Η λιτότητα δεν αποτελεί επιλογή για την Ελλάδα την επαύριο της πανδημίας
Επωφελής μπορεί να είναι για την Ελλάδα η ενίσχυση από το Ταμείο Ανάκαμψης, ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των κονδυλίων θα εξαρτηθεί από το αν η κυβέρνηση θα υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων ελλείψεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας.
Αυτό επισημαίνει η κ. Joan Hoey, Διευθύντρια για την Ευρώπη του Intelligence Unit του Economist σε συνέντευξή της στο Powergame.gr και τον Ευτύχη Παλλήκαρη.
Η κ. Hoey περιγράφει τις αντιθέσεις στους κόλπους της Ε.Ε. που εκδηλώθηκαν και κατά τη διαχείριση της πανδημίας και διατυπώνει όχι ιδιαίτερα αισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με την εμπειρία της πρόσφατης ημερίδας από τον Economist για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, της οποίας ήταν συντονίστρια, ξεχωρίζει δύο βασικές αρετές των Ελλήνων που κράτησαν όρθια τη χώρα στη νεότερη ιστορία της.
——————————
Ας ξεκινήσουμε από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, που φαίνεται να έχουν αναδιαμορφώσει τις προτεραιότητες και τις ισορροπίες στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής, έχουμε παρακολουθήσει σημαντικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη, καθώς και έλλειψη συντονισμού –όχι για πρώτη φορά– μεταξύ των μελών της ΕΕ. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι θα επηρεαστεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση «την επόμενη μέρα»;
Η κρίση του κορονοϊού (Covid-19) έφερε στην επιφάνεια υποκείμενες εντάσεις και αντιπαραθέσεις στην ΕΕ και μια ασύμμετρη ανάκαμψη είναι πιθανό να τις εντείνει, με τις οικονομίες που εξαρτώνται από τον τουρισμό στη νότια Ευρώπη να πλήττονται περισσότερο και να αναμένουν πιο αργή ανάκαμψη σε σχέση με τις οικονομίες στον Βορρά, που είναι προσανατολισμένες στη βιομηχανία και τις εξαγωγές.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης ανοίγει τον δρόμο για την έκδοση κοινών ομολογιακών δανείων (αξίας 750 δισεκατομμυρίων ευρώ) που θα διοχετευτούν στις χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και σε εκείνες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, σε μια προσπάθεια να διορθωθεί αυτή η ασυμμετρία.
Το μέγεθος του ταμείου είναι κάτι μέτριο, είναι ωστόσο ένα βήμα ορόσημο για το ευρωπαϊκό μπλοκ, καθώς δημιουργεί ένα προηγούμενο στην ΕΕ, ώστε να εκδίδει χρεωστικούς τίτλους για τη χρηματοδότηση κοινών αναγκών.
Η συμφωνία για το ταμείο ήρθε μετά από μια οξύτατη συζήτηση που αποκάλυψε πολύ έντονες διαφορές εντός του μπλοκ και επιλύθηκε μόνο ύστερα από σημαντική αλλαγή της γερμανικής θέσης.
Η οικοδόμηση της συναίνεσης σε δύσκολα ζητήματα εντός του κατακερματισμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποδείχθηκε ένα δύσκολο έργο, όπως κατέδειξε η συζήτηση για το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ «Next Generation EU».
Ωστόσο, ο κύριος στόχος της Επιτροπής –να οικοδομήσει δηλαδή μια πράσινη, ψηφιακή και ανθεκτική ΕΕ– έχει ενσωματωθεί στα σχέδια ανάκαμψης.
Το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ στοχεύει να δώσει ώθηση στην οικονομία με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά και να θέσει σε προτεραιότητα την έρευνα και την καινοτομία, την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα, καθώς και την ψηφιακή μετάβαση.
Ως εκ τούτου, αποτελεί μια προσέγγιση με συγκεκριμένη στόχευση στη βιομηχανική πολιτική, διοχετεύοντας πόρους για την επίτευξη των στόχων της Επιτροπής.
Οι διαφωνίες εντός του μπλοκ θα συνεχιστούν—και όχι μόνο σχετικά με τη δημοσιονομική ενοποίηση.
Μια απόφαση του 2020 από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αμφισβήτησε ανοιχτά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), συμπεριλαμβανομένης της ορθότητας της απόφασης του 2018 σχετικά με ενέργειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2015.
Το επεισόδιο υπογράμμισε τη μακροχρόνια αβεβαιότητα στην έννομη τάξη της ΕΕ όσον αφορά τις εξουσίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων έναντι των εθνικών νομικών οργάνων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω προκλήσεις.
