Θα γίνουμε... Σουηδία το 2021: Ολοταχώς για νέο μοντέλο στις επικουρικές συντάξεις πάει η Ελλάδα
Αυτό που ακουγόταν ως... ανέκδοτο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, δηλαδή να γίνει η Ελλάδα σαν τη Σουηδία, αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της κυβέρνησης και προσωπικά του νέου υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, Π. Τσακλόγλου, για το 2021. Ήδη, ομάδες εργασίας βρίσκονται σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τις αντίστοιχες υπηρεσίες της σκανδιναβικής χώρας, προκειμένου να μεταφερθεί η τεχνογνωσία γι’ αυτό το δύσκολο εγχείρημα, το οποίο ξεκινά, όμως, με την παραδοχή ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια χρόνου που διέθεταν οι Σουηδοί. «∆εν έχουμε την πολυτέλεια ενός εξαντλητικού, μακροχρόνιου διαλόγου», παραδέχονται αρμόδιες πηγές, τονίζοντας παράλληλα ότι «μόνο η Ελλάδα δεν έχει ένα τέτοιο κεφαλαιοποιητικό σύστημα».
Η προώθηση μίας από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό αναμφίβολα δεν πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία, καθώς τέτοιου είδους συζητήσεις και αναζητήσεις, ακόμα και για τις κύριες συντάξεις, είχαν γίνει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν είχε αρχίσει να γίνεται σαφές ότι η επιβάρυνση του δημογραφικού και η ραγδαία αύξηση του χρέους οδηγούν στην κατάρρευση του συστήματος. Οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις «πάγωσαν» τις αναζητήσεις, χωρίς φυσικά να λύνουν το πρόβλημα, και κάπως έτσι φτάσαμε στην εκτίναξη των δανειακών αναγκών και στη διόγκωση του χρέους και λόγω των αναγκών χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, σε βίαιες περικοπές συντάξεων και στις αλλεπάλληλες αλλαγές σε βασικές παραμέτρους του συστήματος υπολογισμού των κύριων συντάξεων.
Παρά ταύτα, είναι κοινή η πεποίθηση ότι στους νέους έχει παγιωθεί η αντίληψη πως δεν θα πάρουν σύνταξη ποτέ, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις συνθήκες στην αγορά εργασίας (ανασφάλιστη εργασία). Η αντιστροφή αυτής της πεποίθησης είναι ένα από τα «κλειδιά» επιτυχίας της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στόχος είναι να έχουν «κλειδώσει» οι βασικές παράμετροι του νέου συστήματος υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων έως το τέλος του έτους, έτσι ώστε το νομοσχέδιο να έχει ψηφιστεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2021.
Ποιους θα αφορά; Εδώ βρίσκεται ακόμα ένα «κλειδί» για την επιτυχία του εγχειρήματος. Θα υπαχθούν υποχρεωτικά όσοι ενταχθούν έκτοτε στην αγορά εργασίας, δηλαδή οι νέοι εργαζόμενοι, και θα μπορούν να υπαχθούν προαιρετικά και οι σημερινοί εργαζόμενοι, είτε έχουν κρατήσεις επικουρικής ασφάλισης είτε όχι (αυτοαπασχολούμενοι). Το πόσοι από αυτούς τους εργαζομένους θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα και στα κίνητρα του νέου συστήματος θα κρίνει εν πολλοίς την ομαλότερη μετάβαση, δηλαδή τη μικρότερη ανάγκη χρηματοδότησης του κόστους μετάβασης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δυνατότητα μεταπήδησης στο νέο σύστημα θα έχουν οι εργαζόμενοι 30 ή 35 ετών, με πιο πιθανό το υψηλότερο ηλικιακό όριο, και το κίνητρο δεν είναι άλλο από την προσδοκία πολύ υψηλότερης επικουρικής σύνταξης στο τέλος του εργασιακού τους βίου.
