Η ∆έσποινα Μοιραράκη σε µια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη µιλά για τη ζωή της, η οποία µοιάζει µε παραµύθι. Περιγράφει το δέσιµο που είχε µε τον πατέρα της, τον οποίο έχασε όταν ήταν µόλις 6 χρόνων, ενώ αναφέρεται στον πρώτο της γάµο, στα 17 της, και στον έρωτα της ζωής της, τον Γιάννη.
Κυρία Μοιραράκη, θέλω να ξεκινήσω από τα παιδικά σας χρόνια. Τότε που ζήσατε τη µεγάλη απώλεια του πατέρα της.
Ναι, έχασα τον µπαµπά µου όταν ήµουν 6 ετών και ήµουν και συνδεδεµένη µαζί του. Οταν λοιπόν συνέβη αυτό το µοιραίο στις 15 Σεπτεµβρίου, ήµασταν στον Ωρωπό, όπου παραθερίζαµε, µε τη µαµά µου και τη µικρούλα αδελφή µου, που ήταν τότε 4 ετών. Ο πατέρας µου είχε έρθει το πρωί, µε είχε πάρει αγκαλιά και µου είπε: «∆ασκαλίτσα µου, ετοιµάσου και θα έρθω το βράδυ µε τη µαµά, να σας πάρω, και µε τη Σοφούλα να πάµε Αθήνα», γιατί θα άρχιζαν τα σχολεία. Το βράδυ µάς ενηµέρωσαν ότι συνέβη αυτό που συνέβη. Εκείνο που µου έµεινε ήταν µια ποµπή, πολύ άσχηµη ποµπή της κηδείας, η οποία µέχρι σήµερα δηµιουργεί ένα βάρος στην ψυχή µου. ∆εν µπόρεσα δηλαδή τόσο πολύ καλά να διαχειριστώ αυτή την απώλεια.
Παντρευτήκατε πάρα πολύ µικρή, 17 χρόνων. Σας έλειπε και αυτή η πατρική φιγούρα;
Ναι, µου έλειπε η πατρική φιγούρα και στον πρώτο µου άντρα είδα έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν και ο πατέρας µου και ο προστάτης µου και ο σύντροφός µου και ο άντρας µου και η αγάπη µου.
Και πώς έληξε αυτός ο γάµος; Ηρεµα;
Οχι, είχαµε πολύ επώδυνο χωρισµό.
Τι σηµαίνει επώδυνος χωρισµός;
Επώδυνος. Οταν αποφάσισα εγώ κάποια στιγµή να χωρίσουµε, εκείνος δεν µπορούσε να το δεχτεί. Και έπρεπε να απευθυνθώ και στη ∆ικαιοσύνη. Πράγµα το οποίο έκανα. Υπήρχε ξύλο, βωµολοχία. Για να φτάσω σε αυτό το σηµείο, µε απαξίωνε, µε υποτιµούσε, ήταν άπιστος στη σχέση του γάµου. Ο,τι άσχηµο µπορεί να συµβεί µου συνέβη εµένα εκείνη την εποχή.
Πώς µπήκαν τα χαλιά στη ζωή σας;
Ολα, ξέρεις, είναι αλληλένδετα. Και πιστεύω αυτό που λένε, ότι είναι και θέληµα Θεού. Οταν εγώ πήγαινα στα παζάρια στην Αγγλία, αγόραζα τα αντικείµενα τα παλιά και έκανα τότε τις δηµοπρασίες στο «Hilton» και στις εκθέσεις, από πολύ παλιά, ένας έµπορος, ο Αβι -ήταν Πέρσης-, στην αντικερί είχε και ένα χαλί. Και µου είπε: «Ντάπι (έτσι µε φώναζε), πάρε αυτό το χαλί και, όταν το πουλήσεις, θα µου φέρεις τα χρήµατα την άλλη φορά». Του είπα: «Αβι µου, εγώ δεν ξέρω από χαλιά». Μου είπε: «Εντάξει, είναι ένα περσικό κουµ» - τίποτα, ένα µικρό χαλάκι ήταν. Το έφερα στη βαλίτσα µου, το πούλησα και, όταν πήγα ξανά τρεις µήνες µετά, µου είπε: «Εσύ θα διαπρέψεις». Εγώ είπα «τι λέει αυτός». Μου δίνει τρία χαλιά - στη βαλίτσα µου τα έφερα. Σε δύο βαλίτσες. Και έτρεµα, το λέω, ειλικρινά, για το τελωνείο. Γιατί τότε ήταν διαφορετικά τα πράγµατα. Τα έστησα όµως εκεί, στο «Hilton», όπου έκανα αυτή την έκθεση µε τα αντικείµενα και τα έπιπλα, και πήγαν τα µάτια όλων των πελατών στα τρία χαλιά. Πουλήθηκαν το πρώτο βράδυ. Αυτό µου έδωσε ένα κίνητρο και ένα έναυσµα ότι τα χαλιά µπορούν να προσφέρουν κάτι και είναι µια δουλειά που θα είναι δική µου. Και σιγά-σιγά τα τρία χαλιά γίνανε δέκα, τα δέκα γίνανε είκοσι, τα είκοσι γίνανε σαράντα και ούτω καθεξής.
Κάποια στιγµή όµως έρχεται ο δεύτερος άντρας της ζωής σας. Ηταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Ηρθε σε µια ωριµότητα της δικής µου ηλικίας και εκείνος ήταν σε δεύτερο γάµο. Ταιριάξαµε πάρα πολύ, ήταν ό,τι καλύτερο µου συνέβη. Ευγνωµονώ τον Θεό που το έζησα. Τέτοια σχέση, πίστεψέ µε, δεν έχω δει έτσι στον κύκλο µου και γενικότερα στον κόσµο. Αυτή η σχέση ήταν σχέση ζωής. Υπήρχε αγάπη, υπήρχε έρωτας, υπήρχε σύµπνοια, υπήρχε συµµαχία, υπήρχε σεβασµός, υπήρχε στήριξη, θαυµασµός, τα πάντα.
Οταν κοιτάτε πίσω τη ζωή µε όλα αυτά που ζήσατε και έχετε φτάσει στο σήµερα, πώς νιώθετε;