Το να αναδείξει κανείς τα ολέθρια σφάλματα της ομάδας Τόμσεν στην αρχιτεκτονική των δύο πρώτων Μνημονίων είναι σαν να... κλέβει εκκλησία. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα οι αστοχίες και οι εμμονές του ΔΝΤ και άλλο το... πυρ στο ψαχνό της μεσαίας τάξης που εξαπέλυσε συνειδητά και συστηματικά η προηγούμενη κυβέρνηση, κάτι που ανέδειξε έστω καθυστερημένα η Κομισιόν στην τελευταία έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης. Η εβδομάδα που πέρασε είχε πολύ ΔΝΤ. Ο επικεφαλής του κλιμακίου, που συντάσσει την περιβόητη Έκθεση του άρθρου 4, έθεσε για μια ακόμα φορά στο στόχαστρο το αφορολόγητο και τις συντάξεις, ενώ ο γνωστός Πόλ Τόμσεν επιχείρησε για μια ακόμα φορά να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά της αποτυχίας στον σχεδιασμό του αρχικού προγράμματος διάσωσης, ρίχνοντας όμως και την κανονιά στην προηγούμενη κυβέρνηση, ότι επιδίωξε τα υπερπλεονάσματα για να αποφύγει τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Ποια είναι η πραγματικότητα;

Κατ’ αρχάς, το ΔΝΤ φέρει την απόλυτη ευθύνη για το φιάσκο του 1ου Μνημονίου και όσο κι αν ο Π. Τόμσεν επιχειρεί να μεταφέρει τις ευθύνες -που προφανώς υπάρχουν- στο πολιτικό κατεστημένο και στα οργανωμένα συμφέροντα, το αφήγημα της ελλιπούς εφαρμογής των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων φυλλορροεί μπροστά στο τραγικό λάθος των πολλαπλασιαστών που χρησιμοποίησε το Ταμείο. Η συνταγή της λιτότητας που επέβαλε το ΔΝΤ στην Ελλάδα και στους ζαλισμένους από την κρίση Ευρωπαίους -ήταν η εποχή που ο Τρισέ ανέβαζε τα επιτόκια της ΕΚΤ για να... πολεμήσει τον πληθωρισμό- ήταν εξοντωτική και άνοιξε πληγές στο σώμα της οικονομίας, που μένουν ανοιχτές.

Η ΕΥΘΥΝΗ

Ανάλογη ευθύνη φέρει και για το 2ο Μνημόνιο, το οποίο σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από κοινού με το Βερολίνο και τον Β. Σόιμπλε. Εδώ το έγκλημα ήταν ότι για να βγει ο λογαριασμός του χρέους και να χρυσώσουν το χάπι στους Γερμανούς φορολογούμενους -οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω δεν έχουν χάσει ούτε μισό σεντ από την ελληνική διάσωση- έστησαν ένα Πρόγραμμα με πλεονάσματα... 4,5%, συσσωρεύοντας ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και οξύνοντας τα πολιτικά πάθη στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο 3ο Μνημόνιο, που φέρει την υπογραφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το ΔΝΤ θεωρητικά και μόνον είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο, με τους Ευρωπαίους να αναλαμβάνουν την εκτέλεση του Προγράμματος. Ωστόσο, όσοι παρακολούθησαν από κοντά την ελληνική κρίση γνωρίζουν ότι το Ταμείο κινούσε τα νήματα έως και το 2017, πριν περιοριστεί στον ρόλο του παρατηρητή.

Δικαιώθηκε το ΔΝΤ για την επιμονή του στην επιβολή περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων; Ο Ευκλ. Τσακαλώτος, που αντέδρασε μετά τα «καρφιά» του Π. Τόμσεν από το Λονδίνο, απλώς διέρρηξε ανοικτές θύρες, καθώς ακόμα και εντός του ευρωπαϊκού στρατoπέδου μιλούσαν για τα λάθη του ΔΝΤ. Τον Οκτώβριο του 2016 κι ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε εφαρμόσει το πρώτο βαρύ πακέτο μέτρων, με υπέρογκες αυξήσεις φόρων και άγριες περικοπές συντάξεων, το ΔΝΤ «έβλεπε» πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 0,1% στο τέλος της χρονιάς. Έναν χρόνο αργότερα, ο λογαριασμός έγραφε +4,2% και το ίδιο ακριβώς συνέβη στις επόμενες Εκθέσεις για το 2017 και το 2018.

Αυτή είναι, όμως, μόνον η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, όπως την έθιξε ο Δανός του ΔΝΤ και δεν άρεσε καθόλου στον Ευκλ. Τσακαλώτο, είναι ότι η προ-ηγούμενη κυβέρνηση συνειδητά και συστημικά ανέβασε στα ύψη τo πλεόνασμα, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη. «Μπορούσε να κάνει αλλιώς η προηγούμενη κυβέρνηση;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος καλόπιστος, θυμίζοντας ότι η εμμονή του Ταμείου έφερε την πρωτοφανή προνομοθέτηση μέτρων για τη φορολογία και τις συντάξεις.

Η απάντηση βρίσκεται στις Εκθέσεις όχι του ΔΝΤ αλλά της Κομισιόν, όπου θίγονται δύο πράγματα: 1) το μείγμα των μέτρων που εφάρμοσε η προηγούμενη κυβέρνηση, 2) η συστηματική υποεκτέλεση των δημόσιων δαπανών και μάλιστα με λογιστικά τρικ.

Όποιος δεν έχει κοντή μνήμη μπορεί να ανατρέξει σε ομιλίες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και του Ευκλ. Τσακαλώτου, ενώπιον κομματικού ακροατηρίου για τη συνειδητή υψηλή φορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων, έτσι ώστε να ενισχυθούν -με επίδομα-τα φτώχειας- οι υπόλοιποι, εξ ου και η εκ των υστέρων παραδοχή ενόψει της εκλογικής ήττας. Απόλυτη και συνειδητή ήταν, επίσης, η επιλογή της πρόβλεψης πλασματικών δαπανών και του «κουρέματος» του ΠΔΕ, έτσι ώστε στο τέλος της χρονιάς να μοιράζονται εφήμερα επιδόματα, χωρίς αντίκρισμα και μέλλον. Το τελευταίο πυροτέχνημα της υποτιθέμενης 13ης σύνταξης μπορεί να γύρισε μπούμερανγκ, ωστόσο τα «καρφιά» Τόμσεν παραμένουν εύστοχα στο σημείο αυτό και η διαχείριση του προβλήματος αποτελεί βαριά κληρονομιά για τη σημερινή κυβέρνηση.