Άλλες απειλές για την ευρωπαϊκή ενότητα είναι ο αντίκτυπος της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ, η διαφωνία σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της μεταναστευτικής πολιτικής και η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ εθνικής και «συγκεντρωτικής» κυριαρχίας, καθώς και η μεγάλη απόκλιση στις αξίες μεταξύ πολιτικών ελίτ και ψηφοφόρων.
Η αυξανόμενη αποφασιστικότητα της Τουρκίας και της Ρωσίας, καθώς και η αυξημένη παρουσία της Κίνας στην Ανατολική Ευρώπη, αποτελούν επίσης μια πρόκληση για τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ.
Ενώ συμβαίνουν αυτά στην Ευρώπη, η αμερικανική κυβέρνηση προωθεί ένα φιλόδοξο χρηματοοικονομικό πρόγραμμα για την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Εν αντιθέσει, η ΕΕ καθυστερεί την εφαρμογή του συμφώνου «Next Generation EU», το οποίο είναι κατά πολύ λιγότερο φιλόδοξο και γενναιόδωρο. Ποια κατάληξη θεωρείτε ότι θα έχει αυτός ο πρωτοφανής ανταγωνισμός σχετικά με την μετα-πανδημική εποχή; Ποιος θα είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος;
Είναι αλήθεια ότι το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ επισκιάζεται από το πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης των ΗΠΑ, ενώ η οικονομία τους θα ανακάμψει γρηγορότερα από αυτήν της ΕΕ και για αυτόν τον λόγο μεταξύ άλλων.
Η πανδημία του κορονοϊού (Covid-19) επιτάχυνε τη μετάβαση προς μια αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας, που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και την Κίνα, και προώθησε την ημερομηνία κατά την οποία η Κίνα θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ συρρικνώθηκαν το 2020, ενώ η κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε.
Αυτό επέτεινε μια υπάρχουσα τάση, την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας ταχύτερα από τις ισοδύναμες προηγμένες οικονομίες.
Ως αποτέλεσμα, η κινεζική οικονομία είναι πιθανό να ξεπεράσει αυτήν των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2030 (με συναλλαγματικές ισοτιμίες σε δολάρια ΗΠΑ), αρκετά χρόνια νωρίτερα από ό, τι φαινόταν πιθανό πριν από την πανδημία.
Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη δεν αποτελεί πηγή αισιοδοξίας ούτε για την Ευρώπη, δεδομένου του γηράσκοντος πληθυσμού και της μέτριας μεγέθυνσης της παραγωγικότητας, καθώς και των τραυμάτων στην αγορά εργασίας, της αύξησης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων (zombie firms) και της αργής διαρθρωτικής προσαρμογής εξαιτίας της κρίσης.
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας λίγο περισσότερο από το 15% του παγκόσμιου εμπορίου (μετά την Κίνα αλλά πιο μπροστά από τις ΗΠΑ), και αυτή η κατάταξη είναι σταθερή.
Ωστόσο, οι χώρες με τις οποίες η Ευρώπη διατηρεί τις περισσότερες συναλλαγές αλλάζουν και η πανδημία έχει επιταχύνει αυτήν τη μεταβολή.
Το 2020, η Κίνα πέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ. Η συνολική συμφωνία ΕΕ-Κίνας, που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 2020, αποδεικνύει την αξία που εναποθέτει το ευρωπαϊκό μπλοκ στην εμπορική του σχέση με την Κίνα, η οποία είναι πιο σημαντική από την αντίστοιχη σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, τα 500 εκατομμύρια καταναλωτές της ΕΕ αποτελούν μια εξαιρετικά σημαντική αγορά για την Κίνα.
Ωστόσο, η ισχύς των εμπορικών δεσμών ΕΕ-Κίνας τοποθετεί την ΕΕ σε μια περίπλοκη θέση έναντι των ΗΠΑ, δεδομένου του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.
Οι προσπάθειες της Ευρώπης να θεμελιώσει μια πιο αποφασιστική στάση αποτελούν μια απόκριση στη δύσκολη τωρινή της θέση.
Εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Κίνα για το εμπόριο, εξακολουθεί να εξαρτάται από τις ΗΠΑ όσον αφορά την ασφάλεια, ενώ η παγκόσμια οικονομική της θέση ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Δεν είναι αδύνατο για μια χώρα ή ένα μπλοκ να ασκήσει διπλωματική επιρροή πολύ μεγαλύτερη από την οικονομική της θέση (η Ρωσία αποτελεί ένα παράδειγμα), αλλά η ΕΕ δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο πειστικά το τελευταίο διάστημα.
