«Τα Ψηλά Βουνά» έρχονται στα Παραπολιτικά! Συνεχίστε τη συλλογή με το διάσημο ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ της Γ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Τα Ψηλά Βουνά είναι ένα παιδικό μυθιστόρημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου που εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1918 ως αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού στο πλαίσιο της Βενιζελικής Γλωσσοεκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1917 που εισήγαγε τη δημοτική γλώσσα στο Δημοτικό σχολείο. Σε 79 κεφάλαια εξιστορούνται οι εμπειρίες μιας ομάδας συμμαθητών που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στο βουνό. Εκεί μαθαίνουν να λειτουργούν σαν μία κοινότητα και να προστατεύουν το δάσος. Η κοινωνικοποίηση και η οικολογική ευαισθησία είναι οι κεντρικές ιδέες της ιστορίας. Περιλαμβάνονται και ποιήματα (όπως το γνωστό Τσιριτρό). Στην εποχή του το βιβλίο προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις, ώσπου το 1920 αποσύρθηκε, όπως και τα άλλα αναγνωστικά της Μεταρρύθμισης. Επαναφέρθηκε ως αναγνωστικό σε κατοπινά χρόνια. Θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα παιδικά βιβλία στην ελληνική γλώσσα.
"Το αναγνωστικό αυτό διαφέρει από κάθε άλλο που μπήκε ως τώρα στο δημοτικό σχολείο, όσο η αυγή από τη νύχτα". Με αυτά τα λόγια υποδεχόταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, στη "Διάπλαση των Παίδων" το 1919, τα "Ψηλά βουνά" του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το βιβλίο αποτελεί θρύλο στο χώρο του εκπαιδευτικού βιβλίου όχι μόνο ως καινοτόμο και προοδευτικό εγχειρίδιο για την εποχή του αλλά και ως διαχρονικό υπόδειγμα επιτυχημένου σχολικού βιβλίου, το οποίο, μόλις ολοκλήρωσε την πορεία του ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα, ξεκίνησε μια νέα ζωή ως ελεύθερο λογοτεχνικό παιδικό ανάγνωσμα. Για να καταλάβουμε τη συμβολική σημασία του και την αντοχή του στο χρόνο, αρκεί να πούμε ότι το καλοκαίρι του 1974, όταν χρειάστηκε να αντικατασταθούν τα σχολικά βιβλία μετά την πτώση της Δικτατορίας, ήταν το αναγνωστικό που επιλέχθηκε για τη Γ΄ Δημοτικού (από το επίμετρο της Λαμπρινής Κουζέλη).
Η ιστορία, σε συνεχή πλοκή, τοποθετείται κοντά στη Γρανίτσα Ευρυτανίας στα χρόνια της συγγραφής του βιβλίου (1918). Εξιστορούνται οι εμπειρίες 25 παιδιών που περνούν ενάμιση μήνα καλοκαιρινών διακοπών στο βουνό Χλωρός συνοδευμένα από έναν ενήλικα. Είναι συμμαθητές της τελευταίας τάξης του Ελληνικού σχολείου. Ζουν σε απλές καλύβες και μαθαίνουν να εξυπηρετούν τις βασικές τους ανάγκες (τροφή, κατάλυμα), να συνεργάζονται (οργάνωση κοινότητας, αλληλεγγύη) και να έρχονται σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο (τους κατοίκους του βουνού). Κάθε κεφάλαιο είναι ένα επεισόδιο της ζωής τους. Συνυφαίνονται στην ιστόρηση ποιήματα του Παπαντωνίου, και δημοτικά. Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι η φύση και τα στοιχεία της· το βουνό, τα δέντρα και το ποτάμι. Κανένα από τα παιδιά της ομάδας δεν πρωταγωνιστεί αν και ξεχωρίζουν ο ρομαντικός Φάνης, ο δυναμικός Αντρέας, ο λαίμαργος Φουντούλης. Η απουσία ενηλίκων απ' την πλευρά των παιδιών είναι αισθητή. Οι συμμαθητές είναι κάτω από τη χαλαρή εποπτεία του κυρ Στέφανου, που τα βοηθά. Σημαντικό ρόλο έχει και ο δασάρχης. Αντίθετα οι ντόπιοι περιγράφονται με λεπτομέρεια, κυρίως οι βλάχοι τσοπάνηδες που είναι αναπόσταστο μέρος του βουνού: ο περήφανος τσέλιγκας Γεροθανάσης και τα εγγόνια του: ο Λάμπρος, ένα ικανό τσοπανόπουλο, η όμορφη Αφρόδω καθώς και διάφοροι άλλοι τύποι του χωριού. Κορίτσια δεν υπάρχουν στην παρέα των παιδιών (είναι μαθητές σχολείου αρρένων). Συναρπαστική γυναικεία παρουσία στο έργο είναι η Αφρόδω που «τόσο χαριτωμένο χαμόγελο εἶχε». Ο γάμος της δίνει χαρά και λύπη στους μικρούς θαυμαστές της («Ἔπειτα φίλησε καὶ τὰ παιδιά [...] Δάκρυσε ὁ Φουντούλης. Δάκρυσε ὁ Φάνης [...] Ἀφρόδω, καλή μας Ἀφρόδω!». Άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες είναι η γρια-Χάρμαινα, η γυναίκα του μυλωνά. Σε πρόσωπα μεταμορφώνονται και τα ζώα, που μας μιλούν με ανθρώπινη φωνή: η αλεπού, ο σκύλος, αλλά ακόμα και ο λύκο!
