Τα Παραπολιτικά σας προσφέρουν για πρώτη φορά μια μεγαλειώδη σειρά με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας Τέχνης σε υπερπολυτελείς σκληρόδετες εκδόσεις!

Αυτό το Σάββατο 13.05 αποκτήστε με τα Παραπολιτικά μια μεγαλειώδη σειρά από καταλόγους διάσημων ζωγράφων και γλυπτών που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην παγκόσμια Τέχνη. Κάθε βιβλίο είναι αφιερωμένο σε μια μεγαλοφυΐα, και περιέχει περισσότερες από 100 εικόνες με ακριβείς αναπαραγωγές κορυφαίας ποιότητας, που αναδεικνύονται από το μεγάλο μέγεθος των βιβλίων, 27×30 εκατοστά. Γραμμένα από ονομαστούς ειδικούς της τέχνης τα βιβλία παρουσιάζουν, πέρα από τα έργα, τις κοινωνικές και πολιτιστικές δυνάμεις που επηρέασαν κάθε δημιουργό, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες. Μια εξαιρετική συλλογή που επιβάλλεται να υπάρχει στην βιβλιοθήκη εκείνων που αγαπούν την τέχνη.

Αυτό το Σάββατο 13 Μαΐου, αποκλειστικά με τα Παραπολιτικά, επιλέξτε ανάμεσα στα εξής βιβλία:

CARAVAGGIO

CAPPELLETTI FRANCESCA

Μαζί με το πρώτο λογοτεχνικό πορτρέτο του Καραβάτζο, οφείλουμε στον Κάρελ φαν Μάντερ, ένα Βορειοευρωπαίο ζωγράφο που εξέδωσε το 1604 ένα βιβλίο για την τέχνη της ζωγραφικής και τους δημιουργούς της (το Schilderboek - Το βιβλίο των ζωγράφων), την πρώτη μαρτυρία ότι το ύφος του Καραβάτζο αποτέλεσε, ήδη τόσο πρώιμα, αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από τους νέους.

Ο Φαν Μάντερ, ο οποίος είχε φύγει από τη Ρώμη από τη δεκαετία του 1570, διατηρούσε σχέσεις με τους συμπατριώτες του που μαθήτευαν στο εργαστήριο του Καβαλιέρ ντ' Αρπίνο. Περιέγραψε, λοιπόν, τον Καραβάτζο, που εκείνη την εποχή βίωνε την επιτυχία αλλά και την έντονη κριτική για τα έργα του (από την Κλήση και το Μαρτύριο του αγίου Ματθαίου στο παρεκκλήσιο Κονταρέλι ως τη Μεταστροφή του αγίου Παύλου και τη Σταύρωση του αγίου Πέτρου στο παρεκκλήσιο Τσεράζι στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο), ως ένα ζωγράφο που είχε αποκτήσει δόξα, όμως δεν ήταν σταθερός στη δουλειά του, αφού συχνά τη διέκοπτε και τριγυρνούσε "με το σπαθί στη ζώνη, ακολουθούμενος από έναν υπηρέτη, από το ένα γήπεδο αντισφαίρισης στο άλλο, πάντα ζητώντας αφορμή για καβγάδες και μπελάδες". [...] (Από την έκδοση)