Ο πυρήνας του νέου συστήματος είναι απλός. Κάθε εργαζόμενος, με τις εισφορές του, οι οποίες θα είναι σταθερές 6% (3% + 3% για εργαζομένους με μισθωτή απασχόληση και 6% για τους αυτοαπασχολουμένους) θα τροφοδοτεί όχι ένα Ταμείο, αλλά τον ατομικό του «κουμπαρά». Οι εισφορές αυτές δεν θα «παρκάρονται», όπως σήμερα, σε καταθετικούς λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος, σε repos ή σε κρατικούς τίτλους, αλλά θα επενδύονται, με στόχο τη μεγαλύτερη απόδοση, άρα και μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις σε βάθος 3040 ετών. Το σουηδικό μοντέλο οδήγησε σε αποδόσεις 5,2%, έναντι 1,9% που ήταν η απόδοση του πρότερου, διανεμητικού συστήματος.
Ωστόσο, εδώ ελλοχεύει ο πρώτος κίνδυνος. Το φιάσκο με τα δομημένα ομόλογα, καθώς και οι έντονες διακυμάνσεις των αγορών σε έκτακτα γεγονότα, όπως η οικονομική κρίση του 2008-2009 και η πανδημία, αναμφίβολα προβληματίζουν για την τύχη αυτών των «κουμπαράδων» και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σχεδιάζονται ασφαλιστικές δικλίδες:
1. Κατ’ αρχάς, το Επικουρικό Ταμείο θα είναι δημόσιο και στην πρώτη φάση λειτουργίας του η επένδυση των εισφορών θα γίνεται από την ΑΕ∆ΑΚ, με στόχο κινήσεις χαμηλότερου ρίσκου. Στη συνέχεια, θα αξιοποιηθεί η εμπειρία funds και ιδιωτικών εταιρειών, που θα λειτουργούν πάντα υπό την εποπτεία του ∆ημόσιου Ταμείου.
2. Η επιλογή των επενδυτικών χαρτοφυλακίων θα είναι στην ευθύνη του ασφαλισμένου, ωστόσο δεν θα τροποποιείται ανά έτος, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες με ανάλογα συστήματα, αλλά ανά 3ετία ή 5ετία, έτσι ώστε να μειώνεται το επενδυτικό ρίσκο.
3. Υπό σκέψη είναι οι επιλογές των επενδυτικών χαρτοφυλακίων να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία του ασφαλισμένου, έτσι ώστε εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας να επενδύουν με μικρότερο ρίσκο.
4. Σε αντίθεση με το σουηδικό μοντέλο, θα καλύπτονται και οι περιπτώσεις θανάτου και χηρείας, με αντίτιμο τις χαμηλότερες αποδόσεις.
5. Θα προβλεφθεί κρατική εγγύηση στο αρχικό κεφάλαιο.Το δεύτερο ρίσκο έχει να κάνει με το κόστος της χρηματοδότησης για τη μετάβαση από το σημερινό στο νέο σύστημα, δηλαδή το πώς θα μείνουν αλώβητες οι επικουρικές συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και «παλιών» εργαζομένων, από τη στιγμή που θα πάψουν να πέφτουν στο σύστημα οι εισφορές των νέων εργαζομένων.
Οι εκτιμήσεις βλέπουν αυτό το κόστος στα 40 έως 56 δισ. ευρώ, σε ορίζοντα 50 ετών, δηλαδή έως το 2070, και τα σχέδια επί χάρτου προβλέπουν τρεις πηγές χρηματοδότησης αυτού του «κενού»:
1. Κάλυψη από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα πρώτα 10 χρόνια, με ένα κόστος που σωρευτικά υπολογίζεται ότι δεν θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
2. Από το Ταμείο Αλληλεγγύης Γενεών, το περιβόητο ΑΚΑΓΕ, που διαθέτει 1112 δισ. ευρώ. «Ηρθε η ώρα να το αξιοποιήσουμε», λένε χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές.
3. Από το μέρισμα ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα από τα «κλειδιά» του συστήματος, καθώς υπολογίζεται ότι η επένδυση των νέων εισφορών στην οικονομία θα πολλαπλασιάσει τη δυναμική του ΑΕΠ.