Στον πολιτικό τομέα, η ΕΕ αγωνίζεται να μιλήσει με μια ενιαία φωνή, καθώς η εξωτερική πολιτική παραμένει κυρίαρχη αρμοδιότητα για 27 κράτη-μέλη, ένα σύνολο που δημιουργεί ένα ευρύ φάσμα απόψεων.
Ωστόσο, η πλούσια καταναλωτική αγορά της ΕΕ, το δημοκρατικό και κοινωνικό μοντέλο οικονομίας της αγοράς, όπως και η σημασία του ευρώ θα είναι σημαντικά πλεονεκτήματα για την Ευρώπη, καθώς επιδιώκει να διατηρήσει την παγκόσμια επιρροή, την οικονομική επιρροή και την ήπια ισχύ της.
Μετά από μια σκληρή περίοδο πολιτικών λιτότητας και μνημονίων, η Ελλάδα επηρεάζεται σε πολύ σημαντικό βαθμό από την πανδημία, αντιμετωπίζοντας ένα νέο δημόσιο έλλειμμα και ένα υψηλό δημόσιο χρέος.
Θα μπορούσατε να προβλέψετε μια έξοδο από αυτήν τη δυσχερή κατάσταση, χωρίς την εφαρμογή ενός προγράμματος λιτότητας;
Η λιτότητα δεν αποτελεί επιλογή την επαύριον της κρίσης του κορωνοϊού (Covid-19).
Η Ελλάδα θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να επιταχύνει την ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια.
Η πανδημία διέκοψε αναπάντεχα την οικονομική ανάκαμψη ύστερα από τη δεκαετία προγραμμάτων οικονομικής διάσωσης, εν μέρει λόγω της μεγάλης εξάρτησης της Ελλάδας στις εξαγωγές υπηρεσιών –ιδίως τον τουρισμό και τη ναυτιλία– για ανάπτυξη και απασχόληση.
Η οικονομία της Ελλάδας θα μπει σταδιακά σε τροχιά ανάκαμψης από το 2021 και τα κονδύλια της ΕΕ θα συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγής.
Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ πιθανότατα δεν θα επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα έως το 2023, γεγονός που θα επιβαρύνει τα εύθραυστα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.
Από τη μεσοπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη περίοδο, οι κύριες προκλήσεις θα είναι η επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων για τη μείωση της υπερβολικής εξάρτησης από τον τουρισμό, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η τοποθέτηση των δημόσιων οικονομικών σε πιο βιώσιμη βάση.
Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει συνολικά 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 18% του ΑΕΠ), εκ των οποίων περίπου τα 17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια, από το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίξει τα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία κορονοϊού.
Κάτι που προστίθεται στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ: Η Ελλάδα αναμένεται να λάβει κονδύλια της ΕΕ συνολικής αξίας περίπου 72 δισ. ευρώ το 2021-27.
Ο αντίκτυπος στην οικονομία μπορεί να είναι εξαιρετικά επωφελής, παρέχοντας ετήσια ώθηση στο πραγματικό ΑΕΠ έως και 2 ποσοστιαίες μονάδες μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των κονδυλίων θα εξαρτηθεί από το αν η κυβέρνηση θα υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων ελλείψεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας, όπως ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, ένα πολύπλοκο φορολογικό καθεστώς και υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, αναντιστοιχίες δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα, περιοριστικοί νόμοι όσον αφορά την απασχόληση και μέτρια επίπεδα επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη.
Η Ελλάδα παραμένει υπό «ενισχυμένη εποπτεία» από τους πιστωτές της ευρωζώνης.
Προκειμένου να μπορέσει η κυβέρνηση να ανταποκριθεί στην κρίση του κορονοϊού, οι πιστωτές παραιτήθηκαν από τον στόχο του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος για 3,5% του ΑΕΠ της χώρας έως τουλάχιστον το 2022.
Ωστόσο, εξακολουθούν να πιέζουν την Ελλάδα να επιταχύνει άλλες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων για τη μείωση του μεγάλου τραπεζικού βάρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας και να αναζωογονηθεί ο δανεισμός.
Ως μερίδιο του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι το μεγαλύτερο στη ευρωζώνη, άνω του 200%.
Η επαναφορά της δημοσιονομικής απόδοσης θα είναι δύσκολη, αλλά τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια θα ελαχιστοποιήσουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους στη βραχυχρόνια περίοδο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναπτύξει ένα πακέτο τόνωσης για την παροχή ρευστότητας στην οικονομία, το οποίο περιλαμβάνει ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, κάτι που ισοδυναμεί με πάνω από το 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Αυτό θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης.
Οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις θα είναι μεγαλύτερες: μια ακόμα κρίση ή/και μια περαιτέρω αύξηση της αποστροφής προς τον κίνδυνο στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να προκαλέσει και πάλι την απότομη αύξηση των ελληνικών αποδόσεων.
Γνωρίζετε τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά τους τελευταίους μήνες, όσον αφορά τις διεκδικήσεις της Τουρκίας όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πιστεύετε ότι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας θα ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση βιώσιμων λύσεων, ή ένα διάλειμμα πριν από την επόμενη ένταση;
Είμαι μάλλον απαισιόδοξη για τις προοπτικές προόδου στις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για διάφορους λόγους, ιδίως λόγω της εσωτερικής πολιτικής δυναμικής.
Οι οικονομικές ατυχίες της Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί από την κρίση του κορονοϊού και, κατά συνέπεια, εντείνονται οι πολιτικοί κίνδυνοι για τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δημοτικότητα του οποίου αλλά και του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) συρρικνώνεται.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια φθίνουσα τάση στην υποστήριξη προς τον Τούρκο πρόεδρο.
Ο κ. Ερντογάν προσπαθεί να ενισχύσει την εγχώρια βάση στήριξής του. Τα εγχειρήματα της εξωτερικής του πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ένας τρόπος για να το επιτύχει.
Επιπλέον, η πρόσφατη εμπειρία μάς υπενθυμίζει ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με τις πιθανότητες σημαντικής προόδου στις συνομιλίες.
Η Ελλάδα και η Τουρκία πραγματοποίησαν 60 γύρους «διερευνητικών επαφών» μεταξύ του 2002 και του 2016, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουν το κοινό έδαφος και τους όρους διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμφωνία σχετικά με τις διεκδικήσεις για τις υφαλοκρηπίδες.
Οι 60 γύροι συνομιλιών δεν οδήγησαν πουθενά. Ο καθορισμός των παραμέτρων των επίσημων συνομιλιών δεν φαίνεται ευκολότερη υπόθεση ούτε αυτήν τη φορά.
Οι νομικές πολυπλοκότητες και οι αντικρουόμενες ερμηνείες του διεθνούς δικαίου θα καταστήσουν εξαιρετικά δύσκολη την έναρξη επίσημων συνομιλιών.
Μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα συμπεράσματα της συζήτησης που διοργάνωσε πρόσφατα ο Economist με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση;
Οι συζητήσεις αφορούσαν πάρα πολλά ζητήματα και προσέφεραν πλούτο γνώσεων, οπότε είναι δύσκολο να συνοψιστούν τα κύρια σημεία με λίγα λόγια. Διάφορα επαναλαμβανόμενα θέματα διέτρεχαν όλες τις συζητήσεις μας, είτε για το μέλλον των μεταρρυθμίσεων είτε για τις προοπτικές του χρέους.
Ένα ζήτημα ήταν η εξάρτηση από το εξωτερικό, που είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η ελληνική επανάσταση, και το άλλο ήταν το σύστημα πελατειακών σχέσεων που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα αρκετά νωρίς και την εμπόδισε να αναπτυχθεί σε ένα πραγματικά σύγχρονο κράτος. Ωστόσο, η αντοχή της Ελλάδας και του λαού της ήταν μάλλον το βασικό θέμα των συζητήσεων.
Σε αυτήν την επέτειο των διακοσίων χρόνων, πρέπει να επικεντρωθούμε όχι μόνο στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά και στα διαρκή επιτεύγματα των Ελλήνων—και δεν εννοώ τους αρχαίους Έλληνες, αλλά τους σύγχρονους Έλληνες, από το 1821 έως το 2021.
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν ιδιαίτερα.
Το ένα είναι το αδάμαστο πνεύμα της ελευθερίας και της επιθυμίας για ανεξαρτησία από ξένες κηδεμονίες, κάτι που οι Έλληνες έχουν αποδείξει σε αμέτρητες περιπτώσεις: στον Αγώνα για την ανεξαρτησία, στον αγώνα κατά του φασισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην αντίσταση ενάντια στην εξουσία των συνταγματαρχών και στην άρνηση να αποδεχτούν πειθήνια την απαράδεκτη λιτότητα της εποχής των προγραμμάτων διάσωσης.
Το άλλο είναι η αφοσίωση των απλών Ελλήνων στη δημοκρατία, παρά τις πολλές ταλαιπωρίες που έχουν αντιμετωπίσει.
Η λαϊκή απογοήτευση προς τους πολιτικούς θεσμούς και τα κόμματα δεν έκανε τους Έλληνες να αποκηρύξουν τη δημοκρατία.
