Νέα μεγάλη εκδοτική προσφορά: «Βιβλιοθήκη Τέχνης - Οι Μεγαλοφυΐες» από αυτό το Σάββατο με τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
«ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΕΧΝΗΣ»
ΥΠΕΡΠΟΛΥΤΕΛΕΙΣ ΣΚΛΗΡΟΔΕΤΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Τα Παραπολιτικά σας προσφέρουν για πρώτη φορά μια μεγαλειώδη σειρά με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας Τέχνης σε υπερπολυτελείς σκληρόδετες εκδόσεις!
Από το Σάββατο 06.05 αποκτήστε με τα Παραπολιτικά μια μεγαλειώδη σειρά από καταλόγους διάσημων ζωγράφων και γλυπτών που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην παγκόσμια Τέχνη. Κάθε βιβλίο είναι αφιερωμένο σε μια μεγαλοφυΐα, και περιέχει περισσότερες από 100 εικόνες με ακριβείς αναπαραγωγές κορυφαίας ποιότητας, που αναδεικνύονται από το μεγάλο μέγεθος των βιβλίων, 27×30 εκατοστά. Γραμμένα από ονομαστούς ειδικούς της τέχνης τα βιβλία παρουσιάζουν, πέρα από τα έργα, τις κοινωνικές και πολιτιστικές δυνάμεις που επηρέασαν κάθε δημιουργό, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες. Μια εξαιρετική συλλογή που επιβάλλεται να υπάρχει στην βιβλιοθήκη εκείνων που αγαπούν την τέχνη.
Αυτό το Σάββατο 6 Μαΐου, αποκλειστικά με τα Παραπολιτικά, επιλέξτε ανάμεσα στα εξής βιβλία:
MICHELANGELO
DONATI GABRIELE
Ο Λουντοβίκο Μπουοναρότι, άνθρωπος παλαιών αρχών, δεν ήθελε ο γιος του, ο Μιχαήλ Άγγελος (Μικελάντζελο), να αφιερωθεί στην τέχνη, είτε επρόκειτο για ζωγραφική είτε για γλυπτική. Η κεφαλή της οικογένειας δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει ότι οι Μπουοναρότι κατάγονταν από παλιά αρχοντική γενιά, και μάλιστα από τους κόμητες Ντι Κανόσα, άρχοντες της Τοσκάνης με ιστορία. Επομένως, έπρεπε να τιμούν το όνομά τους και να διατηρούν την τιμή τους. Δεν είχε σημασία που εδώ και αρκετό καιρό η ευγενική καταγωγή της οικογένειας, εάν βέβαια υπήρξε ποτέ, είχε εκλείψει, σε βαθμό που ο Λουντοβίκο τα έβγαζε πέρα με πενιχρά έσοδα και με μέτριες κρατικές δουλειές στην ύπαιθρο. Στη Φλωρεντία δεν έλειπαν οι διάσημοι καλλιτέχνες, τους οποίους τιμούσαν οι κάτοικοι της πόλης, καθώς και μερικοί φωτισμένοι άρχοντες, όπως ο Κόζιμο ιλ Βέχιο, ο οποίος επιθυμούσε στο πλάι του, την ύστερη ώρα, τον πιστό γλύπτη Ντονατέλο. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο γνωστοί καλλιτέχνες είχαν ταπεινή λαϊκή καταγωγή και ανήκαν σε κατώτερη κοινωνική τάξη, η οποία δεν είχε καμία διαφορά από την τάξη των χειροτεχνών, όχι μόνο απέναντι στην κοινή γνώμη αλλά και απέναντι στο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, εάν κάποιος ήθελε να ασχοληθεί με τη γλυπτική ή την αρχιτεκτονική, έπρεπε να εγγραφεί στο σύλλογο των κτιστών και των ξυλουργών, λαμβάνοντας τον τίτλο του «ειδικευμένου εργάτη». Οι Φλωρεντίνοι καλλιτέχνες ήταν αυτοί που πολύ πριν από εκείνους της υπόλοιπης Ιταλίας προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αναδείξουν την κοινωνική τους υπόσταση, διεκδικώντας την ευγενή δημιουργική αξία της δραστηριότητάς τους και βρίσκοντας συμμάχους στον κόσμο των γραμμάτων, ανάμεσα στους ουμανιστές που αναζητούσαν λίγα ίχνη από τη μεγάλη εκτίμηση στις εικαστικές τέχνες την οποία έτρεφαν οι άνθρωποι του πνεύματος στην αρχαιότητα. Πάντως, όλο το 14ο αιώνα οι τέχνες αυτές αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στις «μηχανικές τέχνες», που ήταν αποκλειστικά χειρωνακτικές (από τη γεωργία μέχρι την ξυλουργική), και τις «ελεύθερες τέχνες», που τρέφονταν από το πνεύμα και ήταν άξιες να τις ασκήσουν οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις (από τη γεωμετρία μέχρι την αστρονομία και τη γραμματική). Κάποιος όπως ο Λουντοβίκο Μπουοναρότι, που δεν συναναστρεφόταν ούτε καλλιτέχνες ούτε ουμανιστές, δεν έβρισκε καμία απολύτως διαφορά ανάμεσα στο γλύπτη και στο λιθοξόο.