DELACROIX

BRUNO SYLVIA

Με την πλούσια θεματολογία και τις καινοτόμες απεικονιστικές τεχνικές του, ο Ευγένιος Ντελακρουά υπερέβη τα ακαδημαϊκά πρότυπα, επεξεργαζόμενος νέες διαστάσεις, ψυχολογικές και ανθρωπολογικές, που αποτελούν ίδιον του ρομαντισμού. Το κίνημα αυτό, που δεν παρουσιάζει διακριτά και συμπαγή χαρακτηριστικά, έχει τις ρίζες του ήδη στην 9η δεκαετία του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, γνωρίζοντας, από την Περίοδο της Παλινόρθωσης και μετά, διαφορετική εξέλιξη σε κάθε χώρα. Στο ρομαντισμό συνδυάστηκαν έντονα διαφορετικά στοιχεία, ενίοτε και αντίθετα, ενώ η θεματολογία του παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία: από ιστορικά και θρησκευτικά θέματα μέχρι φιλολογικά, τοπιογραφικά και εξωτικά, ακόμη και τα πιο φλέγοντα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας. Έτσι, στα χρόνια της Παλινόρθωσης, ενώ η ρομαντική ζωγραφική στη Γαλλία άρχισε να κατακτά σταδιακά ένα δικό της χώρο, πιο ορατό στο Παρισινό Σαλόν, η ακαδημαϊκή τέχνη, η συνδεδεμένη με την παράδοση του αρχαίου, συνέχιζε να κυριαρχεί. Ακόμη και η κατάρτιση των καλλιτεχνών και οι επιλογές των μοντέλων αναφοράς κινούνται μεταξύ νεοκλασικισμού και ρομαντισμού , οι νέοι ρομαντικοί ζωγράφοι σπούδασαν την αρχαία αγαλματοποιία και το γυμνό στα ατελιέ και στα μαθήματα της Σχολής Καλών Τεχνών των νεοκλασικών καθηγητών, διατηρώντας τη συνήθεια να μελετούν τα αριστουργήματα του παρελθόντος στο εσωτερικό του Λούβρου. Αυτό που άλλαξε ήταν η έννοια του ωραίου, το οποίο δεν νοείται πια ως ένα σύνολο προκαθορισμένων κανόνων με τους οποίους πρέπει κανείς να εναρμονιστεί, αλλά ως ένα χαρακτηριστικό που αναφερόταν σε μοναδικές ατομικότητες και στα ιδιαίτερα, μοναδικά και ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά τους. Γι' αυτό, ακόμη και ως προς την ανάπτυξη του στιλ, πολλαπλασιάστηκαν οι ατομικές αποκλίνουσες εκφράσεις, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις τη χρήση του αποπερατωμένου σχεδίου, ως έκφραση ενός αντικειμενικού και ήρεμου ορθολογισμού, για να αφιερωθούν σε μια ζωγραφική πιο σκιτσαρισμένη και δυναμική, έκφραση μιας νέας καλλιτεχνικής ανησυχίας, η οποία με μεγάλη δυσκολία έγινε κατανοητή από τους κριτικούς και το κοινό της εποχής. Ο Ντελακρουά σημείωνε στο Ημερολόγιο του στις 7 Μάιου του 1824: «Μην επιδιώκεις μια μάταιη τελειότητα. Υπάρχουν μερικά ελαττώματα, για τον απλό λαό, που συχνά γίνονται πηγή ζωής». Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε η ρομαντική ευαισθησία, η οποία, με μια προχωρημένη για την εποχή της προσέγγιση, προσέφερε στον καλλιτέχνη ένα νέο κεντρικό σημείο αναφοράς, καθιστώντας τον πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση των επιλογών του και αναγνωρίζοντας τον ουσιώδη ρόλο της φαντασίας του. [...] (Από την έκδοση)

GIOTTO

BELLOSI LUCCIANO

Μοιάζει με την ανακάλυψη του τροχού που άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας ριζικά. Η τέχνη του Τζότο είναι αντιπροσωπευτική για την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, καθώς έφερε την πρώτη ουσιαστική και ριζική ανανέωση στη ζωγραφική από την αρχαιότητα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε αυτή την ιστορική αλλαγή, πρέπει να συγκρίνουμε δυο έργα παρόμοια σε θέμα και λειτουργία: τη εκπληκτική Παναγία του Τσιμαμπούε, που βρίσκεται στο Λούβρο με την Παναγία Ένθρονη του Τζότο, που είναι πλέον στην Πινακοθήκη Ουφίτσι. Χρονικά ο ένας πίνακας απέχει από τον άλλο περίπου εικοσιπέντε χρόνια, με τον πρώτο να είναι έργο εκείνου που όλα δείχνουν ότι ήταν ο δάσκαλος του Τζότο. Τα δύο έργα φαίνονται να είναι βγαλμένα από δυο κόσμους διαφορετικούς. Στην Παναγία του Λούβρου τα χρώματα διαχέονται στην επιφάνεια του καμβά, σαν σε δέρμα που ιριδίζει στον ήλιο. Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται από ζωή και αληθοφάνεια, και ανταγωνίζεται σχεδόν τη γλυπτική, αποδίδοντας ανάγλυφα και με πλαστικότητα την πραγματικότητα.

