Βρεθήκαμε σε ένα μικρό, εναλλακτικό εστιατόριο κάπου στον Ταύρο, όπου, για έναν περίεργο λόγο, όποτε πάμε, πάντα έχει κόσμο. Θες ότι έχει καλό φαγητό, οικονομικό, συμπαθείς ιδιοκτήτες και ωραία ατμόσφαιρα, όλα παίζουν τον ρόλο τους.

Σιγά-σιγά μαθεύτηκε και πάντα έχει πια κόσμο. Οι σερβιτόροι τρέχουν και δεν φτάνουν και μερικές φορές τούς βλέπεις ότι, αν και κουρασμένοι, προσπαθούν να είναι τυπικοί και εξυπηρετικοί. Ένας από αυτούς είναι πάνω από 50 ετών και δουλεύει εκεί από τότε που άνοιξε. Τις προάλλες μια παρέα -τύπου νεόπλουτοι και ανάγωγοιτον είχαν κάνει... τρένο τον άνθρωπο και επιπλέον του μιλούσαν στον ενικό.

«Πού ’σαι, πιάσε λίγο κρασί ακόμα».

Κάτι 25άρηδες - 30άρηδες μιλούσαν σε έναν κύριο άνω των 50 στον ενικό με ύφος απαράδεκτο. Μου έκανε πολύ άσχημη εντύπωση και με έβαλε σε σκέψεις.

Εγώ, για να καταλάβετε, είμαι από αυτούς που μαζεύω τα άδεια πιάτα σε μια στοίβα στην άκρη του τραπεζιού, μιλάω πάντα με ευγένεια και στον πληθυντικό και πάντα με «παρακαλώ» και «ευχαριστώ».

Έχω κόλλημα να προσπαθώ να κάνω τον σερβιτόρο να αισθάνεται ότι εξυπηρετεί φίλους του και όχι κάτι ξένους ξιπασμένους, καβαλημένους πελάτες... που ήρθαν να περιδρομιάσουν, να βγάλουν τα κόμπλεξ και τα απωθημένα τους σε έναν άνθρωπο που πληρώνεται ελάχιστα και που στην τελική δεν είναι υπηρέτης μας. Εργαζόμενος είναι.

Πάντα με την παρέα μου αφήνουμε ένα καλό φιλοδώρημα, γιατί τα φιλοδωρήματα είναι ένα καλό βοήθημα στις αποδοχές των σερβιτόρων. Αν, λοιπόν, κάποιοι έχετε ψυχολογικά θέματα και σύνδρομο «Μαντάμ Σουσούς», κοιτάξτε να το φτιάξετε. Η ευγένεια και οι καλοί τρόποι στον άνθρωπο τον ξεχωρίζουν από κάτι κτήνη ακοινώνητα που νομίζουν ότι κάποιοι γίνονται όταν εκμεταλλεύονται την ανοχή του άλλου που έχει ανάγκη να δουλέψει.

Όταν βγαίνουμε έξω για φαγητό, πρέπει όλοι να περνάμε καλά. Κι εμείς, αλλά και αυτοί που μας το προσφέρουν.

Αγαπητοί μου, πρέπει να το ξέρετε: Η ευγένεια είναι μισή αρχοντιά!