Πρόκειται κυρίως για επιχειρήσεις των κλάδων της εστίασης, του τουρισμού, του πολιτισμού, των μεταφορών και του λιανεμπορίου, των οποίων οι τζίροι συρρικνώθηκαν πέρυσι, με αποτέλεσμα να καταγράψουν ζημιές αντί για καθαρά κέρδη το 2020.

Οι επιχειρήσεις αυτές, παρά το γεγονός ότι δεν λειτούργησαν καν ή υπολειτούργησαν για αρκετούς μήνες εντός του 2020 και εν τέλει κατέγραψαν ζημιές, θα κληθούν με τα εκκαθαριστικά των φετινών φορολογικών τους δηλώσεων να καταβάλουν τεράστια ποσά φόρου που θα υπολογιστούν επί των τεκμαρτών εισοδημάτων ιδιοχρησιμοποίησης ή ιδιόχρησης των ακινήτων τους.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σε άρθρο που ανήρτησε στον φορο-λογιστικό ιστότοπο taxheaven.gr o οικονομολόγος, λογιστής-φοροτεχνικός κ. Κωνσταντίνος Γραβιάς, «ένα από τα προβλήματα —με φορολογικές προεκτάσεις— που θα αντιμετωπίσουν οι ατομικές επιχειρήσεις κατά την εκκαθάριση της φετινής δήλωσης είναι αυτό του εισοδήματος λόγω ιδιοχρησιμοποίησης των ακινήτων τους». Όπως διευκρίνισε ο έγκριτος φοροτεχνικός:

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), το εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση ακινήτου τεκμαίρεται ότι αντιστοιχεί στο 3% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Είναι δηλαδή τεκμαρτό εισόδημα. Ταυτόχρονα, όμως, το τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση αναγνωρίζεται και ως δαπάνη για τις ατομικές επιχειρήσεις. Συνεπώς, σε κάθε ατομική επιχείρηση φορολογείται το τεκμαρτό εισόδημα από την ιδιοχρησιμοποίηση για το φυσικό πρόσωπο/επιχειρηματία και συνάμα το τεκμαρτό αυτό εισόδημα εκπίπτει ως δαπάνη (αφαιρείται) από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.
Φέτος όμως, επειδή η χρήση του 2020 ήταν ζημιογόνος για τη συντριπτική πλειονότητα των ατομικών επιχειρήσεων (ειδικά στον τομέα του επισιτισμού, τουρισμού, κ.ά) η έκπτωση του τεκμαρτού εισοδήματος ιδιόχρησης από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης δεν θα έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα (σ.σ. απλώς θα μεγαλώσει η ζημία).
Δηλαδή, σύμφωνα με τις επισημάνσεις αυτές, φέτος σε κάθε ζημιωθείσα από την πανδημία του κορονοϊού επιχείρηση, θα συμβεί το εξής:

το τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση – αφού μειωθεί κατά 5% που αντιστοιχεί στο ποσοστό της έκπτωσης των δαπανών επισκευής και συντήρησης – θα φορολογηθεί ως εισόδημα από ακίνητα, με ελάχιστο συντελεστή φόρου 15% για ποσό μέχρι 12.000 ευρώ, με συντελεστή 35% για το τμήμα από τα 12.001 έως τα 40.000 ευρώ και με συντελεστή 45% για το τμήμα πάνω από 40.000 ευρώ (δεν θα ισχύσει γι’ αυτό ο πολύ πιο μικρός ελάχιστος συντελεστής φόρου 9% μέχρι τα 10.000 ευρώ ούτε οι συντελεστές 22% έως 44% για το τμήμα πάνω από τα 10.000 ευρώ, οι οποίοι προβλέπονται από την κλίμακα φόρου για τα εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες),
το ίδιο ποσό του τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοχρησιμοποίηση θα ληφθεί υπόψη και ως δαπάνη εκπίπτουσα από τα ακαθάριστα έσοδα, αυξάνοντας απλώς την δηλούμενη ζημία της επιχείρησης, χωρίς να αντισταθμίσει την επιβάρυνση από την φορολόγησή του ως εισόδημα.
Ο κ. Γραβιάς παρέθεσε το παρακάτω χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Έστω επιχείρηση (ξενώνας- ατομική επιχείρηση) που παρέμεινε κλειστή με κρατική εντολή για πολλούς μήνες μέσα στο έτος 2020 και που τελικά παρουσίασε ζημιές στη χρήση αυτή. Το 3% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου που ιδιοχρησιμοποιεί για τις ανάγκες της ανέρχεται στις 9.000 ευρώ. Αυτό το τεκμαρτό ετήσιο εισόδημα (σ.σ. αφού μειωθεί κατά 5% που αντιστοιχεί στο ποσοστό της έκπτωσης των δαπανών επισκευής και συντήρησης) θα φορολογηθεί ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία και εν προκειμένω με συντελεστή 15% (σ.σ. βλ. παρ. 4 του άρθρου 40 του ν. 4172/2013). Τελικά, η φορολογική επιβάρυνση εξ αυτού του λόγου ανέρχεται σε 1.282,50 ευρώ.

Ουσιαστικά, όπως επεσήμανε ο κ. Γραβιάς, «ενώ οι επιχειρηματίες προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον λόγω της πανδημίας, θα κληθούν να πληρώσουν μεγάλα ποσά φόρου λόγω της ιδιόχρησης των ακινήτων τους, καίτοι οι επιχειρήσεις τους ήταν κλειστές για μήνες με κρατική εντολή ή υποχρεώθηκαν να υπολειτουργήσουν με κρατική εντολή».

Ο κ. Γραβιάς κάλεσε την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών «να δει με προσοχή το εν λόγω ζήτημα και να δώσει λύση έστω και την ύστατη στιγμή, ώστε να μην επιβαρυνθούν χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις με μεγάλα ποσά φόρου λόγω της ιδιόχρησης». Πρόσθεσε δε ότι «σε επόμενο στάδιο πρέπει να επανεξεταστεί γενικότερα το θέμα της ιδιόχρησης στις επιχειρήσεις (και στις ατομικές και στα λοιπά νομικά πρόσωπα) ώστε να απαλλαγούμε από τα βαρίδια του παρελθόντος που τα σέρνουμε εδώ και τόσα χρόνια».