Στουρνάρας: Υπέρ πολλαπλών πυλώνων στο ασφαλιστικό σύστημα
Ο διοικητής της ΤτΕ μίλησε στο 12th Insurance Conference
«H παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», υποστήριξε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο 12th Insurance Conference.
«Τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά», συνέχισε ο Γ. Στουρνάρας. Παραδέχτηκε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ).
«Εντούτοις» συνέχισε, «ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».
Όπως είπε, «το συνταξιοδοτικό όμως μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και της επάρκειας των συντάξεων για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα. Σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, η αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης, αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων και δημιουργείται ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ παράλληλα μετριάζονται οι κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αμβλυνθούν και οι στρεβλώσεις του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. οι υψηλές εισφορές) που δρουν ως αντικίνητρα στην αύξηση της απασχόλησης, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς εργασίας».
«Τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά», συνέχισε ο Γ. Στουρνάρας. Παραδέχτηκε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ).
«Εντούτοις» συνέχισε, «ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».
Όπως είπε, «το συνταξιοδοτικό όμως μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και της επάρκειας των συντάξεων για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα. Σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, η αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης, αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων και δημιουργείται ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ παράλληλα μετριάζονται οι κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αμβλυνθούν και οι στρεβλώσεις του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. οι υψηλές εισφορές) που δρουν ως αντικίνητρα στην αύξηση της απασχόλησης, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς εργασίας».