Μη χάσετε ΕΚΤΑΚΤΩΣ το Σάββατο με την κυριακάτικη έκδοση της Απογευματινής το βιβλίο του αξέχαστου δασκάλου Σαράντου Καργάκου, που ανατρέπει τα ιστορικά ψεύδη για τις διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας
Μη χάσετε εκτάκτως αυτό το Σάββατο 03.06 με την κυριακάτικη έκδοση της Απογευματινής το βιβλίο του αξέχαστου δασκάλου Σαράντου Καργάκου, που ανατρέπει τα ιστορικά ψεύδη για τις διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας.
«Το Βυζαντινό Ναυτικό», Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μια γεωπολιτική ανάλυση για το χθες που ρίχνει φως στις προοπτικές του μέλλοντός μας σε Εύξεινο Πόντο, Αιγαίο και Μεσόγειο. Μια ακόμη μοναδική προσφορά εθνικής αυτογνωσίας για όλους τους Έλληνες με την υπογραφή του σπουδαίου ιστορικού, Σαράντου Καργάκου, αυτήν την εβδομάδα αποκλειστικα με την Απογευματινή.
Όπως τονίζει ο ίδιος ο αείμνηστος ιστορικός: «Το βυζαντινό ναυτικό παραμένει εν πολλοίς terra incognita για το ευρύ κοινό. Στόχος του βιβλίου αυτού δεν είναι να δειχθεί απλώς μια εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της πολύπτυχης βυζαντινής ιστορίας, όσο το να τονιστεί τούτο το συγκλονιστικά απλό: μπορεί η άνοδος και η ακμή της αυτοκρατορίας να οφείλονταν σε πλήθος παραγόντων -φυσικά και στο ναυτικό-, ωστόσο η βαθμιαία παρακμή, η πρώτη πτώση (1204) και κυρίως η δεύτερη, η γνωστή άλωση (1453), οφείλεται αποκλειστικά στην παραμέληση και σχεδόν διάλυση τού βυζαντινού ναυτικού.
Τέλος, αφού εξ αίτιας πολλαπλών γεγονότων, από γεωπολιτική και γεωστρατηγικὴ άποψη, η Μεσόγειος ανακτά και πάλι την πρωτοκαθεδρία στον πλανήτη, η μελέτη του βιβλίου αυτού καθίσταται απολύτως αναγκαία για μία σφαιρικότερη αντίληψη των πολιτικών προβλημάτων του παρόντος μέσω της γνώσης του παρελθόντος».
Περιεκτικός είναι και ο πρόλογος του βιβλίου:
«Στις 22 Αύγουστου 1991 με εισήγηση τού τότε Διευθυντή Σπουδών τής Σχολής Πολέμου τού Ναυτικού και νυν Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, κ. Παναγιώτη Χηνοφώτη, με τον όποιο είχα γνωρισθεί σ’ ένα συνέδριο περί ιστορίας στους Δελφούς, όπου αμφότεροι ήμαστε εισηγητές, άρχισα μια σειρά μαθημάτων πολύωρου διάρκειας στην εν λόγω Σχολή, από την όποια περνούν οι αριστείς τού πολεμικού ναυτικού μας. Τα μαθήματα μου συνεχίζονται ως σήμερα. Ό πρώτος κύκλος, «Φίλιππος και Αλέξανδρος ως στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες», πήρε μορφή συγκροτημένου βιβλίου το έτος 1993 (έκδ. Gutenberg, σσ. 144). Ό δεύτερος κύκλος, «Οι ναυτικές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών κατά τον δον π.Χ. αιώνα», μαζί με μια αυτοτελή εργασία μου για τη ναυμαχία τής Σαλαμίνος (δημοσιεύθηκε στο περιοδ. «Ναυτική Επιθεώρηση», τ. 436, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1985, σσ. 267-77), εντάχθηκαν στις δύο ογκώδεις εργασίες μου, ήτοι στο δίτομο έργο «Ιστορία τού Ελληνικού Κόσμου και τού Μείζονος Χώρου» (Gutenberg 1999, τ. Α', σσ. 172-200,206-208) και στην τρίτομη «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» (Gutenberg 2004, τ. Α\ σσ. 471-538). Πυκνές είναι οι αναφορές στις συγκρούσεις αυτές και στη δίτομη «Ιστορία τής Αρχαίας Σπάρτης» που κυκλοφορήθηκε φέτος (2006) από τις ίδιες εκδόσεις.
