να δουλεύει συνέχεια για να αντεπεξέλθει. Δεν είμαστε σε μια αγγλόφωνη ή ισπανόφωνη χώρα κ.λπ. που αν παίξεις σε μια ταινία ή σε μια - δυο- τρεις σειρές έχεις εξασφαλίσει και τα δισέγγονά σου. Δεν συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα. Άρα πρέπει να είσαι όσο το δυνατόν πιο προσγειωμένος και πιο σεμνός.

Αυτό το κατάλαβα πολύ σύντομα. Θυμάμαι, κάποτε ήμουν στην Ύδρα σε μία παρέα με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ερρίκο Ανδρέου -που είχαμε κάνει γυρίσματα για τον «Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα» και στην Ύδρα- τη Νόρα Βαλσάμη, την Ελένη Ανουσάκη κι έγινε μια ουρά για αυτόγραφα. Υπέθεσα ότι θα ήταν για τη Μελίνα Μερκούρη. Κι όμως ήταν για μένα! Αυτό το περιστατικό, αντί να «ψωνιστώ», ήταν για μένα η στιγμή της συνειδητοποίησης ότι αυτό που ζω είναι το μεγαλείο του εφήμερου. Σκέφτηκα ότι δίπλα μου είναι η Μελίνα, που ήταν, είναι και θα είναι σταρ, κι εγώ απλά είμαι ένα εφήμερο πρόσωπο το οποίο υπάρχει όσο είναι η σειρά στον αέρα και μετά τελειώνει και τελειώνω κι εγώ.

Εκεί είπα: «Τάκη, σοβαρέψου. Αυτό που ζεις είναι εφήμερο». Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ.
Δηλαδή το παραδέχεστε ότι κι εσείς την «ψωνίσατε» για ένα μικρό διάστημα. Δεν αντέξατε όλο αυτό το βάρος της δημοσιότητας που σας έπνιξε.

Λογικό είναι. Ένα νέο παιδί ήμουν. Πώς μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό το πράγμα; Ήταν δύσκολο. Απλά σε εμένα βοήθησαν οι καταβολές μου από τη Μάνη και την Κοκκινιά για να το ξεπεράσω πάρα πολύ γρήγορα. Είμαι ένας άνθρωπος πολύ «γειωμένος». Το διάστημα αυτό που λέμε ότι την «ψώνισα» ήταν πολύ μικρό και δεν έκανα κακό σε άνθρωπο, δεν πείραξα άνθρωπο. Δεν συνέβη κάτι.

Υπήρξατε ένας από τους πιο ωραίους άνδρες, με πολλές θαυμάστριες. Δεν παντρευτήκατε ποτέ. Δεν το τολμήσατε ή δεν έτυχε;
Είμαι ένας άνδρας χορτασμένος από έρωτα. Οι σημαντικές σχέσεις που είχα στη ζωή μου δεν ήταν απλώς να βρισκόμαστε. Συζούσαμε. Επομένως, έχω όλη αυτή την εμπειρία. Το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκα οφείλεται στο ότι πιθανόν αυτές που ήθελα εγώ να μη με ήθελαν για σύζυγο.

Ήμουν, όπως λέτε, πολύ επιθυμητός στις γυναίκες, αλλά οι κοπέλες οι καλές ήθελαν ασφάλεια και το καταλαβαίνω. Κι εννοώ ότι ήθελαν κάποιον που δεν θα τον κυνηγούσαν οι γυναίκες, που τα οικονομικά του δεν θα ήταν πάνω- κάτω, που δεν θα τους δημιουργούσε την ανασφάλεια που τους δημιουργούσα εγώ. Έτσι αυτές που ήθελα εγώ για να παντρευτώ, δεν έμεναν, φεύγανε. Λίγο οι γονείς, λίγο οι φίλες κάτι τους λέγανε και την... κάνανε. Εξάλλου, μου το είχαν πει μερικές φορές. «Δεν μπορώ να βγαίνουμε έξω κι αντί να κοιτάνε εμένα -ήταν πολύ ωραίες κοπέλες-, όλες να ασχολούνται μαζί σου». Αυτό τους κόστιζε.

Δηλαδή, έχετε υποφέρει από ζήλια και έχουν χαλάσει από αυτό οι σχέσεις σας;
Ναι. Όμως ήταν λογική αυτή η ζήλια τους. Την καταλάβαινα απόλυτα. Όπως επίσης το γεγονός ότι στο σύνολό τους με απάτησαν. Από ανασφάλεια το κάνανε. Νομίζανε ότι έτσι ήμουν κι εγώ, που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί στις σχέσεις μου ήμουν μονογαμικός. Το κατανοώ και το συγχωρώ τώρα. Την εποχή εκείνη ήμουν ένας ήλιος. Πώς να σταθεί δίπλα μου ένα κορίτσι. Ένιωθε πολύ μειονεκτικά. Εγώ έτυχε να βγω με μερικές πολύ ωραίες και γνωστές κυρίες. Ας πούμε, την εποχή εκείνη ήταν πολύ φίλη μου -δεν είχαμε ερωτική σχέση- η Βάνα Μπάρμπα.

Η Βάνα όταν βγαίναμε τότε, έβλεπα τον κόσμο να... κουτουλάει στις κολόνες! Ήταν ένα φοβερό πλάσμα. Εγώ ένιωθα υπερήφανος για τη φίλη μου κι έλεγα: «Κοίτα εγώ συνοδεύω τώρα αυτή τη γυναίκα!». Δεν το λένε όμως όλοι και όλες αυτό το πράγμα.

Μου είπατε ότι στην προσωπική σας ζωή είστε γεμάτος. Αυτό σημαίνει ότι έχετε ζήσει δυνατούς έρωτες;
Ναι, έχω ζήσει τεράστιους έρωτες, δυνατούς και πολλούς, που έχω πονέσει, έχω κλάψει, περνάγανε χρόνια για να το ξεπεράσω όλο αυτό. Το «πένθος» για να το ξεπεράσω κράταγε δύο χρόνια, ίσως και παραπάνω, για να μπορέσω να κάνω το επόμενο βήμα.

Δηλαδή, ο έρωτας σας καθόρισε; Είστε άνθρωπος που αναζητούσε τον έρωτα;
Ναι. Εδώ πάλι θα ανατρέξουμε στην οικογένεια που «έφαγα την αγάπη με το κουτάλι». Οι γονείς μου ήταν πολύ αγαπημένοι. Αυτό που μου δώσανε και οι δυο γονείς μου ήταν μια υπέρμετρη αγάπη. Κι επίσης και η δεύτερη μάνα μου, που ήταν η αδελφή μου. Άρα εγώ μεγάλωσα πιστεύοντας -αυτή ήταν η παγίδα μου- ότι οι άνθρωποι έτσι ζούνε. Δηλαδή ερωτεύονται, γίνονται ζευγάρι και πορεύονται στη ζωή τους. Εγώ δεν ήξερα ούτε υποκρισία, ούτε ψέματα, ούτε σκοπιμότητες. Αυτά τα γνώρισα μέσα από τις σχέσεις μου.

Πιστεύετε ότι σας ερωτεύθηκαν ή σας αγάπησαν περισσότερο;
Αυτό μπορώ να το καταλάβω τώρα, περνώντας τα χρόνια. Γιατί τώρα πια δεν πιστεύω στον έρωτα αλλά στην αγάπη. Εάν ο έρωτας δύο ανθρώπων μετεξελιχθεί σε αγάπη, έχει σωθεί.