Η υποστήριξη της δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες.
Όλοι μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά που ανέδειξαν τόσο έντονα οι Έλληνες.
Αυτό επισημαίνει η κ. Joan Hoey, Διευθύντρια για την Ευρώπη του Intelligence Unit του Economist σε συνέντευξή της στο Powergame.gr και τον Ευτύχη Παλλήκαρη.
Η κ. Hoey περιγράφει τις αντιθέσεις στους κόλπους της Ε.Ε. που εκδηλώθηκαν και κατά τη διαχείριση της πανδημίας και διατυπώνει όχι ιδιαίτερα αισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με την εμπειρία της πρόσφατης ημερίδας από τον Economist για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, της οποίας ήταν συντονίστρια, ξεχωρίζει δύο βασικές αρετές των Ελλήνων που κράτησαν όρθια τη χώρα στη νεότερη ιστορία της.
——————————
Ας ξεκινήσουμε από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, που φαίνεται να έχουν αναδιαμορφώσει τις προτεραιότητες και τις ισορροπίες στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής, έχουμε παρακολουθήσει σημαντικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη, καθώς και έλλειψη συντονισμού –όχι για πρώτη φορά– μεταξύ των μελών της ΕΕ. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι θα επηρεαστεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση «την επόμενη μέρα»;
Η κρίση του κορονοϊού (Covid-19) έφερε στην επιφάνεια υποκείμενες εντάσεις και αντιπαραθέσεις στην ΕΕ και μια ασύμμετρη ανάκαμψη είναι πιθανό να τις εντείνει, με τις οικονομίες που εξαρτώνται από τον τουρισμό στη νότια Ευρώπη να πλήττονται περισσότερο και να αναμένουν πιο αργή ανάκαμψη σε σχέση με τις οικονομίες στον Βορρά, που είναι προσανατολισμένες στη βιομηχανία και τις εξαγωγές.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης ανοίγει τον δρόμο για την έκδοση κοινών ομολογιακών δανείων (αξίας 750 δισεκατομμυρίων ευρώ) που θα διοχετευτούν στις χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και σε εκείνες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, σε μια προσπάθεια να διορθωθεί αυτή η ασυμμετρία.
Το μέγεθος του ταμείου είναι κάτι μέτριο, είναι ωστόσο ένα βήμα ορόσημο για το ευρωπαϊκό μπλοκ, καθώς δημιουργεί ένα προηγούμενο στην ΕΕ, ώστε να εκδίδει χρεωστικούς τίτλους για τη χρηματοδότηση κοινών αναγκών.
Η συμφωνία για το ταμείο ήρθε μετά από μια οξύτατη συζήτηση που αποκάλυψε πολύ έντονες διαφορές εντός του μπλοκ και επιλύθηκε μόνο ύστερα από σημαντική αλλαγή της γερμανικής θέσης.
Η οικοδόμηση της συναίνεσης σε δύσκολα ζητήματα εντός του κατακερματισμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποδείχθηκε ένα δύσκολο έργο, όπως κατέδειξε η συζήτηση για το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ «Next Generation EU».
Ωστόσο, ο κύριος στόχος της Επιτροπής –να οικοδομήσει δηλαδή μια πράσινη, ψηφιακή και ανθεκτική ΕΕ– έχει ενσωματωθεί στα σχέδια ανάκαμψης.
Το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ στοχεύει να δώσει ώθηση στην οικονομία με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά και να θέσει σε προτεραιότητα την έρευνα και την καινοτομία, την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα, καθώς και την ψηφιακή μετάβαση.
Ως εκ τούτου, αποτελεί μια προσέγγιση με συγκεκριμένη στόχευση στη βιομηχανική πολιτική, διοχετεύοντας πόρους για την επίτευξη των στόχων της Επιτροπής.
Οι διαφωνίες εντός του μπλοκ θα συνεχιστούν—και όχι μόνο σχετικά με τη δημοσιονομική ενοποίηση.
Μια απόφαση του 2020 από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αμφισβήτησε ανοιχτά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), συμπεριλαμβανομένης της ορθότητας της απόφασης του 2018 σχετικά με ενέργειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2015.
Το επεισόδιο υπογράμμισε τη μακροχρόνια αβεβαιότητα στην έννομη τάξη της ΕΕ όσον αφορά τις εξουσίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων έναντι των εθνικών νομικών οργάνων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω προκλήσεις.
Άλλες απειλές για την ευρωπαϊκή ενότητα είναι ο αντίκτυπος της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ, η διαφωνία σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της μεταναστευτικής πολιτικής και η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ εθνικής και «συγκεντρωτικής» κυριαρχίας, καθώς και η μεγάλη απόκλιση στις αξίες μεταξύ πολιτικών ελίτ και ψηφοφόρων.
Η αυξανόμενη αποφασιστικότητα της Τουρκίας και της Ρωσίας, καθώς και η αυξημένη παρουσία της Κίνας στην Ανατολική Ευρώπη, αποτελούν επίσης μια πρόκληση για τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ.
Ενώ συμβαίνουν αυτά στην Ευρώπη, η αμερικανική κυβέρνηση προωθεί ένα φιλόδοξο χρηματοοικονομικό πρόγραμμα για την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Εν αντιθέσει, η ΕΕ καθυστερεί την εφαρμογή του συμφώνου «Next Generation EU», το οποίο είναι κατά πολύ λιγότερο φιλόδοξο και γενναιόδωρο. Ποια κατάληξη θεωρείτε ότι θα έχει αυτός ο πρωτοφανής ανταγωνισμός σχετικά με την μετα-πανδημική εποχή; Ποιος θα είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος;
Είναι αλήθεια ότι το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ επισκιάζεται από το πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης των ΗΠΑ, ενώ η οικονομία τους θα ανακάμψει γρηγορότερα από αυτήν της ΕΕ και για αυτόν τον λόγο μεταξύ άλλων.
Η πανδημία του κορονοϊού (Covid-19) επιτάχυνε τη μετάβαση προς μια αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας, που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και την Κίνα, και προώθησε την ημερομηνία κατά την οποία η Κίνα θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ συρρικνώθηκαν το 2020, ενώ η κινεζική οικονομία αναπτύχθηκε.
Αυτό επέτεινε μια υπάρχουσα τάση, την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας ταχύτερα από τις ισοδύναμες προηγμένες οικονομίες.
Ως αποτέλεσμα, η κινεζική οικονομία είναι πιθανό να ξεπεράσει αυτήν των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2030 (με συναλλαγματικές ισοτιμίες σε δολάρια ΗΠΑ), αρκετά χρόνια νωρίτερα από ό, τι φαινόταν πιθανό πριν από την πανδημία.
Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη δεν αποτελεί πηγή αισιοδοξίας ούτε για την Ευρώπη, δεδομένου του γηράσκοντος πληθυσμού και της μέτριας μεγέθυνσης της παραγωγικότητας, καθώς και των τραυμάτων στην αγορά εργασίας, της αύξησης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων (zombie firms) και της αργής διαρθρωτικής προσαρμογής εξαιτίας της κρίσης.
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας λίγο περισσότερο από το 15% του παγκόσμιου εμπορίου (μετά την Κίνα αλλά πιο μπροστά από τις ΗΠΑ), και αυτή η κατάταξη είναι σταθερή.
Ωστόσο, οι χώρες με τις οποίες η Ευρώπη διατηρεί τις περισσότερες συναλλαγές αλλάζουν και η πανδημία έχει επιταχύνει αυτήν τη μεταβολή.
Το 2020, η Κίνα πέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ. Η συνολική συμφωνία ΕΕ-Κίνας, που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 2020, αποδεικνύει την αξία που εναποθέτει το ευρωπαϊκό μπλοκ στην εμπορική του σχέση με την Κίνα, η οποία είναι πιο σημαντική από την αντίστοιχη σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, τα 500 εκατομμύρια καταναλωτές της ΕΕ αποτελούν μια εξαιρετικά σημαντική αγορά για την Κίνα.
Ωστόσο, η ισχύς των εμπορικών δεσμών ΕΕ-Κίνας τοποθετεί την ΕΕ σε μια περίπλοκη θέση έναντι των ΗΠΑ, δεδομένου του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.
Οι προσπάθειες της Ευρώπης να θεμελιώσει μια πιο αποφασιστική στάση αποτελούν μια απόκριση στη δύσκολη τωρινή της θέση.
Εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Κίνα για το εμπόριο, εξακολουθεί να εξαρτάται από τις ΗΠΑ όσον αφορά την ασφάλεια, ενώ η παγκόσμια οικονομική της θέση ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Δεν είναι αδύνατο για μια χώρα ή ένα μπλοκ να ασκήσει διπλωματική επιρροή πολύ μεγαλύτερη από την οικονομική της θέση (η Ρωσία αποτελεί ένα παράδειγμα), αλλά η ΕΕ δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο πειστικά το τελευταίο διάστημα.
Στον πολιτικό τομέα, η ΕΕ αγωνίζεται να μιλήσει με μια ενιαία φωνή, καθώς η εξωτερική πολιτική παραμένει κυρίαρχη αρμοδιότητα για 27 κράτη-μέλη, ένα σύνολο που δημιουργεί ένα ευρύ φάσμα απόψεων.
