Σε αγωγή εναντίον του Δημοσίου, και ονομαστικά στο πρόσωπο των σημερινών νόμιμων εκπροσώπων του (δύο υπουργών, Τσακαλώτος, Παππάς και του γενικού γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λ.Κρέτσος), προχώρησε το Star Channel του ομίλου Βαρδινογιάννη, ζητώντας αποζημίωση πάνω από 30 εκατ. ευρώ «για την αποκατάσταση», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «της ζημίας που μας προεκλήθη από το γεγονός της συμμετοχής μας και της παράνομης μη αδειοδότησής μας κατά τη διαδικασία του Διαγωνισμού για τη χορήγηση των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών».

Το STAR υποστηρίζει ότι εξ αιτίας της μη αδειοδότησης, έχασε το Survivor, το οποίο είχε κλείσει, άρα, έχει διαφυγόντα έσοδα.

Το κανάλι διεκδικεί με την αγωγή του συνολικά 32,4 εκατ. ευρώ από τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκο Παππά, από τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και από τον γενικό γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λευτέρη Κρέτσο.

Τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα είναι για τη ζημιά που υπέστη το Star Channel, ήτοι 637 χιλ. ευρώ θετική ζημία και 31,7 εκατ. ευρώ αποθετική ζημία, αλλά ζητάει και 100 χιλ. ευρώ επιπλέον για ηθική βλάβη.

Με απάντησή του μέσω Twitter ο υπουργός καλεί το Star: «Να απευθυνθεί στο ταμείο απόρων, παρανόμων καναλαρχών & αποτυχημένων μάνατζερ».

Επιπλέον, ο Νίκος Παππάς ζητά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πάρουν θέση στο ζήτημα.

Η κυβέρνηση ζητά παράλληλα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό με ποιου το συμφέρον συντάσσονται, θέτοντας τα ερωτήματα:

-εάν μπορεί ένας τηλεοπτικός σταθμός που επί σειρά ετών εκπέμπει χωρίς νόμιμη άδεια, να ζητά αποζημίωση για τη διεξαγωγή του πρώτου - μετά από 30 χρόνια - διαγωνισμού για χορήγηση τηλεοπτικών αδειών

-εάν μπορεί μια εταιρεία να ζητά αποζημίωση για την απώλεια, όπως διατείνεται, διαφημιστικών εσόδων από επιλογές που έκανε η ίδια, από την ανταλλαγή προγράμματος «δράσης» με ένα άλλο σχετικό με «μαγειρική», ή από αυθαίρετες εκτιμήσεις περί απώλειας τηλεθέασης

-εάν μπορεί ένας ιδιωτικός οργανισμός να απαιτεί τη «μεταβίβαση» στο Δημόσιο (και κατ' επέκταση στους πολίτες) εξόδων μισθοδοσίας υπαλλήλων ή προετοιμασίας του για τη συμμετοχή σε διαδικασία, η οποία προβλέπεται από νόμο που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων

-εάν μπορεί ένας τηλεοπτικός σταθμός, αξιοποιώντας την ευθύνη των προηγούμενων κυβερνήσεων που δεν προχώρησαν σε αδειοδότηση των καναλιών, να απαιτεί τη «διατήρηση» της ανομίας στο τηλεοπτικό τοπίο.

-εάν μπορεί μια ιδιωτική εταιρεία να παρερμηνεύει μια απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου, αφήνοντας να εννοηθεί πως κατέπεσε στο σύνολό του ένας νόμος (4339/2015), ο οποίος προβλέπει ελάχιστο αριθμό 400 εργαζομένων ανά σταθμό. Και επί αυτής της ηθελημένης παρερμηνείας να δρομολογεί απολύσεις δεκάδων εργαζομένων.

Πηγές του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής επισημαίνουν ότι τα κόμματα, που ως το 2015 είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και της εφαρμογής του νόμου και των αποφάσεων του ΣτΕ για διεξαγωγή διαγωνισμού αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών, οφείλουν να τοποθετηθούν επί της άποψης ότι οι ιδιοκτησίες των σταθμών βρίσκονταν εδώ και δεκαετίες σε «καθεστώς ομηρίας και ανασφάλειας». Όπως και στο τι μπορεί να σημαίνει αυτό και πώς ακριβώς αξιοποιήθηκε από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κατά τα χρόνια της διακυβέρνησής τους.

Η απάντηση της κυβέρνησης, υπογραμμίζουν οι ίδιοι κύκλοι, για όλα τα παραπάνω «είναι σαφής»: «Στις πρακτικές που επιλέχθηκαν δεν υποκύπτουμε. Ο διαγωνισμός για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών θα γίνει κανονικά. Πρέπει να γίνει πολύ σύντομα. Και το τίμημα οφείλει να είναι υψηλό, ανάλογο αυτού που πέτυχε ο πρώτος διαγωνισμός. Για τη δε τήρηση των νόμων δεν τίθεται αμφισβήτηση. Τώρα είναι η ώρα των ξεκάθαρων απαντήσεων».