Αλλιώς ο έρωτας είναι πάθος κι αν μετεξελιχθεί σε πάθος, είναι καταστροφή. Θεωρώ ότι με ερωτεύθηκαν περισσότερο. Ίσως η εμφάνισή μου, η δημοτικότητα που είχα, προκαλούσα έντονα συναισθήματα. Έχω μακροχρόνιες σχέσεις με φίλες μου που με αγαπήσανε και κρατάνε αυτές οι σχέσεις δεκαετίες ολόκληρες. Δεν ήταν ερωτικές σχέσεις, αλλά σχέσεις αγάπης και φιλίας. Κι επειδή στη ζωή ψάχνουμε την ισορροπία, αυτή την ισορροπία της αγάπης που την είχα πολύ μεγάλη ανάγκη, τη βρήκα στις φίλες μου. Την έχω ακόμα, με το που βρισκόμαστε ή μιλάμε στο τηλέφωνο υπάρχει αυτή η τεράστια αγάπη. Αυτό με ισορροπεί. Επίσης το γεγονός ότι εγώ ήμουν δίπλα και μεγάλωσα τους απογόνους της αδελφής μου, που «έφυγε» νωρίς, δηλαδή τα ανίψια μου, είναι για μένα η ισορροπία της οικογένειας.

Δεν επιθυμήσατε ένα δικό σας παιδί;
Έχω δύο παιδιά που δεν είναι δικά μου με την έννοια του σπέρματός μου αλλά είναι πιο δικά μου από δικά μου. Παιδιά σου είναι αυτά που τα μεγαλώνεις και ζουν μαζί σου. Είμαι πατέρας τους. Επομένως δεν μου έχει λείψει αυτό το κομμάτι. Έχω την Ανατολή, την ανιψιά μου, και τον γιο της, τον Παναγιώτη, που είναι 14 χρόνων. Είναι καταπληκτικό το πόσο μου μοιάζει. Έχει πάρει λίγο από τη μάνα του και πολύ από εμένα.

Χάσατε νωρίς τη μητέρα σας, την αδελφή σας και τον αδελφό σας. Έχετε πολλές «πληγές».
Δεν ξέρω αν είναι «πληγές». Ο άνθρωπος διαμορφώνεται από αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του. Δεν ξέρω αν αυτά ήταν για κακό ή για καλό μου. Τείνω να παραδεχτώ τώρα, ότι αυτά όλα, καλό μου κάνανε. Με έκαναν καλύτερο άνθρωπο, να έχω περισσότερη συμπόνια, μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, να νοιάζομαι για τους άλλους και πολλά άλλα.

Πώς σας βρίσκω σήμερα; Μόνο ή με κάποια κυρία;
Μόνος και αυτάρκης. Σε αυτήν τη φάση της ζωής μου και στην ηλικία που είμαι δυσκολεύομαι πολύ να κάνω κάποια σχέση, δεν θέλω. Είναι και μια μεταβατική περίοδος, πέρασα και δύσκολα πέρσι γιατί νόσησα από κορωνοϊό. Το καλοκαίρι κάναμε πρόβες στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για ένα έργο με την αγαπημένη μου τη Βέρα Κρούσκα.

Εκεί με χτύπησε ο κορωνοϊός. Φταίω γιατί δεν έτρεξα αμέσως σε νοσοκομείο και το άφησα. Γιγαντώθηκε -έχω κι ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας- και πέρασα πολύ δύσκολα. Έπαθα βαριά πνευμονία, άρπαξα και ένα ενδονοσοκομειακό μικρόβιο. Την γλίτωσα στο παρά πέντε.

Φοβηθήκατε όταν βρεθήκατε σε τόσο σοβαρή κατάσταση με τον κορωνοϊό;

Όχι, εγώ δεν φοβάμαι γιατί πέρασα όλες αυτές τις «απώλειες» και τις ξεπέρασα, συν το ότι είμαι άνθρωπος που πιστεύω πολύ. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασής μου ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα πεθάνω. Έκανα υπομονή και έμεινα επτά βδομάδες στο νοσοκομείο. Ήταν πολύ δύσκολο. Σε ένα δωμάτιο όπου δεν υπάρχει ψυχή και βλέπεις μόνο νοσηλεύτριες κουκουλωμένες και γιατρούς. Αυτό που μου είπαν οι γιατροί ήταν: «Ευτυχώς που ήσουν εμβολιασμένος, γιατί αλλιώς τώρα δεν θα μιλάγαμε». Θα είχα «φύγει».

