Οι τράπεζες ρίχνουν πάνω από 7 δισ. ευρώ στην αγορά ομολόγων
Τουλάχιστον 7 με 8 δισ. ευρώ θα έχουν τη δυνατότητα να "ρίξουν" στην αγορά των ομολόγων οι ελληνικές τράπεζες από τον ερχόμενο μήνα, όποτε σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα αρθεί το πλαφόν που έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις επενδύσεις τους σε μακροπρόθεσμους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου.
Σήμερα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν μπορούν να διακρατούν στο χαρτοφυλάκιο τους ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου συνολικής αξίας άνω των 9 δισ. ευρώ. Το ανώτατο αυτό όριο, όπως προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας, πρόκειται να αρθεί στο αμέσως προσεχές διάστημα. Σύμφωνα με πληροφορίες από τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον SSM, η άρση αυτή είναι πολύ πιθανόν να γίνει μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Μία τέτοια εξέλιξη στην ουσία "λύνει τα χέρια" των ελληνικών τραπεζών προκειμένου να αποκτήσουν μία μεγαλύτερη συμμετοχή τόσο στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, κατά τη διαδικασία δηλαδή των δημοπρασιών κοινοπρακτικών εκδόσεων, αλλά και καθημερινώς στη δευτερογενή αγορά. Πρακτικά οι τράπεζες θα μπορέσουν να μετακινήσουν ένα σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια που έχουν δεσμευμένα σε βραχυχρόνιους τίτλους (έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου) σε μακροχρόνιους τίτλους (ομόλογα) οι οποίοι συνεχίζουν να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις.
Σε πρώτη φάση, οι τράπεζες -και πάντα ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν τότε στις αγορές- θα έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν από τα έντοκα γραμμάτια σε ομόλογα ποσό που όπως υπολογίζεται από τραπεζικά στελέχη κυμαίνεται σε 7 με 8 δισ. ευρώ. Τούτο προκύπτει αν συγκρίνει κανείς το δανεισμό του Δημοσίου με έντοκα γραμμάτια πριν το Μνημόνιο και μετά. Συγκεκριμένα στις αρχές του 2010 το Δημόσιο δανείζονταν ετησίως μέσω εντόκων γραμματίων τα οποία ανακυκλώνονταν, περίπου 7 δισ. ευρώ. Μετά τον αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές το ποσό αυτό αυξήθηκε με αποτέλεσμα σήμερα να υπερβαίνει τα 15 δισ. ευρώ. Παρόλο που τα έντοκα γραμμάτια απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των μικροεπενδυτών, ως εναλλακτική τοποθέτηση στις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις, κατά κύριο λόγο οι τίτλοι αυτοί παραμένουν στα χαρτοφυλάκια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η άρση του πλαφόν επένδυσης στα ελληνικά ομόλογα έρχεται με αρκετή καθυστέρηση αν ληφθεί υπόψη ότι οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών είχαν ομαλοποιηθεί από τον περασμένο Μάιο, όταν στην ουσία μηδενίστηκε ο δανεισμός τους από τον Μηχανισμό Έκτακτης Ανάγκης της Τραπέζης της Ελλάδος τον περίφημο ELA.
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι η άρση του πλαφόν θα βοηθήσει την εγχώρια αγορά κρατικών ομολόγων αυξάνοντας το βάθος και τη ρευστότητά της. Παράλληλα θα δημιουργήσει πρόσθετα έσοδα για τις τράπεζες, καθώς θα τους δώσει τη δυνατότητα να τοποθετήσουν μέρος της ρευστότητας τους, το οποίο είναι σήμερα εγκλωβισμένο στις αρνητικές αποδόσεις των εντόκων γραμματίων, σε ομόλογα με θετική απόδοση.
Βέβαια, ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν αποτελεί μόνο ο δανεισμός του δημοσίου τομέα αλλά κυρίως η χρηματοδότηση του ιδιωτικού. Μετά από αρκετά χρόνια αρνητικής πιστωτικής επέκτασης το άνοιγμα της στρόφιγγας των δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να επιστρέψει η οικονομία σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σήμερα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν μπορούν να διακρατούν στο χαρτοφυλάκιο τους ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου συνολικής αξίας άνω των 9 δισ. ευρώ. Το ανώτατο αυτό όριο, όπως προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας, πρόκειται να αρθεί στο αμέσως προσεχές διάστημα. Σύμφωνα με πληροφορίες από τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον SSM, η άρση αυτή είναι πολύ πιθανόν να γίνει μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Μία τέτοια εξέλιξη στην ουσία "λύνει τα χέρια" των ελληνικών τραπεζών προκειμένου να αποκτήσουν μία μεγαλύτερη συμμετοχή τόσο στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, κατά τη διαδικασία δηλαδή των δημοπρασιών κοινοπρακτικών εκδόσεων, αλλά και καθημερινώς στη δευτερογενή αγορά. Πρακτικά οι τράπεζες θα μπορέσουν να μετακινήσουν ένα σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια που έχουν δεσμευμένα σε βραχυχρόνιους τίτλους (έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου) σε μακροχρόνιους τίτλους (ομόλογα) οι οποίοι συνεχίζουν να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις.
Σε πρώτη φάση, οι τράπεζες -και πάντα ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν τότε στις αγορές- θα έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν από τα έντοκα γραμμάτια σε ομόλογα ποσό που όπως υπολογίζεται από τραπεζικά στελέχη κυμαίνεται σε 7 με 8 δισ. ευρώ. Τούτο προκύπτει αν συγκρίνει κανείς το δανεισμό του Δημοσίου με έντοκα γραμμάτια πριν το Μνημόνιο και μετά. Συγκεκριμένα στις αρχές του 2010 το Δημόσιο δανείζονταν ετησίως μέσω εντόκων γραμματίων τα οποία ανακυκλώνονταν, περίπου 7 δισ. ευρώ. Μετά τον αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές το ποσό αυτό αυξήθηκε με αποτέλεσμα σήμερα να υπερβαίνει τα 15 δισ. ευρώ. Παρόλο που τα έντοκα γραμμάτια απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των μικροεπενδυτών, ως εναλλακτική τοποθέτηση στις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις, κατά κύριο λόγο οι τίτλοι αυτοί παραμένουν στα χαρτοφυλάκια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η άρση του πλαφόν επένδυσης στα ελληνικά ομόλογα έρχεται με αρκετή καθυστέρηση αν ληφθεί υπόψη ότι οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών είχαν ομαλοποιηθεί από τον περασμένο Μάιο, όταν στην ουσία μηδενίστηκε ο δανεισμός τους από τον Μηχανισμό Έκτακτης Ανάγκης της Τραπέζης της Ελλάδος τον περίφημο ELA.
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι η άρση του πλαφόν θα βοηθήσει την εγχώρια αγορά κρατικών ομολόγων αυξάνοντας το βάθος και τη ρευστότητά της. Παράλληλα θα δημιουργήσει πρόσθετα έσοδα για τις τράπεζες, καθώς θα τους δώσει τη δυνατότητα να τοποθετήσουν μέρος της ρευστότητας τους, το οποίο είναι σήμερα εγκλωβισμένο στις αρνητικές αποδόσεις των εντόκων γραμματίων, σε ομόλογα με θετική απόδοση.
Βέβαια, ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν αποτελεί μόνο ο δανεισμός του δημοσίου τομέα αλλά κυρίως η χρηματοδότηση του ιδιωτικού. Μετά από αρκετά χρόνια αρνητικής πιστωτικής επέκτασης το άνοιγμα της στρόφιγγας των δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να επιστρέψει η οικονομία σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.