Απαντήσεις σε έξι συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις προκλήσεις και τις προοπτικές του, δίνοντας έμφαση στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έδωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, κατά την ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. 

Ο υπουργός τόνισε ότι σκοπός της Συνεδρίασης, είναι η ενημέρωση της Κυβέρνησης, η διεξαγωγή ενός  εποικοδομητικού διαλόγου,  με τη συμμετοχή της εποπτικής αρχής και των τραπεζικών ιδρυμάτων, και η κατάθεση σκέψεων, θέσεων και προτάσεων των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων, αναφορικά με την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. 

Το γεγονός, σημείωσε ό υπουργός, ότι σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τραπεζο-κεντρικό, η εύρυθμη λειτουργία, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων, περιορισμένων οικονομικών πόρων. 

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι βασική επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου, και συνολικά της Κυβέρνησης, είναι τα τραπεζικά ιδρύματα να αποτελέσουν, ξανά, μοχλό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και ενεργοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, προσθέτοντας ότι η ανάγκη ταχείας και μεγάλης μείωσης των «κόκκινων» δανείων, εντός των επόμενων ετών, αποτελεί για την κυβέρνηση, και για την οικονομία, μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις.

Η διαχείριση, όπως είπε, αυτού του προβλήματος, και συνολικά η ενίσχυση της εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα «ξεκλειδώσει» την ουσιαστική επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης, με αποτέλεσμα, εκτός άλλων, τη προσέλκυση και η υλοποίηση νέων επενδύσεων, η αξιοποίηση αδρανών πόρων της οικονομίας και η περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας.

Όλα αυτά, επεσήμανε ο υπουργός, θα συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλής, βιώσιμης, διατηρήσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Τα ερωτήματα και οι απαντήσεις, όπως τα έθεσε ο κ. Σταϊκούρας είναι τα εξής: 

1ο Ερώτημα: Σε ποια κατάσταση βρισκόταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας;

Είναι γεγονός ότι την προηγούμενη δεκαετία, τα πιστωτικά ιδρύματα βίωσαν  μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη τους, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης, της έντονα υφεσιακής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και εγγενών αστοχιών και αδυναμιών τους. 

Αυτή η εξέλιξη κατέστησε αδύναμο το τραπεζικό σύστημα να υπηρετήσει τη βασική λειτουργία του, δηλαδή την επαρκή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, σε μια περίοδο που η συνεισφορά του ήταν απαραίτητη για την επίτευξη τουλάχιστον θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπλέον, επιβαρύνθηκε σημαντικά η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. 

Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε αισθητά το 2015, όταν οι πολιτικές επιλογές της τότε Κυβέρνησης υπονόμευσαν την προσπάθεια που είχε προηγηθεί – και είχε οδηγήσει σε μία σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος – και κλόνισαν την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών προς τις ελληνικές τράπεζες.

Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, που οδήγησαν μεταξύ άλλων σε τραπεζική αργία και κεφαλαιακούς περιορισμούς, ήταν η εκτόξευση των «κόκκινων» δανείων και η σημαντική εκροή καταθέσεων, σε πρωτοφανή επίπεδα για τα δεδομένα της τραπεζικής αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις μειώθηκαν, από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Απρίλιο του 2017, κατά 41,2 δισ. ευρώ. Ενώ τα «κόκκινα» δάνεια, από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2016, αυξήθηκαν κατά 10 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο ύψος-ρεκόρ των 107 δισ. ευρώ. 

Συνέπεια αυτών, όταν όλη η Ευρώπη προχωρούσε μπροστά, εκμεταλλευόμενη το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες υπέφεραν από μία αχρείαστη νέα κρίση, που οδήγησε και σε μία αχρείαστη 3η ανακεφαλαιοποίηση, η οποία προσέθεσε κόστος στο Δημόσιο, απαξίωσε προηγούμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, άλλαξε την ιδιοκτησιακή δομή των πιστωτικών ιδρυμάτων και τροποποίησε – επί το δυσμενέστερο – τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία των μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο κατέρρευσε, από τα 11,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014, στα 2,4 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2015. Κατάρρευση που συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη, εξαιτίας των ασκούμενων πολιτικών της τότε Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα η αξία των μετοχών να κατρακυλήσει στα 1,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019. Ταυτόχρονα, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες εμφάνισαν εντυπωσιακά αποτελέσματα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων.

Εξαίρεση, η Ελλάδα, όπου τα «κόκκινα» δάνεια παρέμεναν πάνω από το επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2014, μέχρι τον Ιούνιο του 2019.Υπήρξε, συνεπώς, πλήρης στασιμότητα και η αιτία ήταν η απουσία οποιασδήποτε συστημικής λύσης – την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρητικά ήθελε αλλά ουδέποτε υλοποίησε – και η δυσμενής οικονομική κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αποτέλεσμα της ασκούμενης – τότε – οικονομικής πολιτικής. 

2ο Ερώτημα: Αυτά για το παρελθόν. Σήμερα όμως, σε ποια κατάσταση βρίσκεται το τραπεζικό σύστημα;

Το τελευταίο 1,5 έτος, έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού συστήματος, ιδίως αναφορικά με τη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών.Βελτίωση που ήρθε ως αποτέλεσμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, των τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ανάκτησης της εμπιστοσύνης αγορών και αποταμιευτών στο τραπεζικό σύστημα. Και επειδή πάντα μιλάω με στοιχεία, θα σας αναφέρω τα ακόλουθα:

  • Στο ενεργητικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, το ύψος των «κόκκινων» δανείων μειώθηκε σημαντικά.

Συγκεκριμένα, το σύνολο των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ήταν 75 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019, με τον δείκτη μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να διαμορφώνεται στο 43,6%. 

Μέσα σε λιγότερο από 1,5 έτος, αυτά μειώθηκαν κατά 16 δισ. ευρώ, και διαμορφώνονται πλέον στα 59 δισ. ευρώ. Μειώθηκαν δηλαδή κατά 48,5 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στη χώρα μας. Ο δε σχετικός δείκτης έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες από το καλοκαίρι του 2019, και διαμορφώνεται πλέον στο 35%. 

Σημειώνεται πάντως, όπως πολλές φορές έχω αναφέρει και στη Βουλή, ότι το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό, ανεξαρτήτως αν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών έχουν μειωθεί, λόγω των μεταβιβάσεων σε φορείς εκτός τραπεζικού συστήματος.

  • Στο παθητικό – τώρα – των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ρευστότητα βελτιώθηκε αισθητά.

- Υπήρξε πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

- Οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 26 δισ. ευρώ μεταξύ Ιουνίου 2019 και Δεκεμβρίου 2020. 

H άνοδος, όπως υποστηρίζει και η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-0,39% στην Έκθεσή της, προήλθε, κατά κύριο λόγο, από τον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ιδίως από καταθέσεις νοικοκυριών, εξαιτίας της προληπτικής αποταμίευσης, της αναστολής καταναλωτικών δαπανών και των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της Ελληνικής Κυβέρνησης.

Επιπρόσθετα, η αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, την περίοδο της πανδημίας, επηρέασε ευνοϊκά την εξέλιξη των επιχειρηματικών καταθέσεων.

- Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες τηρούν πλέον τα ελάχιστα εποπτικά όρια για το δείκτη κάλυψης ρευστότητας.

- Τέλος, προ της πανδημίας υπήρξαν οι πρώτες – μετά από χρόνια – εκδόσεις τίτλων που προσμετρούν στα εποπτικά ίδια κεφάλαια από τις ελληνικές τράπεζες, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ. 

Μάλιστα, μία συστημική τράπεζα εξέδωσε πρόσφατα «green bond», που αποτελεί την πρώτη έκδοση ομολόγου υψηλής εξασφάλισης από το 2015. Ενώ το 2021, οι τράπεζες προγραμματίζουν νέα έξοδο στις αγορές για άντληση κεφαλαίων και ρευστότητας.  Τράπεζες οι οποίες ενισχύονται σημαντικά, κατά της διάρκεια της πανδημίας, από τις ευνοϊκές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Όμως, παρά τα θετικά αυτά στοιχεία, οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα συνεχίζουν να υφίστανται. Ιδιαίτερα ο κίνδυνος νέας επιδείνωσης του ύψους των «κόκκινων» δανείων, εξαιτίας της πίεσης που έχει δεχτεί η πραγματική οικονομία ως αποτέλεσμα της υγειονομικής κρίσης, είναι υπαρκτός. Κάτι που φυσικά ισχύει για όλη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα η βάση του προβλήματος είναι πολύ υψηλότερη. Η Κυβέρνηση «κοιτάει» κατάματα αυτές τις προκλήσεις, και τις αντιμετωπίζει δυναμικά.

3ο Ερώτημα: Σε ποιες ενέργειες προέβη η Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων και την ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος;

Η επίλυση του προβλήματος της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων αποτελεί υψίστη σημασία για την οικονομία, και μία από τις βασικές προτεραιότητες της Κυβέρνησης. Πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε, με σχεδιασμό, σοβαρότητα, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα.

Συγκεκριμένα: 

- Εφαρμόζουμε, με επιτυχία, το σχέδιο «ΗΡΑΚΛΗΣ».

Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, που ψηφίστηκε στο τέλος του 2019, και το οποίο οδηγεί σε σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.  Αυτή η συστημική λύση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και λειτουργία, συμβάλλοντας στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την τόνωση της οικονομίας. Έχουν ήδη ενταχθεί σε αυτή όλες οι συστημικές τράπεζες, προσελκύοντας διεθνείς επενδυτές. 

Εκτιμάται ότι θα επιτύχουμε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μείωση «κόκκινων» δανείων περίπου 32 δισ. ευρώ, ή πλέον του 40% του συνόλου κατά τη ολοκλήρωση των συναλλαγών. Την επιτυχία του «ΗΡΑΚΛΗ» την αναγνωρίζουν όλοι οι θεσμικοί παράγοντες, εντός και εκτός Ελλάδας, με πιο πρόσφατη ανακοίνωση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

- Νομοθετήσαμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών και την παροχή 2ης ευκαιρίας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το νέο αυτό πλαίσιο αντικαθιστά ένα σύνθετο πλέγμα διάσπαρτων μέτρων, που δεν κατάφεραν, τα προηγούμενα χρόνια, να δώσουν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα. 

Επιπλέον δίνει τη δυνατότητα ρύθμισης και αναδιάρθρωσης χρεών προς τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, λαμβάνοντας ειδικές πρόνοιες για τους ευάλωτους πολίτες, οι οποίοι θα στηρίζονται από το Κράτος, ενώ παράλληλα διασφαλίζει ότι δεν θα ενταχθούν στρατηγικοί κακοπληρωτές στο νέο σχήμα. 

Προσφέρει, μέσα από απλές και γρήγορες διαδικασίες, μια πραγματική 2η ευκαιρία στους επιχειρηματίες, και διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μειωθεί το υψηλό ιδιωτικό χρέος, αλλά και να αποτραπεί η δημιουργία νέου χρέους.

4ο Ερώτημα: Σε ποιες ενέργειες προέβη η Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας για τη στήριξη των δανειοληπτών, και δια μέσου αυτών και των τραπεζών;

Η Κυβέρνηση, δια των αρμοδίων Υπουργείων, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην εύρυθμη οικονομική λειτουργία νοικοκυριών και επιχειρήσεων, εξαιτίας των αναγκαίων περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την ανάσχεση της πανδημίας, προχώρησε και συνεχίζει να το πράττει στην υλοποίηση εργαλείων, με στόχο τη στήριξη και ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. 

Συγκεκριμένα:

- Με την υλοποίηση του προγράμματος «ΓΕΦΥΡΑ», η Κυβέρνηση παρέχει ουσιαστική στήριξη στους πολίτες που δοκιμάζονται από τον οικονομικό αντίκτυπο της υγειονομικής κρίσης, ενισχύει την κουλτούρα πληρωμών και επιβραβεύει, για πρώτη φορά, τους συνεπείς δανειολήπτες. 

Στις 29 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η τρίτη φάση της κρατικής επιδότησης, με τις πληρωμές να ανέρχονται στα 24,7 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στην επιδότηση 110.037 δανείων. 

Έτσι, συνυπολογίζοντας και τις δύο προηγούμενες φάσεις επιδότησης, δηλαδή αυτές των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020, το συνολικό ποσό της κρατικής επιδότησης που έχει καταβληθεί – μέχρι σήμερα – στους δικαιούχους του προγράμματος “ΓΕΦΥΡΑ” ανέρχεται στα 48 εκατ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων ξεπέρασε τις 160.000 μέσα σε διάστημα τριών μηνών, 23 φορές υψηλότερος από τον αριθμό των αιτήσεων που υπεβλήθησαν στο προσωρινό πρόγραμμα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο είχε μάλιστα διαρκέσει 13 μήνες.

-  Από τους 5 πρώτους κύκλους του χρηματοδοτικού εργαλείου της Επιστρεπτέας Προκαταβολής έχει διοχετευθεί ρευστότητα συνολικού ύψους 6,8 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία. 

Μέχρι σήμερα, έχουν ενισχυθεί 544.591 μοναδιαίοι δικαιούχοι. Ενώ έχει ξεκινήσει η υποβολή αιτήσεων για τον 6ο κύκλο του προγράμματος. Η συνολική ένεση ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, μέσω αυτού του επιτυχημένου χρηματοδοτικού εργαλείου, προβλέπεται να προσεγγίσει τα 3 δισ. ευρώ μέσα στο πρώτο τετράμηνο του έτους, και συνολικά περίπου τα 8,5 δισ. ευρώ από την αρχή της υγειονομικής κρίσης.

- Μέχρι σήμερα, έχουν διατεθεί στην αγορά 7,1 δισ. ευρώ μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως είναι το ΤΕΠΙΧ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας, με εγγυήσεις και επιδότηση επιτοκίου.

Συγκεκριμένα, έχουν χορηγηθεί 2 δισ. ευρώ μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και 5,1 δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας.Επίσης, έχουν επιδοτηθεί τόκοι ύψους 312 εκατ. ευρώ σε 23.000 επιχειρήσεις και 54.686 δάνεια αυτών. Είναι βέβαια γεγονός, και αυτό το έχουμε επισημάνει, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα άργησαν να συγχρονιστούν με τον βηματισμό της Κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. 

Όπως επίσης είναι γεγονός ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν τον απαιτούμενο βαθμό πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό. Και αυτό πρέπει να αλλάξει, με ευθύνη των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι τράπεζες πρέπει να διοχετεύσουν, φυσικά με προσοχή, μεγαλύτερο μέρος των συνολικών πιστώσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν. 

5ο Ερώτημα: Ποιες δράσεις έχει αναλάβει το χρηματοπιστωτικό σύστημα για τη διευκόλυνση των δανειοληπτών, ιδιαίτερα εν μέσω πανδημίας;

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από τα μέσα Μαρτίου 2020 – περίοδο έναρξης της υγειονομικής κρίσης – έως τα τέλη Ιανουαρίου 2021, δόθηκε η δυνατότητα αναστολής πληρωμής δόσεων δανείων σε 406.362 δάνεια, συνολικού ύψους 28,4 δισ. ευρώ. 

Επίσης, 415.225 μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, συνολικού ύψους 22 δισ. ευρώ, ρυθμίστηκαν διμερώς και επιτυχώς μεταξύ τραπεζών, εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, και οφειλετών, από τον Ιούλιο 2019 έως τα τέλη Ιανουαρίου 2021. 

6ο Ερώτημα: Σε ποιές ενέργειες αναμένεται να προβεί η Κυβέρνηση στο προσεχές διάστημα για να ενισχυθούν δανειολήπτες και τράπεζες;

Καταρχάς, σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα, όπως και στο τελευταίο Eurogroup της Δευτέρας, η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να συνεχιστούν, καθώς μια πρόωρη απόσυρσή τους θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη, οδηγώντας σε απότομη αύξηση των πτωχεύσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της ανεργίας. Παράλληλα όμως, η Κυβέρνηση αναλαμβάνει και πρόσθετες πρωτοβουλίες:

- Όπως έχουμε ήδη αναπτύξει στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, προτιθέμεθα να προβούμε στις αναγκαίες ενέργειες για την παράταση και επέκταση του πετυχημένου σχήματος «Ηρακλής». 