Τον τελευταίο καιρό πολλοί συνάδελφοί σας βλέπουμε ότι έρχονται στο δρόμο του Θεού.

Πιστεύετε ότι και σε σας υπήρξε το προστατευτικό «χέρι» του Θεού και σωθήκατε;
Ναι, σαφώς. Η μητέρα μου, όσο την έζησα, ήταν άνθρωπος του Θεού. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη που θα κάνει ο άνθρωπος είναι να «βρει» τον Θεό.

Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;
Το Θείο στοιχείο που υπάρχει μέσα μας και έξω από μας. Αυτό είναι ό,τι πιο σπουδαίο, γιατί αμέσως καθορίζει και το δρόμο που θα πάρεις. Ο άνθρωπος που πιστεύει δεν φοβάται. Είναι τόσο απλό.

Η πίστη είναι η απόλυτη ελευθερία. Αν πιστεύεις, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Εγώ όλα αυτά τα γνώρισα με τον σωστό τρόπο, μέσα από τη σχέση μου με το Άγιον Όρος, από ανθρώπους πολύ φωτισμένους. Εμένα στο Άγιον Όρος έγινε η αποκάλυψη μ’ έναν τρόπο μαγικό. Πήγα εκεί για να διαπιστώσω αν υπάρχει κάποιος που ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια.

Και την ημέρα που πήγα εκεί με κάποιους φίλους και μείναμε στη σκήτη του πατέρα Νίκωνα, μου έδωσε το απόγευμα μια σακούλα με λίγο τυρί και ντομάτες και μου είπε: «Παναγιώτη μου, θα πας εκεί, θα βρεις τον πατέρα Συμεών ο οποίος έχει πέσει στο Μυστήριο της Σιωπής, δεν μιλάει, μην ανησυχείς, αλλά δώσε του αυτά». Κι εδώ αρχίζουν τα περίεργα, γιατί συνάντησα αυτόν που εγώ έψαχνα. Και πώς το ήξερε ο πατέρας Νίκωνας, αφού δεν το είχα πει πουθενά και με έστειλε σε αυτόν που εγώ αναζητούσα; Διότι αυτός ήταν ένας μοναχός πολύ γέρος που είχε αναλώσει όλη τη ζωή του στον μοναχισμό. Η επιστασία του Αγίου Όρους επειδή ήταν ζηλωτής ήθελε να του πάρει τη σκήτη, γιατί οι σκήτες έχουν Ιστορία.

Αναλαμβάνει μετά ένας δόκιμος και συνεχίζει την ιστορία 300 χρόνων. Ο πατέρας Συμεών άρχισε να μου πιάνει τα χέρια, να μου χαρίζει πράγματα, να ανάβουμε κάτι κεράκια κι ήταν ευτυχισμένος. Αυτός ο μοναχός αντί να βγάζει κακία για την αδικία που του γινόταν, ήταν με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Είχε μετουσιώσει την αδικία σε αγάπη. Και ξαφνικά είδα ότι κάποιος μπορεί να ξεπεράσει τα όρια. Αυτό που έψαχνα το είδα μπροστά μου.

Ήταν ένα μικρό θαύμα;
Μπορεί. Αναρωτιόμουν πώς ο πατέρας Νίκωνας, που δεν του είχα πει τι ψάχνω, με έστειλε στον πατέρα Συμεών; Πώς ήξερε ότι αυτό ψάχνω;

Είστε κοντά 50 χρόνια στο θέατρο. Στην εποχή τη δική σας υπήρχαν περιπτώσεις σεξουαλικών κακοποιήσεων και παρενοχλήσεων όπως ήρθαν σήμερα στο φως;
Κατ’ αρχάς να πω ότι εγώ δεν βίωσα τίποτα τέτοιο. Άκουγα ότι κάτι γίνεται, δηλαδή ότι ο άνθρωπος που έχει εξουσία το εκμεταλλεύεται κιόλας. Βέβαια, άμα πέσει σε ζόρικο άνθρωπο, δηλαδή εγώ χρειαζόταν μια ματιά να ρίξω και τελείωνε εκεί. Μόνο με ένα βλέμμα. Δεν μπορούσε να με πειράξει κάποιος ή να θέλει κάτι από μένα.

Δηλαδή, σε εσάς δεν έχει συμβεί σεξουαλική παρενόχληση στο θέατρο;
Απολύτως τίποτα, παρόλο που εγώ ήμουν τότε το όμορφο πλάσμα που όλοι το θέλανε. Εγώ δεν βίωσα απολύτως τίποτα. Το μόνο που μου έχει συμβεί είναι σ’ ένα μαγαζί όταν κάποιος που είχε μεγάλη εξουσία, μου έκανε ερωτική εξομολόγηση, έβαλε τα κλάματα και τον λυπήθηκα. Εγώ του είπα δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με αυτά και έφυγα. Ο τρόπος που έγινε δεν ήταν καθόλου επιθετικός αλλά άκρως συναισθηματικός. Όμως είμαι βέβαιος ότι άνθρωποι που είχαν εξουσία θα το εκμεταλλεύονταν, αλλά φαντάζομαι ότι τότε δεν λέγονταν αυτά.

Πώς βλέπετε όλο αυτόν το σάλο που έχει ξεσπάσει στο θεατρικό χώρο με τις καταγγελίες περί σεξουαλικών κακοποιήσεων και δύο συνάδελφοί σας, ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Πέτρος Φιλιππίδης, έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη;
Εγώ για τα πρόσωπα δεν θα πω τίποτα, γιατί πρέπει να μιλήσει η Δικαιοσύνη, όχι εγώ. Για μένα είναι απαράδεκτο που βγαίνει ο καθένας και μιλάει. Για το κίνημα #ΜeToo καλώς έχει γίνει για να προστατεύσει κάποια άτομα και να συγκρατήσει ανθρώπους που έχουν εξουσία από το να ασκήσουν την οποιαδήποτε εξουσία πάνω σε αδύναμα πλάσματα. Βέβαια, βλέπουμε κατά καιρούς και κάποιες υπερβολές οι οποίες γίνονται γιατί κι αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι.

Ότι, αν έχω εγώ απωθημένα όταν ήμουν νεαρός που η τάδε πρωταγωνίστρια ή ο τάδε σκηνοθέτης δεν έκαναν αυτό που ήθελα, μπορώ να βγω μετά από μερικά χρόνια και να μη μου έχει φύγει το απωθημένο και να το ρίξω έτσι γιατί δεν έχω να χάσω τίποτα. Ξέρω ότι θα με καλύψουν όλα τα Μέσα που υπάρχουν. Εδώ θέλει να υπάρχει μια ισορροπία γιατί το βλέπουμε και παγκόσμια. Το σίγουρο είναι πως είμαστε με την πλευρά των ανθρώπων που έχουν αδικηθεί ή τους έχει ασκηθεί οποιαδήποτε βία. Το πιο εμετικό για μένα είναι να απαιτήσεις από ένα άτομο ερωτική σχέση με τη βία. Ο έρωτας δίνεται μόνος του. Αυτοπροσφέρεται. Δεν μπορείς να τον απαιτήσεις.