Η γλώσσα του βιβλίου (η δημοτική της εποχής με το ήτα της υποτακτικής) ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο για το 1918, μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του γλωσσικού ζητήματος.
Χτυπήθηκε από τους καθαρευουσιάνους και περιπαίχτηκε για τις λέξεις που σχετίζονται με τη ζωή στο βουνό και την κτηνοτροφία. Για τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, που ποτέ πριν δεν είχε διδαχθεί στα σχολεία, γράφτηκαν οδηγίες Γραμματικής από τον Τριανταφυλλίδη και ολιγοσέλιδος Οδηγός διδασκαλίας ειδικά για τα Ψηλά Βουνά. Έγιναν και σεμινάρια στους δασκάλους. Τρεις φορές μόνο υπάρχει αναφορά σε κείμενο γραμμένο σε καθαρεύουσα δύο φορές σε θρησκευτικό κείμενο και στον ονειροκρίτη που διαβάζει ο ψάλτης. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στη βλάχικη γλώσσα. «Ἔλεγε τὰ πρόβατα π ρ ά τα α, τὸ ροῦχο σ κ τα ί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μ ά τα α καὶ τὰ γίδια τὰ ἴ δ ι α».Η περιγραφή γίνεται μέσα σε μια βουκολική ατμόσφαιρα, με απλή, μικροπερίοδη, αλλά γλαφυρή περιγραφή του τοπίου. Οι διάλογοι είναι συχνοί. Παρ' όλο που το βιβλίο είναι γραμμένο σε τριτοπρόσωπη γραφή (μας μιλά ο συγγραφέας), συχνά μεταπηδά σε πρωτοπρόσωπη (προσωπικές σκέψεις των παιδιών, μα και ζώων· μας μιλά η αλεπού, ο λύκος, ο σκύλος). Χαρακτηρίζεται από αποφυγή διδακτισμού (ο συγγραφέας περνά τα μηνύματά του αβίαστα μέσα από την πλοκή), ποιητική περιγραφή της φύσης, τρυφερότητα και χιούμορ.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης ήταν έγχρωμο. Η μαυρόασπρη εικονογράφηση έγινε από το ζωγράφο και γλύπτη Πέτρο Ρούμπο. Ο ίδιος ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φιλοτέχνησε αρκετά σχέδια καθώς και την εικόνα του εξωφύλλου. Ήταν άλλωστε λάτρης των καλών τεχνών. Το 1918, χρονιά της έκδοσης του βιβλίου, έγινε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης.
"Το αναγνωστικό αυτό διαφέρει από κάθε άλλο που μπήκε ως τώρα στο δημοτικό σχολείο, όσο η αυγή από τη νύχτα". Με αυτά τα λόγια υποδεχόταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, στη "Διάπλαση των Παίδων" το 1919, τα "Ψηλά βουνά" του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το βιβλίο αποτελεί θρύλο στο χώρο του εκπαιδευτικού βιβλίου όχι μόνο ως καινοτόμο και προοδευτικό εγχειρίδιο για την εποχή του αλλά και ως διαχρονικό υπόδειγμα επιτυχημένου σχολικού βιβλίου, το οποίο, μόλις ολοκλήρωσε την πορεία του ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα, ξεκίνησε μια νέα ζωή ως ελεύθερο λογοτεχνικό παιδικό ανάγνωσμα. Για να καταλάβουμε τη συμβολική σημασία του και την αντοχή του στο χρόνο, αρκεί να πούμε ότι το καλοκαίρι του 1974, όταν χρειάστηκε να αντικατασταθούν τα σχολικά βιβλία μετά την πτώση της Δικτατορίας, ήταν το αναγνωστικό που επιλέχθηκε για τη Γ΄ Δημοτικού (από το επίμετρο της Λαμπρινής Κουζέλη).
