Ο Στράτος Τζώρτζογλου, ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς Έλληνες ηθοποιούς, μίλησε ανοιχτά για τα σκοτεινά κεφάλαια της ζωής του σε μια από τις πιο ειλικρινείς και συγκλονιστικές του εξομολογήσεις. Με τη γνωστή του ευαισθησία και εσωτερικότητα, αποκάλυψε πλευρές του εαυτού του που μέχρι σήμερα παρέμεναν άγνωστες στο ευρύ κοινό - από τις ανήθικες προτάσεις που δέχτηκε στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, μέχρι τις βαθιές πληγές που του άφησε η απώλεια της μητέρας του και τη μάχη του με την κατάθλιψη. Καλεσμένος στο podcast της Δάφνης Καραβοκύρη, ο Στράτος Τζώρτζογλου μίλησε χωρίς φίλτρα, απογυμνώνοντας την ψυχή του και φέρνοντας στην επιφάνεια τον άνθρωπο πίσω από τον ηθοποιό. Με λόγια άμεσα, συγκινητικά και βαθιά ανθρώπινα, περιέγραψε στιγμές γεμάτες πόνο, φόβο και αυτογνωσία. Ο ίδιος δεν δίστασε να αναφερθεί ακόμα και στις πιο σκοτεινές σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του, εξηγώντας πώς βρέθηκε αντιμέτωπος με την απελπισία και την επιθυμία να απομονωθεί, αλλά και πώς τελικά κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή χάρη στην αγάπη των ανθρώπων γύρω του.

Διαβάστε: Ο Στράτος Τζώρτζογλου ποζάρει γυμνός για την παράσταση "Βροχή τα Βέλη": Το σημείωμα του ηθοποιού και οι σταθμοί της περιοδείας του (Εικόνες)

«Ανήθικες προτάσεις μου γίνονται από όταν ξεκίνησα»

Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ο Στράτος Τζώρτζογλου αναφέρθηκε στις ανήθικες προτάσεις που έχει δεχτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, περιγράφοντας χωρίς υπεκφυγές τη σκληρή πραγματικότητα του χώρου: «Ανήθικες προτάσεις μου γίνονται από όταν ξεκίνησα στο χώρο και μέχρι τώρα. Μου έλεγαν, “θα μου κάτσεις, αλλιώς δεν έχει δουλειά”. Δε μου αρέσει να λέω ονόματα γιατί θα πρέπει να αλλάξω χώρα. Πολλά διάσημα ονόματα. Ειδικά γύρω από το κρεβάτι. Ειδικά αν δεν κάτσεις, με μερικά τηλέφωνα μπορεί να μην ξαναβρείς δουλειά. Είχα ακούσει για ένα μεγάλο κρεβάτι…»

«Δε διαχειρίστηκα καλά το πένθος… ήθελα να μείνω μόνος και να πεθάνω»

Στη συνέχεια, ο ηθοποιός συγκίνησε βαθιά μιλώντας για την απώλεια της μητέρας του και τις συνέπειες που είχε αυτό το γεγονός στην ψυχολογία του. Αναφέρθηκε σε μια παιδική τραυματική εμπειρία που τον σημάδεψε για πάντα:«Όταν ήμουν τεσσάρων, η μητέρα μου, για λόγους που δε θέλω να επεκταθώ, ήπιε ένα ποτήρι χλωρίνη. Μπήκα και την είδα κάτω στο πάτωμα. Την πήγαμε στο νοσοκομείο και πήγα στην εικονίτσα και προσευχόμουν και έλεγα “θεούλη μου, πάρε με εμένα, μην παίρνει την μάνα μου. Η μητέρα μου έφυγε πριν μερικά χρόνια. Δε δεχόμουν ότι η μάνα μου έχει πεθάνει. Δε το διαχειρίστηκα καλά το πένθος». Περιγράφοντας την περίοδο που ακολούθησε, ο Στράτος Τζώρτζογλου αποκάλυψε πώς η κατάθλιψη εισέβαλε αθόρυβα στη ζωή του και τον οδήγησε στην απομόνωση:«Δεν ήθελα ούτε να δουλέψω, ούτε να φάω, ούτε να κάνω μπάνιο. Σκεφτόμουν ότι τελείωσε η καριέρα μου. Δεν έπαιρνα τηλέφωνο τον γιο μου για να μην τον στενοχωρώ. Δε το κατάλαβα τότε ότι έπαθα κατάθλιψη. Σκεφτόμουν ότι η μάνα μου δε θα με βλέπει στο θέατρο, ο γιος μου είναι στην Αμερική, η Σοφία είναι πολύ νέα για να καθίσει με έναν σαν εμένα που δε θέλω να ζήσω και να πάω πουθενά. Σκεφτόμουν ότι θέλω να μείνω μόνος μου και να πεθάνω».

«Είναι μεγάλη αμαρτία να σκέφτεσαι την αυτοκτονία»

Σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της συνέντευξης, ο Στράτος Τζώρτζογλου μίλησε ανοιχτά για τις αυτοκτονικές σκέψεις που είχε εκείνη την περίοδο και για το πώς η παρουσία της συντρόφου του, Σοφίας, και της μητέρας της τον κράτησαν ζωντανό: «Δεν είχα το κουράγιο. Μένουμε στον τρίτο. Κοίταζα από πάνω και σκεφτόμουν “αν δεν πεθάνω, και ζήσω και μείνω ανάπηρος, θα είναι χειρότερα και θα τους βάλω όλους σε προβλήματα”. Είναι μεγάλη αμαρτία να σκέφτεσαι την αυτοκτονία. Ευτυχώς ήταν η Σοφία και η μαμά της στο σπίτι, πιθανόν να δείλιαζα, δε θα ήμουν σαν τον πατέρα μου, τον ήρωα της ζωής μου. Σκεφτόμουν τον Αλκιβιάδη παρόλο που προσπάθησαν να τον προειδοποιήσω ότι σκεφτόμουν την αυτοκτονία…». Η πιο συγκινητική στιγμή ήρθε όταν περιέγραψε πώς η Σοφία, μη αντέχοντας άλλο, προσπάθησε να φύγει, και εκείνος την σταμάτησε την τελευταία στιγμή: «Κάποια στιγμή δεν άντεξε και η Σοφία και πήρε τη βαλίτσα της να φύγει. Όταν την είδα να φεύγει ενστικτωδώς έτρεξα και την έπιασα αγκαλιά και της ζήταγα να μην φύγει, να μη με αφήσει. Το μυαλό μου έλεγε ότι πρέπει να την αφήσω να φύγει από δίπλα μου, να την απελευθερώσω, να πάει να βρει έναν άνθρωπο για να κάνει παιδιά, γιατί με μένα παιδί αποκλείεται».