Μια επίσκεψη στην Οικία Μπουοναρότι, στη Φλωρεντία, που στέγαζε την οικογένεια επί τρεις αιώνες, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, μαρτυρεί τη ριζική αλλαγή άποψης «μετά τον Μιχαήλ Άγγελο». Ήδη όσο ζούσε ο καλλιτέχνης η ευγενής οικογένειά του κατάλαβε ότι η δραστηριότητά του, στην οποία αρχικά είχε εναντιωθεί, ήταν αυτή που προσέδιδε κύρος στην ίδια και πραγματικά μεγάλη δόξα, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους μυστηριώδεις ποδεστάτους [ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί δικαστές στο Μεσαίωνα] και τους σταυροφόρους ιππότες που την εξωράιζαν στο παρελθόν. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
MODIGLIANI
BELLONI FABIO
Βασανισμένος από προβλήματα υγείας -ήδη από τη βρεφική του ηλικία- και από συνεχείς δυσκολίες, ο Μοντιλιάνι πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 35 ετών. Τον έλκυαν υπερβολικά το χασίς, το αλκοόλ και οι γυναίκες. Αντιμετώπισε τη σχεδόν ολοκληρωτική αδιαφορία των κριτικών και το μηδαμινό αγοραστικό ενδιαφέρον όσο ήταν εν ζωή, ενώ από την επόμενη κιόλας ημέρα του θανάτου του το έργο του τράβηξε απότομα την προσοχή των συλλεκτών. Εγκατέλειψε αναγκαστικά τη γλυπτική, την εκφραστική λύση που κατεξοχήν προτιμούσε. Η νεαρή σύντροφός του, η οποία κυοφορούσε στον ένατο μήνα, έχοντας ήδη μια κόρη ηλικίας ενός έτους, αυτοκτόνησε δύο ημέρες μετά το θάνατό του. Παρά τα ατυχή αυτά γεγονότα και παρά τη μόλις 15ετή πορεία του Μοντιλιάνι, το έργο του θεωρείται στο μέγιστο βαθμό ολοκληρωμένο, εκφράζοντας με ώριμο και απόλυτα πιστό τρόπο τις αρχές του του καλλιτέχνη. Οι καμπύλες μορφές του, που χαρακτηρίζονται για το ανόμοιο αριστοκρατικό και εκλεπτυσμένο ύφος, είναι πλήρως αναγνώσιμες, επηρεασμένες από τους τολμηρούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς της αβανγκάρντ, που παράλληλα αναπτύσσονταν στο Παρίσι στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι πίνακές του, με επιδράσεις ταυτόχρονα από την τέχνη των αρχαίων μη ευρωπαϊκών πολιτισμών και από την ιταλική παράδοση, έδωσαν ζωή σε πραγματικές αλλά απροσδιόριστες χρονικά εικόνες μιας απόκρυφης, αφαιρετικής και αξιοσημείωτης αγνότητας. Αυτά τα δεδομένα συνέβαλαν -λίγο μετά το θάνατό του, στις 24 Ιανουαρίου του 1920- στη δημιουργία του μύθου και του θρύλου ενός καταραμένου καλλιτέχνη, του Αμεντέο Μοντιλιάνι, που όσο ζούσε γνώρισε τόσες ατυχίες όσα και τα εγκώμια που διατυπώθηκαν προς τιμήν του αργότερα. Ωστόσο, το έργο του, που διακρινόταν από μια αδιατάρακτη και ασύλληπτη τελειότητα, έμοιαζε να αρνείται ολοκληρωτικά μια ύπαρξη αναλωμένη στο δράμα. Αν εξαιρέσουμε τη διαμονή του για ένα χρόνο στη νότια Γαλλία, ανάμεσα στο 1918 και στο 1919, ο Μοντιλιάνι εργάστηκε αποκλειστικά στο Παρίσι. Εκεί ανέπτυξε πολύ στενές επαφές με την καλλιτεχνική κουλτούρα της εποχής, με την οποία αρχικά μοιράστηκε ανοιχτά την καθοριστική επίδραση του πατέρα της μοντέρνας ζωγραφικής -του Πολ Σεζάν- και την ανακάλυψη του αφρικανικού και αυστραλιανού πριμιτιβισμού (ή πρωτογονισμού). Αλλά η διαδρομή του Μοντιλιάνι ήταν ουσιαστικά αυτή ενός ατομικιστή, ατίθασου και επιφυλακτικού απέναντι σε κινήματα ή τάσεις καλλιτέχνη, που έζησε ανάμεσα στις προκλήσεις των πρωτοπόρων μοντερνιστών και στη φυσική του τάση για την κλασική τέχνη [...]. (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