Έμενε ό τρίτος κύκλος, πού αφορούσε στο βυζαντινό ναυτικό, το όποιο, δυστυχώς, αντιμετωπιζόταν, με σπάνιες εξαιρέσεις, ως «περιθωριακό υλικό», ακόμη και από οξυνούστατους βυζαντινολόγους ιστορικούς, πού έχοντας μια «χερσαία» αντίληψη των πραγμάτων, δεν μπορούσαν να διαισθανθούν ότι ό κύριος παράγων ισχύος, οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής, ήταν το ναυτικό — έστω κι αν οι αυτοκράτορες δεν είχαν ναυτικό- κρατική αντίληψη (οι πλείστοι ήσαν στρατηγοί∙ ουδείς ναύαρχος, πλην τού Ρωμανού Λεκαπηνού, πού ήταν συμβασιλιάς κι όχι κανονικός βασιλιάς ). Οι μόνες αξιόλογες εργασίες πού είχα υπόψη μου για το βυζαντινό ναυτικό ήσαν αυτή τού ναυάρχου Αλεξανδρή, τού αρχιπλοιάρχου Μ. Μ. Σίμψα, οι παλαιές τού Ράδου και ή νεανική εργασία τής κ. Γλύκατζη-Άρβελέρ, καθώς και τα διάσπαρτα δημοσιεύματα, κυρίως αξιωματικών, στη «Ναυτική Επιθεώρηση». Στην ελληνική εργογραφία στη δεκαετία τού ’80 προστέθηκαν πολλές αξιόλογες εργασίες για το βυζαντινό ναυτικό, όπως π,χ. για το Υγρόν Πυρ, ή εργασία τού Καθηγητή Θεοδ. Κορρέ.
Το βυζαντινό ναυτικό παραμένει εν πολλοίς terra incognita για το ευρύ κοινό, ακόμη και για τούς αξιωματικούς μας, πλην των ελαχίστων πού παρακολούθησαν τις περιορισμένου χρόνου ομιλίες μου. Θεωρώ αναγκαίο τούτη ή αγνοημένη πτυχή τής βυζαντινής ιστορίας να γίνει περισσότερο γνωστή. Χρόνια ετόνιζα στα μαθήματά μου ότι συνιστά υπομείωση της βυζαντινής ναυτικής παραδόσεώς μας το να μη φέρει κανένα πολεμικό πλοίο το όνομα βυζαντινού ηγήτορα. Φέτος, επί τέλους, ένα πλοίο του πολεμικού μας ναυτικού έλαβε την ονομασία «Φωκάς», προς τιμήν του μεγάλου στρατηγού και αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, που πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη μέχρι τότε (10ος αί.) στην ιστορία ναυτικό- πεζική επιχείρηση. Πρόκειται για την εκστρατεία κατά των Σαρακηνών τής Κρήτης και την πολιορκία και κατάληψη του Χάνδακος, δηλαδή του σημερινού Ηρακλείου (961).
Στόχος μου με το βιβλίο αυτό δεν είναι να δείξω απλώς μια εν πολλοίς άγνωστη πτυχή τής πολύπτυχης βυζαντινής ιστορίας, όσο το να τονίσω τούτο το συγκλονιστικά απλό: μπορεί ή άνοδος και ή ακμή τής αυτοκρατορίας να οφείλονταν σέ πλήθος παραγόντων —φυσικά και στο ναυτικό—, ωστόσο ή βαθμιαία παρακμή, ή πρώτη πτώση (1204) και κυρίως ή δεύτερη, ή γνωστή ως άλωση (1453), οφείλεται αποκλειστικά στην παραμέληση και σχεδόν διάλυση του βυζαντινού ναυτικού. Ένας βυζαντινός ιστορικός, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, πού θα τον θυμηθούμε επιλογικά, γράφει: «Ουδέ γάρ ήν ούτε Λατίνους ούτω κατά Ρωμαίων θρασύνεσθαι, ούτε ψάμμον θαλάσσης θεάσασθαι Τούρκους ποτέ, της ναυτικής των Ρωμαίων δυνάμεως θαλασσοκρατούσης ως πρότερον» — VI, 11 (= Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν οι Λατίνοι [εννοεί γενικά τούς Δυτικούς] να αποθρασυνθούν τόσο πολύ έναντι των Ελλήνων, ούτε οι Τούρκοι θα μπορούσαν ποτέ ν’ αντικρύσουν την άμμο τής θάλασσας, αν ή ναυτική δύναμη των Ελλήνων θαλασσοκρατούσε και τότε, όπως τον παλαιότερο καιρό).