Ενας από τους αστερίσκους του νέου συστήματος αφορά την «γκρίζα ζώνη» καταγραφής του νέου Ταμείου στο χρέος, δηλαδή αν θα το επηρεάσει σε ακαθάριστους όρους ή αν οι κανόνες της Eurostat δίνουν τη δυνατότητα εγγραφής σε καθαρούς όρους, καθώς το Ταμείο θα παραμένει στη Γενική Κυβέρνηση. Επιπλέον, θα συνυπολογιστεί ενδεχόμενη επίπτωση στην Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους, καθώς στα συναρμόδια υπουργεία, Εργασίας και Οικονομικών, δεν θέλουν δυσάρεστες εκπλήξεις...
Η προώθηση μίας από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό αναμφίβολα δεν πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία, καθώς τέτοιου είδους συζητήσεις και αναζητήσεις, ακόμα και για τις κύριες συντάξεις, είχαν γίνει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν είχε αρχίσει να γίνεται σαφές ότι η επιβάρυνση του δημογραφικού και η ραγδαία αύξηση του χρέους οδηγούν στην κατάρρευση του συστήματος. Οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις «πάγωσαν» τις αναζητήσεις, χωρίς φυσικά να λύνουν το πρόβλημα, και κάπως έτσι φτάσαμε στην εκτίναξη των δανειακών αναγκών και στη διόγκωση του χρέους και λόγω των αναγκών χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, σε βίαιες περικοπές συντάξεων και στις αλλεπάλληλες αλλαγές σε βασικές παραμέτρους του συστήματος υπολογισμού των κύριων συντάξεων.
Παρά ταύτα, είναι κοινή η πεποίθηση ότι στους νέους έχει παγιωθεί η αντίληψη πως δεν θα πάρουν σύνταξη ποτέ, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις συνθήκες στην αγορά εργασίας (ανασφάλιστη εργασία). Η αντιστροφή αυτής της πεποίθησης είναι ένα από τα «κλειδιά» επιτυχίας της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στόχος είναι να έχουν «κλειδώσει» οι βασικές παράμετροι του νέου συστήματος υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων έως το τέλος του έτους, έτσι ώστε το νομοσχέδιο να έχει ψηφιστεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2021.
Ποιους θα αφορά; Εδώ βρίσκεται ακόμα ένα «κλειδί» για την επιτυχία του εγχειρήματος. Θα υπαχθούν υποχρεωτικά όσοι ενταχθούν έκτοτε στην αγορά εργασίας, δηλαδή οι νέοι εργαζόμενοι, και θα μπορούν να υπαχθούν προαιρετικά και οι σημερινοί εργαζόμενοι, είτε έχουν κρατήσεις επικουρικής ασφάλισης είτε όχι (αυτοαπασχολούμενοι). Το πόσοι από αυτούς τους εργαζομένους θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα και στα κίνητρα του νέου συστήματος θα κρίνει εν πολλοίς την ομαλότερη μετάβαση, δηλαδή τη μικρότερη ανάγκη χρηματοδότησης του κόστους μετάβασης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δυνατότητα μεταπήδησης στο νέο σύστημα θα έχουν οι εργαζόμενοι 30 ή 35 ετών, με πιο πιθανό το υψηλότερο ηλικιακό όριο, και το κίνητρο δεν είναι άλλο από την προσδοκία πολύ υψηλότερης επικουρικής σύνταξης στο τέλος του εργασιακού τους βίου.
Ο πυρήνας του νέου συστήματος είναι απλός. Κάθε εργαζόμενος, με τις εισφορές του, οι οποίες θα είναι σταθερές 6% (3% + 3% για εργαζομένους με μισθωτή απασχόληση και 6% για τους αυτοαπασχολουμένους) θα τροφοδοτεί όχι ένα Ταμείο, αλλά τον ατομικό του «κουμπαρά». Οι εισφορές αυτές δεν θα «παρκάρονται», όπως σήμερα, σε καταθετικούς λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος, σε repos ή σε κρατικούς τίτλους, αλλά θα επενδύονται, με στόχο τη μεγαλύτερη απόδοση, άρα και μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις σε βάθος 3040 ετών. Το σουηδικό μοντέλο οδήγησε σε αποδόσεις 5,2%, έναντι 1,9% που ήταν η απόδοση του πρότερου, διανεμητικού συστήματος.
