Σκυλακάκης: Εκτιμούμε θα έχουμε έναν προϋπολογισμό χωρίς δημοσιονομικό κενό
«Και Ηρακλής να ήταν η ελληνική οικονομία, δε θα μπορούσε να σηκώσει αυτό το φορολογικό βάρος, το οποίο είναι το βασικό που εμποδίζει τις επενδύσεις και η προσπάθειά μας είναι να το άρουμε», δήλωσε ο αρμόδιος για τη Δημοσιονομική Πολιτική υφυπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού - Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, «Πρακτορείο 104,9 fm», για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Σε ό,τι αφορά τη φορολογική πολιτική και τον ρόλο της στην προσέλκυση επενδύσεων ο υφυπουργός εξήγησε: «Έχουμε 12% του ΑΕΠ επενδύσεις, όταν στην Ευρώπη είναι 20%. Μιλάμε, δηλαδή, για μια διαφορά στην ελληνική οικονομία της τάξης ίσως των 15 δισ. ευρώ. Θα μιλάγαμε για μια άλλη οικονομία, εφόσον καλυπτόταν αυτό το κενό. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για αυτό το κενό, ο ένας ήταν η απίστευτη υπερφορολόγηση, η οποία ήταν πέραν αυτών που είχαν συμφωνηθεί με τους επενδυτές. Μπήκαν φόροι 11,4 δισ. παραπάνω από τα νούμερα που ζητούσαν οι δανειστές την τριετία 2016-18 και εκτός αυτών των φόρων προστέθηκε και ένα επιπλέον φορολογικό βάρος, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων κατά άλλα 18 δισεκατομμύρια. Δηλαδή εισέπραξε το κράτος 11,4 δισ. πέραν αυτών που ζητούσαν οι δανειστές και χρωστάνε οι πολίτες σε αυτή την τριετία παραπάνω 18 δισ. ληξιπρόθεσμα, συνολικά περίπου 30 δισ. παραπάνω φορολογικό βάρος σε μια τριετία και όλο αυτό το φορολογικό βάρος το φέρουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις».
Σχετικά με τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης ο κ. Σκυλακάκης διευκρίνισε ότι «έχουμε μια πολύ σοβαρή διαπραγμάτευση και συζήτηση και πρέπει να είμαστε προσηλωμένοι σε αυτήν», ενώ «τη Δευτέρα θα καταθέσουμε το προσχέδιο του προϋπολογισμού, που στηρίζεται στους στόχους που έχουν συμφωνηθεί για το 2019 και το 2020».
«Επιλογή της κυβέρνησης», συνέχισε ο υφυπουργός, «είναι να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας και με ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης να βελτιώσει τη μεσοπρόθεσμη εκτίμηση χρέους, κάτι που θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε πολύ καλύτερα και το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, γιατί με ταχύτερους βασικούς ρυθμούς ανάπτυξης όλη η εκτίμηση του χρέους γίνεται πολύ καλύτερη».
Ερωτηθείς εάν υφίσταται θέμα δημοσιονομικού κενού απάντησε: «Κατά τη δική μας εκτίμηση θα έχουμε έναν προϋπολογισμό χωρίς δημοσιονομικό κενό [...] Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τον προϋπολογισμό και τη διαπραγμάτευση που έχουμε, άλλωστε και η πλευρά των θεσμών δεν έχει ακόμη ενημερωθεί για το τελικό προσχέδιο του προϋπολογισμού, αυτό θα γίνει τις αμέσως επόμενες μέρες [...] δεν έχουν ολοκληρωθεί οι τεχνικές συζητήσεις».
Σε ό,τι αφορά τη φορολογική πολιτική και τον ρόλο της στην προσέλκυση επενδύσεων ο υφυπουργός εξήγησε: «Έχουμε 12% του ΑΕΠ επενδύσεις, όταν στην Ευρώπη είναι 20%. Μιλάμε, δηλαδή, για μια διαφορά στην ελληνική οικονομία της τάξης ίσως των 15 δισ. ευρώ. Θα μιλάγαμε για μια άλλη οικονομία, εφόσον καλυπτόταν αυτό το κενό. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για αυτό το κενό, ο ένας ήταν η απίστευτη υπερφορολόγηση, η οποία ήταν πέραν αυτών που είχαν συμφωνηθεί με τους επενδυτές. Μπήκαν φόροι 11,4 δισ. παραπάνω από τα νούμερα που ζητούσαν οι δανειστές την τριετία 2016-18 και εκτός αυτών των φόρων προστέθηκε και ένα επιπλέον φορολογικό βάρος, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων κατά άλλα 18 δισεκατομμύρια. Δηλαδή εισέπραξε το κράτος 11,4 δισ. πέραν αυτών που ζητούσαν οι δανειστές και χρωστάνε οι πολίτες σε αυτή την τριετία παραπάνω 18 δισ. ληξιπρόθεσμα, συνολικά περίπου 30 δισ. παραπάνω φορολογικό βάρος σε μια τριετία και όλο αυτό το φορολογικό βάρος το φέρουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις».
Σχετικά με τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης ο κ. Σκυλακάκης διευκρίνισε ότι «έχουμε μια πολύ σοβαρή διαπραγμάτευση και συζήτηση και πρέπει να είμαστε προσηλωμένοι σε αυτήν», ενώ «τη Δευτέρα θα καταθέσουμε το προσχέδιο του προϋπολογισμού, που στηρίζεται στους στόχους που έχουν συμφωνηθεί για το 2019 και το 2020».
«Επιλογή της κυβέρνησης», συνέχισε ο υφυπουργός, «είναι να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας και με ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης να βελτιώσει τη μεσοπρόθεσμη εκτίμηση χρέους, κάτι που θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε πολύ καλύτερα και το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, γιατί με ταχύτερους βασικούς ρυθμούς ανάπτυξης όλη η εκτίμηση του χρέους γίνεται πολύ καλύτερη».
Ερωτηθείς εάν υφίσταται θέμα δημοσιονομικού κενού απάντησε: «Κατά τη δική μας εκτίμηση θα έχουμε έναν προϋπολογισμό χωρίς δημοσιονομικό κενό [...] Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τον προϋπολογισμό και τη διαπραγμάτευση που έχουμε, άλλωστε και η πλευρά των θεσμών δεν έχει ακόμη ενημερωθεί για το τελικό προσχέδιο του προϋπολογισμού, αυτό θα γίνει τις αμέσως επόμενες μέρες [...] δεν έχουν ολοκληρωθεί οι τεχνικές συζητήσεις».