Πώς καταφέρατε, ενώ είστε παιδί μιας οικογένειας από μια λαϊκή συνοικία του Πειραιά, ο κόσμος να σας θεωρεί γόνο πλουσίων και αριστοκρατών;

Έλα ντε (γέλια). Πρόσφατα μου πήραν μια συνέντευξη από το Μega για τα νυχτερινά μαγαζιά. Πώς έγινε; Πήραν συνέντευξη από τον Αντώνη Καφετζόπουλο και ενώ κουβέντιαζαν για τη νύχτα, αυτός τους είπε: «Με ρωτάτε εμένα; Ένας μόνο τα ξέρει
αυτά και με πήγαινε παντού σε αυτά τα μαγαζιά, είναι ο Τάκης Χρυσικάκος». Και... μείνανε.

Όπως είχε «μείνει» η Μαλβίνα Κάραλη όταν της είχε πει το ίδιο για μένα. Είναι το DNA μου, όπως σας είπα, και η διαμόρφωση από το περιβάλλον μου. Θα έλεγα ότι μου ταιριάζει μια φράση του Μάρκου Βαμβακάρη «Ήμουνα μάγκας μια φορά με φλέβα αριστοκράτη». Εγώ ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Θέλω να πω ότι αυτά τα δύο δεν είναι αταίριαστα. Εξαρτάται τι ψυχούλα και τι επίπεδο κουβαλάς.

Πώς τα καταφέρατε και πάντα προφυλάξατε την προσωπική σας ζωή;
Πάντα προφύλασσα πολύ τον εαυτό μου και την προσωπική μου ζωή. Κανείς δεν γνωρίζει πράγματα για την προσωπική μου ζωή. Ποιες ήταν οι αγαπημένες μου. Είναι άποψη και θέση ζωής. Και φανερώνει ότι αυτό που λένε κάποιοι: «Αχ ήρθανε και με βγάλανε φωτογραφίες και δεν το ήξερα», είναι ψέματα. Είναι συμφωνημένα. Αν θέλεις να διαφυλάξεις για σένα την προσωπική σου ζωή, μπορείς.

Τι θέλετε από εδώ και πέρα; Έχετε κάποια καλλιτεχνικά σχέδια;
Θέλω να ζω κοντά στη θάλασσα, εδώ που μου αρέσει, και να κάνω πράγματα που αγαπώ. Πέρα από το να με φωνάξουνε στο ΚΘΒΕ ή σε κάποιο άλλο θέατρο να παίξω ή να σκηνοθετήσω, αυτά που κάνω είναι πολύ ιδιαίτερα. Ασχολούμαι με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Γεώργιο Βιζυηνό, το Νίκο Καζαντζάκη, τον Διονύση Χαριτόπουλο και άλλους. Θα ανεβάσουμε από τον Σεπτέμβριο σε μεγάλους χώρους την παράσταση «Τα κατά Μάρκον – Μια Λαϊκή Λειτουργία». Ο Ευαγγελιστής Μάρκος (Βαμβακάρης) συναντά τον Αρχάγγελο Μιχαήλ (Γενίτσαρη) του Λάμπρου Λιάβα, που παρουσιάσαμε για μία μόνο παράσταση στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Πρόκειται για έναν θεατρικό μονόλογο (σκηνοθετώ και παίζω) που στηρίζεται στις βιογραφίες των ρεμπετών Μάρκου Βαμβακάρη και Μιχάλη Γενίτσαρη, καθώς επίσης κι ένα μέρος του στη βιογραφία της Αγγέλας Παπάζογλου, για τον άνδρα της τον ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου. Στόχος μας είναι να παιχτεί και σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ειδικά τώρα που το ρεμπέτικο μπήκε στην Πολιτιστική Κληρονομιά της UNESCO. Με ενδιαφέρει επίσης να επιστρέψω στην τηλεόραση που την αγαπώ. Γίνονται πάλι ωραίες δουλειές.

*Δημοσιεύθηκε στην On Time