Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιάννης Τσιµιτσέλης µίλησε στον ραδιοφωνικό σταθµό «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM και στην εκποµπή «Μίλησέ µου», µε τον δημοσιογράφο Γιώργο Κουβαρά.

Η συνέντευξη του Γιάννη Τσιμιτσέλη

Πρώτα θέλω να µου πεις για την πετυχηµένη παράσταση «Μάλιστα κύριε Ζαµπέτα». 

Ο πρωταγωνιστής ουσιαστικά είναι ο Ζαµπέτας. Ο Πέτρος Ζούλιας έχει κάνει καταπληκτική δουλειά. Εχει γίνει µία εξαιρετική διαλογή κάποιων ηχογραφήσεων που είχε κάνει κάποια στιγµή ο Ζαµπέτας και κάποια βίντεο που υπάρχουν και τα έχει πλέξει και έχει φτιάξει µια πολύ ωραία παράσταση, που ουσιαστικά κάνει τον ίδιο τον Ζαµπέτα πρωταγωνιστή. ∆εν είναι κάποιος ηθοποιός που κάνει τον Ζαµπέτα, εµφανίζεται ο ίδιος ο Ζαµπέτας µέσα από τα βίντεο. 

Εσύ ποιο ρόλο παίζεις; 

Εγώ κάνω τον Χαράλαµπο Βασιλειάδη, τον «Τσάντα», έναν από τους στιχουργούς. 

Για πες µου για τα ψαρέµατά σου.

Ψαρέµατα, αγαπηµένο µέρος και προορισµός, άσχετα αν πιάνω ψάρια ή όχι. Γενικά όλη η διαδικασία. 

Πιάνεις ψάρια; 

Πιάνω. Στην εκποµπή που έκανα στο Mega είχα τον Κώστα Αντωνιάδη, ο οποίος είναι επαγγελµατίας ψαράς και έχει ασχοληθεί χρόνια, και µε µύησε σε όλο τον κόσµο του ψαρέµατος σε σχέση µε το jiging. Γιατί εγώ ψαρεύω από 5 χρόνων λόγω του πατέρα µου, έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν είχα µπει ποτέ στη διαδικασία να πάω για συναγρίδες, για στήρες, για ροφούς, για τέτοια θηράµατα, και πλέον το έχω εξελίξει αρκετά. 

Πώς ψαρεύεις δηλαδή;

Έχω µια βάρκα και πάω µε καλάµι. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές. Και η βάρκα πού είναι; Είναι στον Αστακό. Με το που βγαίνω στη θάλασσα, είµαι στα 15 µίλια στην Ιθάκη, στα 20 µίλια είµαι στην Κεφαλονιά, στα 15 µίλια στο Μεγανήσι. Είναι µαγικό όλο αυτό το σύµπλεγ[1]µα των νησιών. Θεωρώ ότι είναι το καλύτερο σηµείο του Ιονίου και εγώ είµαι πιο πολύ υπέρ του Ιονίου παρά του Αιγαίου, κυρίως εξαιτίας των ανέµων. Έχεις απάγκια. Ό,τι καιρό κι αν κάνει, µπορείς να καλυφθείς. Ενώ στο Αιγαίο, αν για παράδειγµα ήµουν από την Πάρο, που είναι πάρα πολύ όµορφο νησί, και ήθελα να ασχοληθώ µε το ψάρεµα, ήξερα το καλοκαίρι ότι µία µέρα στις δέκα θα µπορούσα να βγω για ψάρεµα, λόγω των ανέµων. 

Εχεις παίξει πολλά, ωραία πράγματα στο θέατρο, στον κινηµατογράφο, στην τηλεόραση. Θέλω να µου πεις πώς ξεκίνησες. Γεννήθηκες στη Ζυρίχη, έτσι δεν είναι;

Γεννήθηκα στη Ζυρίχη το ’81. Οι γονείς µου ήταν οικονομικοί µμετανάστες, αλλά το ’82 φύγαµε από τη Ζυρίχη και επιστρέψαµε στην Ελλάδα, γιατί ήταν ήδη εκεί από το ’71, µία δεκαετία δηλαδή, και επιστρέψαµε πάλι στην Ελλάδα. Χώρισαν οι γονείς µου, εγώ έµεινα µε τη µάνα µου στα Ρέτσινα Μεσολογγίου και ο πατέρας µου µε τον αδερφό µου στο Κρυονέρι Μεσολογγίου. Μετά πήγα στην Πάτρα και στον σεισµό του ’99 ήρθα στην Αθήνα.  Πώς έγινες ηθοποιός; Ουσιαστικά είχα πολύ µεγάλο κίνητρο να γίνω ηθοποιός, γιατί είχα µάθει ότι στο σχολείο, στο Γυµνάσιο, θα γίνει µια θεατρική παράσταση και σκέφτηκα ότι, εάν µπορέσω και µπω στη θεατρική παράσταση, θα χάσω µάθηµα. Οπότε για µένα ήταν ένας πάρα πολύ σοβαρός και σημαντικός λόγος. Και παρόλο που η οντισιόν γινόταν για τα παιδιά της Γ’ Γυµνασίου -εγώ ήµουν Β’ Γυµνασίου-, πήγα µε το έτσι θέλω. Τους είπα ότι θέλω κι εγώ να συµµετάσχω και τελικά µε επέλεξαν. Επαιξα τον ρόλο, αν και βλέποντάς το τώρα -γιατί έχω ένα DVD εκείνης της παράστασης- βλέπω ότι ήταν άθλιο αυτό που έκανα, πολύ-πολύ χάλια. Αλλά όλο αυτό µε µύησε σε έναν κόσµο που δεν τον ήξερα. Ολη αυτή η διαδικασία µου φάνηκε ενδιαφέρουσα, η πρόβα, η συνεργασία µε άλλα παιδιά, όλα ήταν µαγικά. Μετά το άφησα στην άκρη για 2-3 χρόνια και όταν έφτασε η ώρα και η στιγµή να συµπληρώσω το µηχανογραφικό, για το πού θα δώσω εξετάσεις, πού θέλω να περάσω, τι θέλω να κάνω στη ζωή µου, λέω «δεν µε απασχολεί τίποτα άλλο, θα πάω να κάνω αυτό». 