Η ιστορία, σε συνεχή πλοκή, τοποθετείται κοντά στη Γρανίτσα Ευρυτανίας στα χρόνια της συγγραφής του βιβλίου (1918). Εξιστορούνται οι εμπειρίες 25 παιδιών που περνούν ενάμιση μήνα καλοκαιρινών διακοπών στο βουνό Χλωρός συνοδευμένα από έναν ενήλικα. Είναι συμμαθητές της τελευταίας τάξης του Ελληνικού σχολείου. Ζουν σε απλές καλύβες και μαθαίνουν να εξυπηρετούν τις βασικές τους ανάγκες (τροφή, κατάλυμα), να συνεργάζονται (οργάνωση κοινότητας, αλληλεγγύη) και να έρχονται σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο (τους κατοίκους του βουνού). Κάθε κεφάλαιο είναι ένα επεισόδιο της ζωής τους. Συνυφαίνονται στην ιστόρηση ποιήματα του Παπαντωνίου, και δημοτικά. Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι η φύση και τα στοιχεία της· το βουνό, τα δέντρα και το ποτάμι. Κανένα από τα παιδιά της ομάδας δεν πρωταγωνιστεί αν και ξεχωρίζουν ο ρομαντικός Φάνης, ο δυναμικός Αντρέας, ο λαίμαργος Φουντούλης. Η απουσία ενηλίκων απ' την πλευρά των παιδιών είναι αισθητή. Οι συμμαθητές είναι κάτω από τη χαλαρή εποπτεία του κυρ Στέφανου, που τα βοηθά. Σημαντικό ρόλο έχει και ο δασάρχης. Αντίθετα οι ντόπιοι περιγράφονται με λεπτομέρεια, κυρίως οι βλάχοι τσοπάνηδες που είναι αναπόσταστο μέρος του βουνού: ο περήφανος τσέλιγκας Γεροθανάσης και τα εγγόνια του: ο Λάμπρος, ένα ικανό τσοπανόπουλο, η όμορφη Αφρόδω καθώς και διάφοροι άλλοι τύποι του χωριού. Κορίτσια δεν υπάρχουν στην παρέα των παιδιών (είναι μαθητές σχολείου αρρένων). Συναρπαστική γυναικεία παρουσία στο έργο είναι η Αφρόδω που «τόσο χαριτωμένο χαμόγελο εἶχε». Ο γάμος της δίνει χαρά και λύπη στους μικρούς θαυμαστές της («Ἔπειτα φίλησε καὶ τὰ παιδιά [...] Δάκρυσε ὁ Φουντούλης. Δάκρυσε ὁ Φάνης [...] Ἀφρόδω, καλή μας Ἀφρόδω!». Άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες είναι η γρια-Χάρμαινα, η γυναίκα του μυλωνά. Σε πρόσωπα μεταμορφώνονται και τα ζώα, που μας μιλούν με ανθρώπινη φωνή: η αλεπού, ο σκύλος, αλλά ακόμα και ο λύκο!
Η γλώσσα του βιβλίου (η δημοτική της εποχής με το ήτα της υποτακτικής) ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο για το 1918, μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του γλωσσικού ζητήματος.
Χτυπήθηκε από τους καθαρευουσιάνους και περιπαίχτηκε για τις λέξεις που σχετίζονται με τη ζωή στο βουνό και την κτηνοτροφία. Για τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, που ποτέ πριν δεν είχε διδαχθεί στα σχολεία, γράφτηκαν οδηγίες Γραμματικής από τον Τριανταφυλλίδη και ολιγοσέλιδος Οδηγός διδασκαλίας ειδικά για τα Ψηλά Βουνά. Έγιναν και σεμινάρια στους δασκάλους. Τρεις φορές μόνο υπάρχει αναφορά σε κείμενο γραμμένο σε καθαρεύουσα δύο φορές σε θρησκευτικό κείμενο και στον ονειροκρίτη που διαβάζει ο ψάλτης. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στη βλάχικη γλώσσα. «Ἔλεγε τὰ πρόβατα π ρ ά τα α, τὸ ροῦχο σ κ τα ί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μ ά τα α καὶ τὰ γίδια τὰ ἴ δ ι α».Η περιγραφή γίνεται μέσα σε μια βουκολική ατμόσφαιρα, με απλή, μικροπερίοδη, αλλά γλαφυρή περιγραφή του τοπίου. Οι διάλογοι είναι συχνοί. Παρ' όλο που το βιβλίο είναι γραμμένο σε τριτοπρόσωπη γραφή (μας μιλά ο συγγραφέας), συχνά μεταπηδά σε πρωτοπρόσωπη (προσωπικές σκέψεις των παιδιών, μα και ζώων· μας μιλά η αλεπού, ο λύκος, ο σκύλος). Χαρακτηρίζεται από αποφυγή διδακτισμού (ο συγγραφέας περνά τα μηνύματά του αβίαστα μέσα από την πλοκή), ποιητική περιγραφή της φύσης, τρυφερότητα και χιούμορ.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης ήταν έγχρωμο. Η μαυρόασπρη εικονογράφηση έγινε από το ζωγράφο και γλύπτη Πέτρο Ρούμπο. Ο ίδιος ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φιλοτέχνησε αρκετά σχέδια καθώς και την εικόνα του εξωφύλλου. Ήταν άλλωστε λάτρης των καλών τεχνών. Το 1918, χρονιά της έκδοσης του βιβλίου, έγινε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης.