ΔΝΤ: Η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο
Η εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους παραμένει επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εκτελεστικού Συμβούλιου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο δημοσιοποίησε τη Δευτέρα την δεύτερη έκθεση για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση της χώρας μας. Παρόλα όμως αυτά, εκφράζεται η εκτίμηση ότι η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής θα μπορούσε να επηρεαστεί από ορισμένους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα με την αύξηση της ευπάθειας του χρέους που προκαλείται από την πανδημία να μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αρκετά μεγάλο χρηματικό αποθεματικό που διαθέτει η Ελλάδα και τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα συμβάλουν στην επαρκή ικανότητα αποπληρωμής του χρέους».
Επιπλέον, σημειώνεται ότι η πανδημία φρέναρε τη μέτρια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων, τα οποία βοήθησαν στο να περιοριστεί η εξάπλωση στο αρχικό στάδιο της επιδημίας. Όπως μάλιστα αναφέρεται, το ελληνικό ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 7,9% το πρώτο εξάμηνο του 2020, όταν την ίδια περίοδο ο μέσος όρος της απώλειας του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν 9%.
Η έκθεση υπολογίζει μια απότομη συρρίκνωση της οικονομίας εντός του 2020 και στη συνέχεια μια σταδιακή ανάκαμψη, η οποία αποδίδεται:
Αναφορικά με τους κινδύνους, η έκθεση εστιάζει στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η πανδημία και στο πως αυτή θα επηρεάσει βασικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης πανδημίας που θα επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη του τουρισμού καταγράφεται ως ένας βασικός κίνδυνος.
Από την πλευρά τους, οι εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ ενστερνίστηκαν τα αποτελέσματα της έκθεσης και εκφράστηκαν θετικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αρχές διαχειρίστηκαν την πανδημία, σημειώνοντας ότι η ελληνική απάντηση ήταν ταχεία, αρκετά μεγάλη και κατάλληλα στοχευμένη για να βοηθήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν. Επιπλέον, συνέστησαν τη συνέχιση της στοχευμένης δημοσιονομικής χαλάρωσης και την καλή χρήση του δημοσιονομικού χώρου, η οποία μπορεί να διασφαλίσει συγχρόνως τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Σε αυτό το πλαίσιο, καλωσόρισαν την αναμενόμενη στήριξη που θα έλθει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνοντας ότι πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων. Επιπλέον, οι εκτελεστικοί διευθυντές τόνισαν τη σημασία της στοχευμένης κοινωνικής στήριξης και της ενίσχυσης της υλοποίησης των δημοσίων επενδύσεων.
Σχετικά με το χρέος, οι εκτελεστικοί διευθυντές κινήθηκαν στην ίδια γραμμή με την έκθεση, αναγνωρίζοντας ότι η βιωσιμότητα παραμένει επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Αναγνώρισαν, όμως, ότι ενδέχεται να υπάρξουν παρενέργειες στη περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα δυσμενέστερα σενάρια για τη πανδημία. Υπό αυτό το πρίσμα, εξέφρασαν την εκτίμηση ότι οι αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική σύνεση και τη συνεχή στήριξη από την ΕΕ θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες που θα εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους.
Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, οι Διευθυντές του ΔΝΤ συνέστησαν μια ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση των καταγεγραμμένων αδυναμιών, λέγοντας ότι η σωστή υλοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα θα συμβάλει στη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης. Τέλος, εκτίμησαν ότι θα πρέπει να υπάρξουν νέες λύσεις για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε κίνδυνο, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί για να περιοριστούν οι κραδασμοί που είχε δημιουργήσει η πανδημία στις τράπεζες.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα με την αύξηση της ευπάθειας του χρέους που προκαλείται από την πανδημία να μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αρκετά μεγάλο χρηματικό αποθεματικό που διαθέτει η Ελλάδα και τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα συμβάλουν στην επαρκή ικανότητα αποπληρωμής του χρέους».
Επιπλέον, σημειώνεται ότι η πανδημία φρέναρε τη μέτρια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων, τα οποία βοήθησαν στο να περιοριστεί η εξάπλωση στο αρχικό στάδιο της επιδημίας. Όπως μάλιστα αναφέρεται, το ελληνικό ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 7,9% το πρώτο εξάμηνο του 2020, όταν την ίδια περίοδο ο μέσος όρος της απώλειας του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν 9%.
Η έκθεση υπολογίζει μια απότομη συρρίκνωση της οικονομίας εντός του 2020 και στη συνέχεια μια σταδιακή ανάκαμψη, η οποία αποδίδεται:
- στις επενδύσεις που συνδέονται με τις ιδιωτικοποιήσεις
- στις πρώτες δόσεις επιχορηγήσεων από το πρόγραμμα ανάκαμψης της ΕΕ
- στις υψηλότερες εξαγωγές αγαθών
- στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης
Αναφορικά με τους κινδύνους, η έκθεση εστιάζει στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η πανδημία και στο πως αυτή θα επηρεάσει βασικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης πανδημίας που θα επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη του τουρισμού καταγράφεται ως ένας βασικός κίνδυνος.
Από την πλευρά τους, οι εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ ενστερνίστηκαν τα αποτελέσματα της έκθεσης και εκφράστηκαν θετικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αρχές διαχειρίστηκαν την πανδημία, σημειώνοντας ότι η ελληνική απάντηση ήταν ταχεία, αρκετά μεγάλη και κατάλληλα στοχευμένη για να βοηθήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν. Επιπλέον, συνέστησαν τη συνέχιση της στοχευμένης δημοσιονομικής χαλάρωσης και την καλή χρήση του δημοσιονομικού χώρου, η οποία μπορεί να διασφαλίσει συγχρόνως τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Σε αυτό το πλαίσιο, καλωσόρισαν την αναμενόμενη στήριξη που θα έλθει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνοντας ότι πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων. Επιπλέον, οι εκτελεστικοί διευθυντές τόνισαν τη σημασία της στοχευμένης κοινωνικής στήριξης και της ενίσχυσης της υλοποίησης των δημοσίων επενδύσεων.
Σχετικά με το χρέος, οι εκτελεστικοί διευθυντές κινήθηκαν στην ίδια γραμμή με την έκθεση, αναγνωρίζοντας ότι η βιωσιμότητα παραμένει επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Αναγνώρισαν, όμως, ότι ενδέχεται να υπάρξουν παρενέργειες στη περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα δυσμενέστερα σενάρια για τη πανδημία. Υπό αυτό το πρίσμα, εξέφρασαν την εκτίμηση ότι οι αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική σύνεση και τη συνεχή στήριξη από την ΕΕ θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες που θα εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους.
Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, οι Διευθυντές του ΔΝΤ συνέστησαν μια ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση των καταγεγραμμένων αδυναμιών, λέγοντας ότι η σωστή υλοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα θα συμβάλει στη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης. Τέλος, εκτίμησαν ότι θα πρέπει να υπάρξουν νέες λύσεις για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε κίνδυνο, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί για να περιοριστούν οι κραδασμοί που είχε δημιουργήσει η πανδημία στις τράπεζες.