Ευελπιστώ ότι τα Υπουργεία Εθνικής Αμύνης άλλα και αυτό της Εμπορικής Ναυτιλίας (διότι το βυζαντινό ναυτικό δεν ήταν μόνο πολεμικό) θα στηρίξουν την έκδοση αυτή, για να γίνει ευρύτερα γνωστή ή ναυτική ιστορία τού Βυζαντίου στα στελέχη που πλαισιώνουν τον πολεμικό και εμπορικό μας στόλο. Μια ιστορία χρήσιμη τώρα που σε όλα τα επιτελικά κλιμάκια (όχι απαραιτήτως στρατιωτικά) επανεξετάζεται ό ρόλος τού ναυτικού και στις δύο διαστάσεις του ως φορέα Ισχύος. Από την άλλη θεωρώ ότι ή μελέτη τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη σκοπιά τής ναυτικής ισχύος προσφέρει πάρα πολλά στη διεύρυνση και εμβάθυνση τής στρατηγικής σκέψης των Ελλήνων (άλλα και των ξένων) αξιωματικών. Τέλος, αφού εξ αιτίας πολλαπλών γεγονότων, από γεωπολιτική και γεωστρατηγική άποψη, ή Μεσόγειος άνακτά και πάλι την πρωτοκαθεδρία στον πλανήτη, πιστεύω ότι ή μελέτη τού βιβλίου αυτού θα καταστεί απολύτως αναγκαία και από τα στελέχη τού Υπουργείου Εξωτερικών, πού θα αποκτήσουν μια σφαιρικώτερη αντίληψη των πολιτικών προβλημάτων τού παρόντος, μέσω τής γνώσης τού παρελθόντος. Τα σήμερον κατά κόρον λεγάμενα περί Υψηλής Στρατηγικής είναι κούφια καρύδια, αν δεν υπάρχει στρατιωτική ισχύς, πού πάντα ή θάλασσα μπορεί να προσφέρει. Όπως σωστά γράφεται στο προλογικό σημείωμα τής μεταφράστριας (κ. ’Άννα Παπασταύρου) τού περισπούδαστου έργου «Η Ευρώπη και ή θάλασσα», πού συνέγραψε ό επιφανής Γάλλος καθηγητής Michel Mollat du Jourdain, ή Ελλάς από τα χρόνια τα παλιά ως τα σημερινά «ζει μέσα στη θάλασσα , με τη θάλασσα και σέ μεγάλο βαθμό από τη θάλασσα» (σ. 15). Πιστεύω ακόμη ότι και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ποτέ δεν τίμησε το συγγραφικό έργο μου, πρέπει να ενδιαφερθεί για τη μελέτη αυτή, ώστε να φθάσει σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη. Όσο για το Υπουργείο Πολιτισμού ένα θα πω: οι ιθύντορες στον τομέα αυτό πρέπει να καταλάβουν ότι το ναυτικό μας δεν ήταν μόνο πηγή ενέργειας, παράγων ισχύος, άλλα και φορέας/σπορέας πολιτισμού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τούς παλαιούς και νέους μαθητές τής Σχολής Πολέμου του Ναυτικού πού με τις δύσκολες ερωτήσεις τους έκαναν το συγγραφέα σοφώτερο πάνω σε ναυτικά θέματα και το βιβλίο τούτο πλουσιώτερο. Όμοιες ευχαριστίες οφείλω και στους σπουδαστές τού «Λαϊκού Πανεπιστημίου» τής γεραράς Εταιρείας Φίλων τού Λαού, στους όποιους δίδαξα το βυζαντινό ναυτικό επί εξάμηνο και οι όποιοι αγκάλιασαν με θέρμη το αντικείμενο τής διδασκαλίας μου — τόσο δύσκολο, ειδικά, γι’ αυτούς. Κι όμως, το ενδιαφέρον τους ήταν συγκινητικό».
Λαύριο
Παραμονή Δεκαπενταυγούστου 2005
ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΕ ΤΙΤΛΟΥΣ:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΜΕΡΟΣ Α'
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ή ΚΠολη ώς ναυτικός πνεύμων της Αυτοκρατορίας
Συνέπειες της μεταφοράς επί της γενέσεως του βυζαντινού στόλου —Τύποι πλοίων
Tο «υγρόν πυρ» και ή συμβολή του στην πολεμική τακτική
Ή οργάνωση του ναυτικού
Πρώτη ναυτική επιχείρηση κατά των Βανδάλων
Εκστρατεία του Βελισσαρίου κατά των Βανδάλων
Ή μετά τον Ιουστινιανό περίοδος και ό στόλος — Πολιορκία ΚΠόλεως υπό Περσών και Αβάρων (626)
ΜΕΡΟΣ Β'
ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ
Αναχαίτιση Ομεϋαδών — Α' πολιορκία 673-678
Β' αραβική πολιορκία (717) — Νέα φάση πολέμου
Κατάληψη Κρήτης και Σικελίας
Οι ναυτικές επιχειρήσεις κατά τους χρόνους του Μιχαήλ Γ'
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δύο μεγάλοι ναύαρχοι : Νικήτας Ωορύφας και Νάσαρ
Ή δράση του στόλου επί Λέοντος ΣΤ Σοφού (886-912)
Το ναυτικό επί Κων/νου Ζ' και Ρωμανού Β'. Ανακατάληψη Κρήτης (961)
Το ναυτικό επι Βασιλείου Β' και των διαδόχων του
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ— ΚΑΜΨΗ
Τα ναυτικά προνόμια
ΜΕΡΟΣ Γ
ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ — ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ —ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
α) Ναυτικό εμπόριο
β) Πειρατεία
γ) Γεωγραφία
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ή ναυτική πολιτική των αυτοκρατόρων της Νίκαιας
Ναυτικός ανταγωνισμός Βενετών και Γενουατών
Ή τελευταία σελίδα του δράματος
Βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Σαράντος Ι. Καργάκος (1937-2019) γεννήθηκε στο Γύθειο το 1937. Στη διάρκεια του Εμφυλίου εγκαθίσταται στην Αθήνα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωταγωνίστησε στο αμφισβητικό κίνημα των ετών 1961-1967 και υπήρξε ο εισηγητής του 15% για την παιδεία. Εργάσθηκε επί τριάντα πέντε έτη στα μεγαλύτερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια των Αθηνών και στους μεγαλύτερους φροντιστηριακούς οργανισμούς, στους οποίους πάντα υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Συνεργάσθηκε με τα περιοδικά Οικονομικός Ταχυδρόμος, Κοινωνικές Τομές, Ιχνευτής. Ελλοπία, Άρδην, Ευθύνη και 4 Τροχοί. Επί τετραετία (1997-2001) ήταν αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος και κριτικός των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Τύπος της Κυριακής. Έγραψε πάνω από εξήντα βιβλία. Από αυτά ξεχωρίζουν οι γλωσσικές μελέτες "Αλαλία" και "Αλεξία", η ιστορική μελέτη "Από το μακεδονικό ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων", οι συλλογές δοκιμίων "Προβληματισμοί: 'Ένας διάλογος με τους νέους" (6 τόμοι) και "Κινούμενη άμμος", το δίτομο ιστορικό έργο "Ιστορία του ελληνικού κόσμου και του μείζονος χώρου", η επίσης ιστορική μελέτη "Αλβανοί - Αρβανίτες - Έλληνες", η ογκώδης μονογραφία "Αλεξανδρούπολη, μια νέα πόλη με παλιά ιστορία", η πολιτική μελέτη: "Παγκοσμιοποίηση: Προς ένα παγκόσμιο ολοκληρωτικό σύστημα εξουσίας".
Έφυγε από τη ζωή στις 14 Ιανουαρίου 2019, σε ηλικία 82 ετών.