Ο πρώτος ρόλος που έπαιξες ποιος ήταν; 

Ο πρώτος ρόλος ήταν την ίδια χρονιά, το ’99, στο θέατρο, έκανα το «Περιµένοντας τον Γκοντό», µε τον Πιατά και τον Τζούµα. 

Τυχερός για τέτοιο ξεκίνηµα, έτσι; 

Ναι, όπου πάλι και η συµµετοχή µου εκεί ήταν θέµα τύχης, γιατί, ενώ ο ∆ηµήτρης Πιατάς ήταν καθηγητής µου στη σχολή, όταν γινόταν οντισιόν, δεν µε είχε φωνάξει. Όμως εγώ έτυχε να πάω σε µια παράσταση που έπαιζε τότε, τη «La nonna», και επειδή δεν ήξερα από Αθήνα έφτασα πολύ-πολύ νωρίτερα, κάνα δίωρο πριν από την παράσταση, και ήταν µαζεµένα και άλλα παιδιά της ηλικίας µου και βγαίνει ο Τζούµας έξω και λέει: «Εσύ, εσύ κι εσύ αφήστε το βιογραφικό σας. Ευχαριστώ τους υπόλοιπους». ∆εν καταλάβαινα γιατί, αλλά ετοίµαζαν άλλη παράσταση και έτσι έδωσα ένα βιογραφικό. Τι βιογραφικό να είχα τότε, δούλευα σερβιτόρος. Όμως µε επέλεξαν και συµµετείχα σε αυτή την παράσταση. Έπαιζα ένα αγόρι που βγαίνει στο πρώτο και στο δεύτερο µέρος, όχι κάτι το συγκλονιστικό, αλλά για µένα ήταν σηµαντικό. Όλη αυτή η διαδικασία των προβών, ότι κρατούσα και το υποβολείο, ήταν σαν να έκανα τρία χρόνια εντατικής σχολής. Και ταυτόχρονα µε είχαν επιλέξει ο Ρήγας και ο Αποστόλου για το «Τι ψυχή θα παραδώσεις, µωρή» στο Mega, οπότε είχα θέατρο και σίριαλ από την πρώτη χρονιά που αποφάσισα να ασχοληθώ µε το αντικείµενο. 

Πώς είναι η ζωή εκτός επαγγελµατικής διαδροµής; 

Αναλόγως την περίοδο, γιατί όταν έχεις σίριαλ και θέατρο δεν υπάρχει ζωή εκτός. Δηλαδή η ζωή εκτός είναι οι ώρες που κοιμάσαι, οπότε και πάλι δεν το νιώθεις. Όταν έρχεται το καλοκαίρι, διακοπές.

Ως µπαµπάς πώς είσαι;

Προσπαθώ να είμαι συνεπής, όσο γίνεται, γιατί, είπαµε, µε αυτούς τους ρυθµούς είναι λίγο δύσκολο. Φέτος τον χειµώνα έχω αποφασίσει να µην κάνω θέατρο, ούτως ώστε να έχω λίγο παραπάνω χρόνο µε την κόρη µου. 

Εχεις νιώσει ποτέ διάψευση προσδοκιών είτε από ανθρώπους είτε από δουλειές και να σε πάρει από κάτω; 

Κατά καιρούς, ναι, αλλά δεν το έχω αφήσει να µε πάρει από κάτω. Πάντα βλέπω το ποτήρι µισογεµάτο και όχι µισοάδειο, οπότε δεν είναι εύκολο να µε πάρει από κάτω. Σίγουρα κι εγώ έχω πολλές φορές τις µαύρες µου, αυτό συµβαίνει έτσι κι αλλιώς κάθε µέρα, πριν πιω καφέ δηλαδή, είτε έχω απογοήτευση είτε δεν έχω απογοήτευση είτε είµαι τρισευτυχισµένος, όταν θα ξυπνήσω, είµαι απογοητευµένος από τη ζωή. Θα πιώ τον καφέ και σιγά-σιγά θα µου ’ρθει η ζωή και θα µου πει «έλα, καλά θα πάνε τα πράγµατα». 

Από όσα πράγματα έχεις κάνει µέχρι τώρα, και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, τι είναι αυτό που έχεις αγαπήσει περισσότερο; 

Είναι πολλά, δεν είναι ένα. Σίγουρα είναι η ταινία «Λούφα και παραλλαγή», γιατί ήταν µία τεράστια εµπορική επιτυχία, η οποία εκτίναξε όλους τους συµµετέχοντες, όλους τους ηθοποιούς, πάρα πολύ ψηλά. Το «Οξυγόνο», η ταινία που κάναµε µε τους Ρέππα - Παπαθανασίου, που ήταν η πρώτη µου ταινία µεγάλου µήκους, ουσιαστικά, και είναι αυτή που µε έκανε γνωστό στον χώρο τουλάχιστον. Οπότε µετά είχαν εικόνα για το ποιος είµαι και έβρισκα πιο εύκολα δουλειά. Είναι το «Τι ψυχή θα παραδώσεις, µωρή», που κόπηκε, στο Mega, παρ’ όλα αυτά ήταν και αυτό σαν ξεκίνηµα.

Δημοσιεύτηκε στο Secret των Παραπολιτικών