Σε ευθεία αμφισβήτηση της κατοχύρωσης φέτας και χαλουμιού ως αναγνωρισμένων από την ΕΕ Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) Ελλάδας και Κύπρου προχωρούν οι τυροκομικές επιχειρήσεις της Νέας Ζηλανδίας δείχνοντας ότι δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν τα όπλα για την παραγωγή των εμβληματικών αυτών τυριών, πολύ περισσότερο όταν έχουν ισχυρό κίνητρο τις ανερχόμενες στην κατανάλωση τυριών αγορές της Ασίας.

«Μας ανησυχεί η συνεχιζόμενη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίσει τη χρήση ευρέως παραγόμενων σε διεθνές επίπεδο τυριών σε βάρος των παραγωγών εκτός Ευρώπης. Αυτή διαβρώνει την κληρονομιά και την εξέλιξη της παραγωγής τροφίμων σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία όπου τυριά όπως η φέτα, το χαλούμι, το havarti (ημιμαλακό αγελαδινό τυρί) και το gruyere (κίτρινο σκληρό τυρί από αγελαδινό γάλα) καταναλώνονται ευρέως και θεωρούνται προϊόντα κοινόχρηστης ονομασίας», αναφέρουν σε κοινή ανακοίνωσή τους η Ένωση Γαλακτοκομικών Επιχειρήσεων Νέας Ζηλανδίας (DCANZ) και η Ένωση Ειδικών Τυροκόμων (SCA) με αφορμή την πρόσφατη κατοχύρωση από την ΕΕ του χαλουμιού ως ΠΟΠ Κύπρου.

«Εάν οι Ευρωπαίοι παραγωγοί συνεχίσουν έτσι, ποιο είναι το επόμενο βήμα; Οι επιπτώσεις στην παραγωγή τυριών της Νέας Ζηλανδίας θα είναι μεγάλες», τονίζουν οι δύο Ενώσεις, ρίχνοντας προειδοποιητική βολή και για τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις: «οι παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων της ΕΕ απολαμβάνουν επιδοτήσεις και προστασία στα υψηλότερα επίπεδα διεθνώς, με αποτέλεσμα να προκαλούνται στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Αντί η ΕΕ να επιδιώξει την περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου απ’ αυτές τις στρεβλώσεις, επιχειρεί να τις ενισχύσει», επισημαίνουν.

Η συμφωνία ΕΕ – Κίνας και ο δικαστικός αγώνας στη Σιγκαπούρη
Στελέχη της ελληνικής τυροκομικής αγοράς «βλέπουν» πίσω από την ανακοίνωση αυτή των Νεοζηλανδών τυροκόμων συγκεκριμένη εταιρεία της χώρας και υπενθυμίζουν δύο θετικές εξελίξεις για την ελληνική φέτα στις αγορές της Ασίας

-αφ’ ενός την προστασία της στην αχανή αγορά της Κίνας μετά την εμπορική συμφωνία ΕΕ – Κίνας που τέθηκε σε ισχύ πριν λίγους μήνες

-κι αφ’ ετέρου την αίσια έκβαση της δικαστικής διαμάχης με τον Οργανισμό Εξαγωγών των ΗΠΑ στη Σιγκαπούρη, μια σημαντική αγορά για την ευρύτερη περιοχή.

Αυξάνεται η κατανάλωση τυριών στην Ασία

Οι αγορές της Ασίας είναι ζωτικής σημασίας για τις τυροκομικές επιχειρήσεις της Νέας Ζηλανδίας καθώς το 34% των εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων κατευθύνεται στην Κίνα, το 4% στην Ιαπωνία ενώ αξιοσημείωτες είναι οι εξαγωγικές της επιδόσεις και σε άλλες χώρες της περιοχής όπως Νότιο Κορέα, Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη και Μαλαισία. Η συνολική αξία των εξαγωγών τυριών της Νέας Ζηλανδίας ανήλθε πέρυσι στο 1,4 δισ δολ. ενώ στην τρέχουσα περίοδο (εκπνέει τον Ιούνιο 2021) αναμένονται μειωμένες στα 1,3 δισ δολ.

Ωστόσο, η κατανάλωση τυριού στην Ασία αυξάνεται ραγδαία, λόγω και της επίδρασης των social media (food fashion) και ως εκ τούτου τα περιθώρια αύξησης των εξαγωγών είναι πολύ μεγάλα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τυροκομικές επιχειρήσεις της Νέας Ζηλανδίας θεωρούν ότι η ΕΕ, προωθώντας την ατζέντα των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΟΠ και ΠΓΕ) στις διακρατικές της συμφωνίες, έχει στόχο ακριβώς να περιορίσει τα περιθώρια κινήσεων τους ώστε να μην μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που αναδύονται στη συγκεκριμένη περιοχή.

Μήνυμα και στην κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας

Η ανακοίνωση των δύο ενώσεων έχει, πάντως, αποδέκτη και την κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας καθώς είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις της χώρας με την ΕΕ για τη σύναψη διμερούς εμπορικής συμφωνίας. Έχουν ήδη ολοκληρωθεί οι εννέα γύροι και προετοιμάζεται ο 10ος με την ΕΕ να έχει θέσει στο τραπέζι την προστασία ως ΠΟΠ και ΠΓΕ 2.200 τροφίμων, οίνων και αποσταγμάτων, ανάμεσα στα οποία και τη φέτα. Οι δύο ενώσεις θεωρούν ότι η ΕΕ «ζητά πάρα πολλά και προσφέρει πολύ λίγα» στη Νέα Ζηλανδία όσον αφορά στον τομέα των γαλακτοκομικών.

Η ΕΕ είναι ο τρίτος εμπορικός εταίρος της Νέας Ζηλανδίας (το 11% του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών), μετά την Κίνα και την Αυστραλία, ο μεγαλύτερος όμως χωρίς συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.