Ωστόσο, η πλούσια καταναλωτική αγορά της ΕΕ, το δημοκρατικό και κοινωνικό μοντέλο οικονομίας της αγοράς, όπως και η σημασία του ευρώ θα είναι σημαντικά πλεονεκτήματα για την Ευρώπη, καθώς επιδιώκει να διατηρήσει την παγκόσμια επιρροή, την οικονομική επιρροή και την ήπια ισχύ της.
Μετά από μια σκληρή περίοδο πολιτικών λιτότητας και μνημονίων, η Ελλάδα επηρεάζεται σε πολύ σημαντικό βαθμό από την πανδημία, αντιμετωπίζοντας ένα νέο δημόσιο έλλειμμα και ένα υψηλό δημόσιο χρέος.
Θα μπορούσατε να προβλέψετε μια έξοδο από αυτήν τη δυσχερή κατάσταση, χωρίς την εφαρμογή ενός προγράμματος λιτότητας;
Η λιτότητα δεν αποτελεί επιλογή την επαύριον της κρίσης του κορωνοϊού (Covid-19).
Η Ελλάδα θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να επιταχύνει την ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια.
Η πανδημία διέκοψε αναπάντεχα την οικονομική ανάκαμψη ύστερα από τη δεκαετία προγραμμάτων οικονομικής διάσωσης, εν μέρει λόγω της μεγάλης εξάρτησης της Ελλάδας στις εξαγωγές υπηρεσιών –ιδίως τον τουρισμό και τη ναυτιλία– για ανάπτυξη και απασχόληση.
Η οικονομία της Ελλάδας θα μπει σταδιακά σε τροχιά ανάκαμψης από το 2021 και τα κονδύλια της ΕΕ θα συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγής.
Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ πιθανότατα δεν θα επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα έως το 2023, γεγονός που θα επιβαρύνει τα εύθραυστα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.
Από τη μεσοπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη περίοδο, οι κύριες προκλήσεις θα είναι η επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων για τη μείωση της υπερβολικής εξάρτησης από τον τουρισμό, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η τοποθέτηση των δημόσιων οικονομικών σε πιο βιώσιμη βάση.
Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει συνολικά 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 18% του ΑΕΠ), εκ των οποίων περίπου τα 17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια, από το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίξει τα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία κορονοϊού.
Κάτι που προστίθεται στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ: Η Ελλάδα αναμένεται να λάβει κονδύλια της ΕΕ συνολικής αξίας περίπου 72 δισ. ευρώ το 2021-27.
Ο αντίκτυπος στην οικονομία μπορεί να είναι εξαιρετικά επωφελής, παρέχοντας ετήσια ώθηση στο πραγματικό ΑΕΠ έως και 2 ποσοστιαίες μονάδες μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των κονδυλίων θα εξαρτηθεί από το αν η κυβέρνηση θα υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων ελλείψεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας, όπως ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, ένα πολύπλοκο φορολογικό καθεστώς και υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, αναντιστοιχίες δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα, περιοριστικοί νόμοι όσον αφορά την απασχόληση και μέτρια επίπεδα επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη.
Η Ελλάδα παραμένει υπό «ενισχυμένη εποπτεία» από τους πιστωτές της ευρωζώνης.
Προκειμένου να μπορέσει η κυβέρνηση να ανταποκριθεί στην κρίση του κορονοϊού, οι πιστωτές παραιτήθηκαν από τον στόχο του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος για 3,5% του ΑΕΠ της χώρας έως τουλάχιστον το 2022.
Ωστόσο, εξακολουθούν να πιέζουν την Ελλάδα να επιταχύνει άλλες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων για τη μείωση του μεγάλου τραπεζικού βάρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας και να αναζωογονηθεί ο δανεισμός.
Ως μερίδιο του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι το μεγαλύτερο στη ευρωζώνη, άνω του 200%.
Η επαναφορά της δημοσιονομικής απόδοσης θα είναι δύσκολη, αλλά τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια θα ελαχιστοποιήσουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους στη βραχυχρόνια περίοδο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναπτύξει ένα πακέτο τόνωσης για την παροχή ρευστότητας στην οικονομία, το οποίο περιλαμβάνει ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, κάτι που ισοδυναμεί με πάνω από το 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Αυτό θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης.
Οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις θα είναι μεγαλύτερες: μια ακόμα κρίση ή/και μια περαιτέρω αύξηση της αποστροφής προς τον κίνδυνο στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να προκαλέσει και πάλι την απότομη αύξηση των ελληνικών αποδόσεων.