Ωστόσο, εδώ ελλοχεύει ο πρώτος κίνδυνος. Το φιάσκο με τα δομημένα ομόλογα, καθώς και οι έντονες διακυμάνσεις των αγορών σε έκτακτα γεγονότα, όπως η οικονομική κρίση του 2008-2009 και η πανδημία, αναμφίβολα προβληματίζουν για την τύχη αυτών των «κουμπαράδων» και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σχεδιάζονται ασφαλιστικές δικλίδες:
1. Κατ’ αρχάς, το Επικουρικό Ταμείο θα είναι δημόσιο και στην πρώτη φάση λειτουργίας του η επένδυση των εισφορών θα γίνεται από την ΑΕ∆ΑΚ, με στόχο κινήσεις χαμηλότερου ρίσκου. Στη συνέχεια, θα αξιοποιηθεί η εμπειρία funds και ιδιωτικών εταιρειών, που θα λειτουργούν πάντα υπό την εποπτεία του ∆ημόσιου Ταμείου.
2. Η επιλογή των επενδυτικών χαρτοφυλακίων θα είναι στην ευθύνη του ασφαλισμένου, ωστόσο δεν θα τροποποιείται ανά έτος, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες με ανάλογα συστήματα, αλλά ανά 3ετία ή 5ετία, έτσι ώστε να μειώνεται το επενδυτικό ρίσκο.
3. Υπό σκέψη είναι οι επιλογές των επενδυτικών χαρτοφυλακίων να διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία του ασφαλισμένου, έτσι ώστε εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας να επενδύουν με μικρότερο ρίσκο.
4. Σε αντίθεση με το σουηδικό μοντέλο, θα καλύπτονται και οι περιπτώσεις θανάτου και χηρείας, με αντίτιμο τις χαμηλότερες αποδόσεις.
5. Θα προβλεφθεί κρατική εγγύηση στο αρχικό κεφάλαιο.Το δεύτερο ρίσκο έχει να κάνει με το κόστος της χρηματοδότησης για τη μετάβαση από το σημερινό στο νέο σύστημα, δηλαδή το πώς θα μείνουν αλώβητες οι επικουρικές συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και «παλιών» εργαζομένων, από τη στιγμή που θα πάψουν να πέφτουν στο σύστημα οι εισφορές των νέων εργαζομένων.
Οι εκτιμήσεις βλέπουν αυτό το κόστος στα 40 έως 56 δισ. ευρώ, σε ορίζοντα 50 ετών, δηλαδή έως το 2070, και τα σχέδια επί χάρτου προβλέπουν τρεις πηγές χρηματοδότησης αυτού του «κενού»:
1. Κάλυψη από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα πρώτα 10 χρόνια, με ένα κόστος που σωρευτικά υπολογίζεται ότι δεν θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
2. Από το Ταμείο Αλληλεγγύης Γενεών, το περιβόητο ΑΚΑΓΕ, που διαθέτει 1112 δισ. ευρώ. «Ηρθε η ώρα να το αξιοποιήσουμε», λένε χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές.
3. Από το μέρισμα ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα από τα «κλειδιά» του συστήματος, καθώς υπολογίζεται ότι η επένδυση των νέων εισφορών στην οικονομία θα πολλαπλασιάσει τη δυναμική του ΑΕΠ.
Ενας από τους αστερίσκους του νέου συστήματος αφορά την «γκρίζα ζώνη» καταγραφής του νέου Ταμείου στο χρέος, δηλαδή αν θα το επηρεάσει σε ακαθάριστους όρους ή αν οι κανόνες της Eurostat δίνουν τη δυνατότητα εγγραφής σε καθαρούς όρους, καθώς το Ταμείο θα παραμένει στη Γενική Κυβέρνηση. Επιπλέον, θα συνυπολογιστεί ενδεχόμενη επίπτωση στην Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους, καθώς στα συναρμόδια υπουργεία, Εργασίας και Οικονομικών, δεν θέλουν δυσάρεστες εκπλήξεις...