Ετοιμάζεται νέα έξοδος της Ελλάδας στις αγορές
Το χαλί για νέα έξοδο του δημοσίου στις αγορές στρώνουν τα νέα ιστορικά χαμηλά στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων τις τελευταίες ημέρες.
Παρά το γεγονός ότι το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού έχει ήδη καλυφθεί και τα ταμειακά διαθέσιμα να κινούνται στην περιοχή των 38 δισ. ευρώ, αρμόδιες πηγές αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά και για τον χρόνο και για τη διάρκεια της νέας έκδοσης.
Παράγοντες της αγοράς θεωρούν ότι είναι η ώρα για την έκδοση ομολόγων πενταετούς διάρκειας με μια απόδοση της τάξεως του 0,3%-0,4%. Τίποτα δεν αποκλείεται σημειώνουν χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές σημειώνοντας ότι στόχος είναι το «χτίσιμο» μιας νέας καμπύλης στις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων, με πολλά σημεία αναφοράς και ορίζοντα που μπορεί να φτάνει έως και το 2051 με την έκδοση 30ετών ομολόγων. Στην ελληνική αγορά ομολόγων ποτέ ξανά δεν έχουν καταγραφεί αποδόσεις 0,15% στην πενταετία, κάτω από 0,8% στη δεκαετία ή κάτω από 1% στη δεκαπενταετία. Οι αποδόσεις αυτές οφείλονται σχεδόν εξολοκλήρου στις αγορές ελληνικών τίτλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως συμβαίνει σε όλες τις αγορές της ευρωζώνης που βρέθηκαν στο κόκκινο όταν ξέσπασε η πανδημία.
Η ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ εξασφάλισε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές για τη χρηματοδότηση των αυξημένων αναγκών για δαπάνες, στη σκιά του κορονοϊού. Οι αγορές προεξοφλούν ότι το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ θα διαρκέσει έως το τέλος του 2021, εξέλιξη η οποία αν προβληθεί στην ελληνική αγορά δημιουργεί το περιθώριο για επιπλέον αγορές ελληνικών τίτλων της τάξεως των 13-14 δισ. ευρώ.
Από την έναρξη του προγράμματος έως το τέλος Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ έχει αγοράσει ελληνικούς τίτλους της 12,966 δισ. ευρώ, εξέλιξη η οποία αποτυπώνεται και στον ημερήσιο τζίρο της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (50 εκατ. ευρώ πέρυσι, 500 εκατ. ευρώ τώρα).
Το ελληνικό δημόσιο, τους τελευταίους 14 μήνες, έχει αντλήσει 14 δισ. ευρώ μέσω έξι εκδόσεων χρέους, με τελευταία την έκδοση 10ετούς ομολόγου, με τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, να ανέρχονται σε 37,9 δισ. ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού έχει ήδη καλυφθεί και τα ταμειακά διαθέσιμα να κινούνται στην περιοχή των 38 δισ. ευρώ, αρμόδιες πηγές αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά και για τον χρόνο και για τη διάρκεια της νέας έκδοσης.
Παράγοντες της αγοράς θεωρούν ότι είναι η ώρα για την έκδοση ομολόγων πενταετούς διάρκειας με μια απόδοση της τάξεως του 0,3%-0,4%. Τίποτα δεν αποκλείεται σημειώνουν χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές σημειώνοντας ότι στόχος είναι το «χτίσιμο» μιας νέας καμπύλης στις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων, με πολλά σημεία αναφοράς και ορίζοντα που μπορεί να φτάνει έως και το 2051 με την έκδοση 30ετών ομολόγων. Στην ελληνική αγορά ομολόγων ποτέ ξανά δεν έχουν καταγραφεί αποδόσεις 0,15% στην πενταετία, κάτω από 0,8% στη δεκαετία ή κάτω από 1% στη δεκαπενταετία. Οι αποδόσεις αυτές οφείλονται σχεδόν εξολοκλήρου στις αγορές ελληνικών τίτλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως συμβαίνει σε όλες τις αγορές της ευρωζώνης που βρέθηκαν στο κόκκινο όταν ξέσπασε η πανδημία.
Η ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ εξασφάλισε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές για τη χρηματοδότηση των αυξημένων αναγκών για δαπάνες, στη σκιά του κορονοϊού. Οι αγορές προεξοφλούν ότι το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ θα διαρκέσει έως το τέλος του 2021, εξέλιξη η οποία αν προβληθεί στην ελληνική αγορά δημιουργεί το περιθώριο για επιπλέον αγορές ελληνικών τίτλων της τάξεως των 13-14 δισ. ευρώ.
Από την έναρξη του προγράμματος έως το τέλος Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ έχει αγοράσει ελληνικούς τίτλους της 12,966 δισ. ευρώ, εξέλιξη η οποία αποτυπώνεται και στον ημερήσιο τζίρο της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (50 εκατ. ευρώ πέρυσι, 500 εκατ. ευρώ τώρα).
Το ελληνικό δημόσιο, τους τελευταίους 14 μήνες, έχει αντλήσει 14 δισ. ευρώ μέσω έξι εκδόσεων χρέους, με τελευταία την έκδοση 10ετούς ομολόγου, με τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, να ανέρχονται σε 37,9 δισ. ευρώ.