Καλεσμένη στην εκπομπή «Στούντιο 4» βρέθηκε η Μαριώ και μιλά για την επαγγελματική της ζωή αλλά και την προσωπική και τον ρατσισμό που βίωνε εκείνη την εποχή ως γυναίκα τραγουδίστρια.

«Με πήγαν για πρώτη φορά σε ένα τραπέζι να με κεράσουν ένα ποτό και κατάλαβα ότι ήταν πονηριές. Είχα μαζί μου μια καρφίτσα και κάρφωνα τους πελάτες. Σηκώθηκα και έφυγα από το μαγαζί! Είναι μια ιστορία που δεν τη λέει κανένας. Εγώ δεν ντρέπομαι και παράτησα τα μαγαζιά για τον λόγο αυτόν. Εγώ είμαι τραγουδίστρια και δεν ήρθα να κάνω το κέφι μου. Άφηνα τους πελάτες με ματωμένα πόδια. Βάρβαρο ήταν το σπάσιμο των πιάτων, ήταν πορσελάνινα. Δύσκολο γλέντι και έφτανες σε σημείο που έλεγες ότι αυτό δεν είναι γλέντι, αλλά πόλεμος. Συναγωνίζονταν ποιος θα σπάσει περισσότερα πιάτα. Ομηρικοί καβγάδες από κάτω για ψύλλου πήδημα. Εγώ τραγουδούσα για να μην ακούγεται το μπαμ μπουμ από το ξύλο», ανέφερε η Μαριώ.

«Από τα 13 μου ξεκίνησα στα πανηγύρια και μετά σε χασαποταβέρνες. Και από το 1964 ξεκίνησα να τραγουδώ στα μαγαζιά. Ήταν δύσκολα, δεν σε έβλεπαν σαν γυναίκα, ήταν αμόρφωτοι και θεωρούσαν ότι είσαι κτήμα τους. Η κοινωνία τα παρεξηγούσε. Είσαι τραγουδίστρια ή ηθοποιός; Είσαι του δρόμου, τέλος. Αυτά ήταν κάθε φορά που θα έβγαινες κάπου. Το ένιωθα και το ένιωσα πάρα πολύ στην Πτολεμαΐδα. Άλλαζαν πεζοδρόμια και έλεγαν ότι είμαι του δρόμου. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ αυστηρός και μου έλεγε “δεν θα κλέβεις τη χαρτούρα των μουσικών”. Είχα αυτή τη συμβουλή, να έχω την αξιοπρέπειά μου, να μην καπνίζω τσιγάρο αν μου δώσουν ή ποτό», δήλωσε η Μαριώ.

«Ήμουν λεχώνα 20 ημερών και δεν είχα γάλα, πήγα και τραγούδησα. Και θυμάμαι στην Καλαμαριά που δεν είχα 20 δραχμές να πάρω γάλα για το μωρό. Είχα έναν φίλο που ήρθε να με πάρει και μου λέει “Τι έγινε, Μαιρούλα;”, του λέω “έτσι και έτσι”. Πήγα φαρμακείο και δεν άνοιγε για ένα κουτάκι γάλα. Και κατέβηκε ο Νίκος και του λέω “μια κούτα τώρα!”. Με έπιασε το παράπονο και έκλαψα. Είναι δυνατόν να έχεις ένα παιδί και να μην έχεις μεροκάματο; Αγάπησα έναν άνθρωπο, δεν με ήθελε η οικογένειά του γιατί ήμουν τραγουδίστρια. Αλλά γιατί να πετάξω το παιδί επειδή δεν θέλουν αυτοί; Ούτε αυτός ήθελε, εξαφανίστηκε. Εγώ ήμουν πολύ μπροστά από τους άλλους. Να πετάξω το παιδί μου; Δεν υπήρχε περίπτωση. Ο κόσμος το έβλεπε για κακό, ότι είμαι μια γυναίκα αστεφάνωτη. Φανταζόμουν ότι θα κάνω μια σωστή οικογένεια, και την έκανα μετά. Τίποτα δεν πάει τυχαία. Αν δεν δουλέψεις με αξιοπρέπεια και τιμιότητα δεν θα πας μπροστά ποτέ», κατέληξε η Μαριώ.