Ο θρόνος της Παναγίας είναι ένα ογκώδες κάθισμα με περίτεχνα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία, που μοιάζει να κρέμεται από το χρυσό φόντο. Η Παναγία Ένθρονη δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, καθώς το σώμα αποκτά βάρος και όγκο, ενώ κάθεται σε ένα θρόνο που έχει μετατραπεί σε αρχιτεκτόνημα γοτθικού ρυθμού. Σε αυτόν τον πίνακα ξεπεράστηκαν όλες οι σχηματοποιημένες φόρμες, -σαν να αναφερόταν σε μια νέα πραγματικότητα και όχι σε αυτήν του αληθινού κόσμου-, όπου τα χέρια μοιάζουν με πιρούνια, το σχήμα των ματιών τονίζεται υπερβολικά, η μύτη παίρνει τη μορφή ράμφους κ.λπ. Όλες αυτές οι φόρμες, που εμφανώς διακρίνονται στη ζωγραφική του Τσιμαμπούε αλλά και στου νεαρού Ντούτσιο (τα βλέπουμε, για παράδειγμα, στην περίφημη Παναγία Ρουτσελάι, Πινακοθήκη Ουφίτσι), εξαφανίζονται με τον Τζότο. Η ανθρώπινη μορφή αποκτά και πάλι μια πιο φυσική, πιο γήινη διάσταση, ένα ρεαλισμό που τον συναντάμε στα γλυπτά των γοτθικών ναών και στα δημιουργήματα του ΝΙκολά Πιζάνο και των μαθητών του. Μία από τις μεγαλύτερες καινοτομίες του Τζότο είναι ο θρόνος, ο οποίος στον Τσιμαμπούε είναι ξύλινος και τοποθετημένος ελαφρώς πλάγια, ενώ στον Τζότο γίνεται αρχιτεκτονικός και τοποθετείται απέναντι από το θεατή σε προοπτική. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση νιας επιτρέπει να καταλάβουμε τη μεγάλη αλλαγή που σημειώθηκε στη ζωγραφική, ανάμεσα στην τέχνη του 13ου αιώνα, πιστή στη βυζαντινή παράδοση [...] και στη νέα προσέγγιση του Τζότο. Αυτό είναι εφικτό, αν συγκρίνουμε τον Εσταυρωμένο της Σάντα Κρότσε, έργο ενός παλαιότερου δημιουργού με εκείνον της Σάντα Μαρία Νοβέλα, του Τζότο. [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)

CANALETTO

BUSTREO FEDERICA, MAGISTRI MILA

Ο εξαιρετικός Βενετός καλλιτέχνης Τζοβάνι Αντόνιο Κανάλ, γνωστός ως Καναλέτο, εμφανίζεται σε μια εποχή ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη Βενετία. Στα 1700 η Γαληνοτάτη βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της. Μάρτυρες αυτής της δόξας είναι οι πολυάριθμες νέες κατασκευές, θρησκευτικές, δημόσιες και ιδιωτικές, οι επεκτάσεις και οι αναστηλώσεις, καθώς και οι σημαντικές παραγγελίες σειράς διακοσμήσεων. Τα νέα κτίρια γίνονται το σύμβολο της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της Δημοκρατίας.

Οι καλλιτέχνες που καλούνται να εργαστούν στη Βενετία έχουν την αποστολή να εξυμνήσουν το στάτους που είχαν κατακτήσει οι πελάτες τους, επιλέγοντας να επιδοθούν σε κάθε ζωγραφικό είδος: όχι μόνο η ιστορία, η θρησκεία και η μυθολογία, αλλά και η προσωπογραφία, οι σκηνές της καθημερινής ζωής και η απεικόνιση τοπίων κερδίζουν τη δική τους σημαντική θέση.

Σε ένα περιβάλλον συναρπαστικής πολιτιστικής έντασης, αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικής επίδειξης, η μεγάλη πρωταγωνίστρια στις σκηνές αυτές είναι η ίδια η πόλη, η Βενετία: τέλειο σκηνικό των αστικών εκδηλώσεων, γραφικό φόντο γιορτών και πανηγύρεων της μαρκιανής Δημοκρατίας.

Από την άλλη, η απεικόνιση της πόλης αποτελεί πρακτική παγιωμένη στην παράδοση της βενετσιάνικης ζωγραφικής. Εάν ήδη το 14ο αιώνα στη διακόσμηση του Παλατιού των Δόγηδων -η οποία καταστράφηκε από μια πυρκαγιά και ανακαινίστηκε τα επόμενα χρόνια- η Βενετία είχε τον πρώτο ρόλο στις σκηνές που διακοσμούσαν εκείνα τα δωμάτια, στα τέλη του 15ου αιώνα ο Βιτόρε Καρπάτσιο και ο Τζεντίλε Μπελίνι αποτύπωναν με αιχμηρό ρεαλισμό και τοπογραφική ακρίβεια τοποθεσίες της πόλης στο φόντο των έργων τους. [...] (Από την έκδοση)