CEZANNE
GIOVANNA UZZANI
Τροπικό προβηγκιανό καλοκαίρι του 1906, ζέστη ανυπόφορη, που αποδυναμώνει το μυαλό. Κάθε απόγευμα ένα αμάξι πηγαίνει να πάρει το γέρο Σεζάν για να τον πάει να ποτίσει το αλογάκι του στις όχθες του ποταμού Αρκ ή κοντά στο δρομάκι που οδηγεί στο Μονμπριάν. Ο δάσκαλος γράφει στον αφοσιωμένο του Εμίλ Μπερνάρ λόγια πικραμένα -«θα το είχα θελήσει κοντά μου, γιατί η μοναξιά πάντα βαραίνει λίγο»- και αναφέρεται σε πονοκεφάλους και σε «μια αναστάτωση τόσο μεγάλη», που οφείλεται -ποιος ξέρει- «στην τρομακτική ζέστη». Η πρώτη αναγγελία του φθινοπώρου είναι αρκετή για να επιτρέψει την ορμή της πίστης: «Προχωρώ πάντοτε τις μελέτες μου για τη φύση και μου φαίνεται ότι προοδεύω σιγά σιγά». Στις πλάτες του κουβαλά δεκαετίες δυσκολιών και παρεξηγήσεων: Το κοινό ερεθιζόταν με εκείνα τα γυμνά, γδαρμένα τοπία του, με τις τόσο ξεφτισμένες νεκρές φύσεις, με τις αναστατωμένες, χοντροκομμένες και αυστηρές μορφές, που δεν διέθεταν ούτε την ελάχιστη κομψότητα. Ο ίδιος ο ζωγράφος, το διάστημα από το 1895 έως το 1898, απέφυγε τις κακοτοπιές χάρη στις προτάσεις του εμπόρου Βολάρ. Όμως, μόνο στα πρώτα χρόνια του αιώνα ο Σεζάν, εξηνταπεντάχρονος πλέον, βλέπει να αναγνωρίζεται επίσημα και έπειτα από τόση προσμονή να γίνεται δεκτός στις συναντήσεις που καταχωρίζονται στο παρισινό ημερολόγιο των καλλιτεχνών. Αυτό ακριβώς γίνεται στο Σαλόν του Φθινοπώρου του 1905, όταν ο κριτικός του Ερμή της Γαλλίας, Σαρλ Μορίς παρατηρεί ότι ολόκληρη η εκδήλωση αποτελεί έναν εκπληκτικό «φόρο τιμής στον Σεζάν». Ωστόσο σύντομη περίοδος της αναγνώρισης τελειώνει γρήγορα. Στις 15 Οκτωβρίου του 1906 χτυπά το ζωγράφο μια ξαφνική καταιγίδα που ξεσπά ενώ ζωγραφίζει στην αγαπημένη του προβηγκιανή εξοχή. Ο καλλιτέχνης αρρωσταίνει και πεθαίνει οκτώ μέρες αργότερα. Λίγους μήνες μετά το θάνατό του του, το Σαλόν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του δασκάλου από την Εξ τον πρωταγωνιστή της μοντέρνας ζωγραφικής. (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
GAUGUIN
MAZANTI ANNA
"Οι καλές τέχνες δεν είναι ευκολονόητες. Για να αποκαλύψεις την ομορφιά και τον πλούτο τους, πρέπει να εμβαθύνεις σε αυτές, γνωρίζοντας παράλληλα τον ίδιο σου τον εαυτό. Πρόκειται για τέχνες σύνθετου χαρακτήρα, στις οποίες βρίσκεις στοιχεία από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη μουσική, κάθε πτυχή και έκφανση της ζωής. Μέσα από αυτές τις ανώτερες μορφές δημιουργίας αναδεικνύονται το ταλέντο, το οξυδερκές πνεύμα, το διεισδυτικό βλέμμα και η ψυχή του καλλιτέχνη". (Πολ Γκογκέν, Racontars de rapin, 1902)