Όπως έγινε, 4 φορές, και στην Ιταλία. Σε μία τέτοια πρωτοβουλία και προοπτική διάκεινται θετικά όλες οι ελληνικές τράπεζες, όπως επιβεβαιώνεται σε πρόσφατη ανακοίνωση, της 5ης Ιανουαρίου, της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Αυτή η επέκταση θα καλύπτει το διάστημα από τον Απρίλιο του 2021 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, και θα αποβλέπει στη περαιτέρω – σημαντική – μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Εκτιμούμε ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν, μέσα από τον νέο πρόγραμμα, να πραγματοποιήσουν ακόμη πιο δυναμικές πολιτικές μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, φτάνοντας σύντομα σε μονοψήφια ποσοστά.

- Η Κυβέρνηση, με την αξιοποίηση διεθνών συμβούλων, εξετάζει και αξιολογεί την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Πρόταση για τη δημιουργία μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση ενός ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων, προβλέποντας και την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Η αξιολόγηση γίνεται με γνώμονα την ανάλυση κόστους – οφέλους για πολίτες, Δημόσιο και τράπεζες, τηρώντας και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Την ίδια αξιολόγηση κάνουν αυτή την περίοδο τραπεζικά ιδρύματα, φορείς και θεσμοί, χωρίς κανείς – μέχρι σήμερα – να την έχει ολοκληρώσει.

- Δρομολογούμε τη σταδιακή εφαρμογή της ρύθμισης οφειλών και την παροχή 2ης ευκαιρίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Η Κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς (τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, ΕΦΚΑ, ΑΑΔΕ κ.ά.), έχει συστήσει ομάδες εργασίας, οι οποίες εργάζονται, σε καθημερινή βάση για τη σταδιακή υλοποίηση της νέας ρύθμισης οφειλών και παροχής 2ης ευκαιρίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.  

Έχει ήδη υλοποιηθεί μεγάλο μέρος του νομοθετικού έργου που απαιτείται και έχει εκδοθεί η 1η Κοινή Υπουργική Απόφαση, που αφορά τη δημιουργία και λειτουργία του Μητρώου Εμπειρογνώμων αναδιάρθρωσης οφειλών. 

Ταυτόχρονα, υλοποιείται η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος, με επιμέρους πλατφόρμες, το οποίο εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο προς λειτουργία την 1η Ιουνίου, ημερομηνία που θα ξεκινήσει και η εφαρμογή του Νόμου για τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ήδη, η πρώτη πλατφόρμα για το Μητρώο Εμπειρογνώμων ενεργοποιήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου. 

- Δρομολογούμε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος ΓΕΦΥΡΑ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αυτό θα παρέχει επιδότηση μεγάλου μέρους της δόσης επιχειρηματικών δανείων, για διάστημα 8 μηνών προκειμένου να δώσει ανάσα στις επιχειρήσεις. Επιλέξιμες θα είναι μεσαίες, μικρές, πολύ μικρές και ατομικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ελεύθερων επιχειρηματιών, οι οποίες έχουν αποδεδειγμένα πληγεί από την πανδημία και πληρούν συγκεκριμένα οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια επιλεξιμότητας. 

Όπως και στο πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ για την 1η κατοικία, έτσι και στο νέο πρόγραμμα, παρέχουμε επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών, με υψηλά ποσοστά επιδότησης, που φτάνουν στο 90% της δόσης. Ενώ σε όσους έχουν μη εξυπηρετούμενο δάνειο παρέχουμε επιδότηση έως 80% της δόσης, προκειμένου να τα ρυθμίσουν και να αποφύγουν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.  Η επιδότηση θα καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους του δανείου. Η διαδικασία θα είναι απλή, γρήγορη και πλήρως ηλεκτρονική, χωρίς να απαιτούνται δικαιολογητικά. 

- Θα ενισχύσουμε και θα επεκτείνουμε την τραπεζική χρηματοδότηση, με τη διοχέτευση στην οικονομία των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU. 

Το ποσό που αναλογεί στη χώρα μας ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 19,4 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις, και θα κατευθυνθούν σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.

Οι βασικοί άξονες αξιοποίησης των κονδυλίων εστιάζουν στη στήριξη της καινοτομικής επιχειρηματικότητας, στην ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας, στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, στην ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, στην υλοποίηση πολύ-τροπικών υποδομών μεταφορών, στη δίκαιη μετάβαση στην απο-λιγνιτοποίηση, στην τεχνολογική αναβάθμιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.