Ρίκα Διαλυνά: Νόμιζαν ότι εκδιδόμουν και με ρωτούσαν πόσα θέλω
Σοκάρει η εξομολόγηση της ηθοποιού
Μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης παραχώρησε η Ρίκα Διαλυνά. Η αγαπημένη ηθοποιός άνοιξε την καρδιά της στο περιοδικό «Λοιπόν» και μίλησε για τη διεθνή της καριέρα, τις απώλειες αλλά και τη νέα της ζωή στην Κρήτη.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι αυτή είναι η τελευταία της συνέντευξη, καθώς δεν της αρέσει να μιλάει για τα παλιά και εξομολογήθηκε ότι δεν πήγε στην κηδεία του πατέρα της.
Πήρα μία φίλη μου και της είπα έλα από εδώ, γιατί δεν αισθανόμουν καλά. Πήρε το αεροπλάνο και ήρθε και θυμάμαι πως τηλεφώνησα στην Ελλάδα και μου είπαν πως δεν ήθελαν να μου πουν για να μην ανησυχήσω, πως ο πατέρας μου είναι άρρωστος και δεν μπορεί να φύγει αν δεν με δει. Ζήτησα άδεια, χαιρέτησα τον πατέρα μου και μόλις επέστρεψα στη Γερμανία ήρθε τηλεγράφημα που έλεγε πως έφυγε. Εγώ θυμάμαι πως είχα μία σκηνή με 7 φέρετρα μπροστά μου και να κοροϊδεύω τους πεθαμένους. Ήταν η κακή νεράιδα ή μάγισσα που με κυνήγησε.
Μετά από όλα αυτά με ειδοποίησαν πως η μητέρα μου δεν είναι καλά και πως έχει 6 μήνες ζωής. Έφυγα και μάλιστα στη Γαλλία που είχα υπογράψει τότε για μία ταινία δεν με πίστευαν και μου έλεγαν πως αυτά είναι δικαιολογίες. Ήρθα εδώ και με τη μεγάλη φροντίδα έζησε η μητέρα μου 4 χρόνια.
Βγήκα κατά τις 3:00 τα ξημερώματα στον δρόμο σαν χαμένη σαν τρελή και περπατούσαν άνθρωποι δίπλα που με ρωτούσαν «κοριτσάκι, πόσα θέλεις;». Ήμουν αγνώριστη και νόμιζαν πως εκδιδόμουνα.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι αυτή είναι η τελευταία της συνέντευξη, καθώς δεν της αρέσει να μιλάει για τα παλιά και εξομολογήθηκε ότι δεν πήγε στην κηδεία του πατέρα της.
Σε ποια φάση της ζωής σας πετυχαίνουμε;
Με βρίσκετε σε μία αρκετά περίεργη φάση, διότι ήρθα στην Κρήτη με την οικογένειά μου, δηλαδή την κόρη μου και τον εγγονό μου για να εγκατασταθώ εδώ πέρα και για να είμαι σίγουρη ότι θα μείνω μετέφερα όλα μου τα χαρτιά και τα πάντα εδώ πέρα και είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη. Αυτό οφείλεται στον κοροναϊό, έκανε και ένα καλό. Αυτή θέλω να είναι η τελευταία μου συνέντευξη, γιατί δεν μου αρέσει να μιλάω για τα παλιά.Αντιληφθήκατε το μέγεθος της επιτυχίας που κάνατε στην καριέρα σας;
Όχι, γιατί δεν σταμάτησα ποτέ, πάντα μου άρεσε να προχωρώ. Δεν στάθηκα να πω εγώ έχω κάνει αυτό έχω κάνει εκείνο. Ζούσα ευτυχισμένη με τους με τους ανθρώπους μου, με τις δουλειές που έκανα. Έκανα αυτά που είχα ονειρευτεί και μαζί μου ήταν δύο νεράιδες που με κοίταζαν στη ζωή μου, η καλή και η κακή νεράιδα. Η καλή νεράιδα με το χρυσό ραβδί ήτανε πάντα μπροστά μου από μικρό παιδάκι. Η κακή νεράιδα με κυνηγούσε διότι σε μία ταινία που έκανα στην Γερμανία εγώ από διαίσθηση δεν ήθελα να πάω στο πάρτι.Πήρα μία φίλη μου και της είπα έλα από εδώ, γιατί δεν αισθανόμουν καλά. Πήρε το αεροπλάνο και ήρθε και θυμάμαι πως τηλεφώνησα στην Ελλάδα και μου είπαν πως δεν ήθελαν να μου πουν για να μην ανησυχήσω, πως ο πατέρας μου είναι άρρωστος και δεν μπορεί να φύγει αν δεν με δει. Ζήτησα άδεια, χαιρέτησα τον πατέρα μου και μόλις επέστρεψα στη Γερμανία ήρθε τηλεγράφημα που έλεγε πως έφυγε. Εγώ θυμάμαι πως είχα μία σκηνή με 7 φέρετρα μπροστά μου και να κοροϊδεύω τους πεθαμένους. Ήταν η κακή νεράιδα ή μάγισσα που με κυνήγησε.
Μετά από όλα αυτά με ειδοποίησαν πως η μητέρα μου δεν είναι καλά και πως έχει 6 μήνες ζωής. Έφυγα και μάλιστα στη Γαλλία που είχα υπογράψει τότε για μία ταινία δεν με πίστευαν και μου έλεγαν πως αυτά είναι δικαιολογίες. Ήρθα εδώ και με τη μεγάλη φροντίδα έζησε η μητέρα μου 4 χρόνια.
Στην κηδεία του πατέρα σας δεν πήγατε;
Όχι δεν μπόρεσα να γυρίσω ξανά. Ήταν κάτι που με πόνεσε. Θυμάμαι όταν έχασα τη μητέρα μου είχα έναν ρόλο στο θέατρο που έκανα ένα χαζοκόριτσο. Εκείνη τη μέρα είχα ξεχάσει ένα φόρεμα και έτρεξα σπίτι για να το πάρω. Είχε κόσμο και είδα την αδελφή μου που μου είπε πως η μητέρα πέθανε. Πήρα τα ρούχα έτρεξα στο θέατρο χωρίς να μπορώ να σκεφτώ τι είχε συμβεί. Βγαίνω έξω λέω το τραγούδι με το χορευτικό και μετά πήγα τρέχοντας στο νοσοκομείο.Βγήκα κατά τις 3:00 τα ξημερώματα στον δρόμο σαν χαμένη σαν τρελή και περπατούσαν άνθρωποι δίπλα που με ρωτούσαν «κοριτσάκι, πόσα θέλεις;». Ήμουν αγνώριστη και νόμιζαν πως εκδιδόμουνα.