Γνωρίζετε τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά τους τελευταίους μήνες, όσον αφορά τις διεκδικήσεις της Τουρκίας όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πιστεύετε ότι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας θα ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση βιώσιμων λύσεων, ή ένα διάλειμμα πριν από την επόμενη ένταση;
Είμαι μάλλον απαισιόδοξη για τις προοπτικές προόδου στις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για διάφορους λόγους, ιδίως λόγω της εσωτερικής πολιτικής δυναμικής.
Οι οικονομικές ατυχίες της Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί από την κρίση του κορονοϊού και, κατά συνέπεια, εντείνονται οι πολιτικοί κίνδυνοι για τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δημοτικότητα του οποίου αλλά και του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) συρρικνώνεται.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια φθίνουσα τάση στην υποστήριξη προς τον Τούρκο πρόεδρο.
Ο κ. Ερντογάν προσπαθεί να ενισχύσει την εγχώρια βάση στήριξής του. Τα εγχειρήματα της εξωτερικής του πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ένας τρόπος για να το επιτύχει.
Επιπλέον, η πρόσφατη εμπειρία μάς υπενθυμίζει ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με τις πιθανότητες σημαντικής προόδου στις συνομιλίες.
Η Ελλάδα και η Τουρκία πραγματοποίησαν 60 γύρους «διερευνητικών επαφών» μεταξύ του 2002 και του 2016, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουν το κοινό έδαφος και τους όρους διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμφωνία σχετικά με τις διεκδικήσεις για τις υφαλοκρηπίδες.
Οι 60 γύροι συνομιλιών δεν οδήγησαν πουθενά. Ο καθορισμός των παραμέτρων των επίσημων συνομιλιών δεν φαίνεται ευκολότερη υπόθεση ούτε αυτήν τη φορά.
Οι νομικές πολυπλοκότητες και οι αντικρουόμενες ερμηνείες του διεθνούς δικαίου θα καταστήσουν εξαιρετικά δύσκολη την έναρξη επίσημων συνομιλιών.
Μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα συμπεράσματα της συζήτησης που διοργάνωσε πρόσφατα ο Economist με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση;
Οι συζητήσεις αφορούσαν πάρα πολλά ζητήματα και προσέφεραν πλούτο γνώσεων, οπότε είναι δύσκολο να συνοψιστούν τα κύρια σημεία με λίγα λόγια. Διάφορα επαναλαμβανόμενα θέματα διέτρεχαν όλες τις συζητήσεις μας, είτε για το μέλλον των μεταρρυθμίσεων είτε για τις προοπτικές του χρέους.
Ένα ζήτημα ήταν η εξάρτηση από το εξωτερικό, που είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η ελληνική επανάσταση, και το άλλο ήταν το σύστημα πελατειακών σχέσεων που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα αρκετά νωρίς και την εμπόδισε να αναπτυχθεί σε ένα πραγματικά σύγχρονο κράτος. Ωστόσο, η αντοχή της Ελλάδας και του λαού της ήταν μάλλον το βασικό θέμα των συζητήσεων.
Σε αυτήν την επέτειο των διακοσίων χρόνων, πρέπει να επικεντρωθούμε όχι μόνο στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά και στα διαρκή επιτεύγματα των Ελλήνων—και δεν εννοώ τους αρχαίους Έλληνες, αλλά τους σύγχρονους Έλληνες, από το 1821 έως το 2021.
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν ιδιαίτερα.
Το ένα είναι το αδάμαστο πνεύμα της ελευθερίας και της επιθυμίας για ανεξαρτησία από ξένες κηδεμονίες, κάτι που οι Έλληνες έχουν αποδείξει σε αμέτρητες περιπτώσεις: στον Αγώνα για την ανεξαρτησία, στον αγώνα κατά του φασισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην αντίσταση ενάντια στην εξουσία των συνταγματαρχών και στην άρνηση να αποδεχτούν πειθήνια την απαράδεκτη λιτότητα της εποχής των προγραμμάτων διάσωσης.
Το άλλο είναι η αφοσίωση των απλών Ελλήνων στη δημοκρατία, παρά τις πολλές ταλαιπωρίες που έχουν αντιμετωπίσει.
Η λαϊκή απογοήτευση προς τους πολιτικούς θεσμούς και τα κόμματα δεν έκανε τους Έλληνες να αποκηρύξουν τη δημοκρατία.
Η υποστήριξη της δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες.
Όλοι μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά που ανέδειξαν τόσο έντονα οι Έλληνες.