Β. Γούναρης: Το ελληνικό βαμβάκι έχει απήχηση στις premium αγορές
Ο Βασίλης Γούναρης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών και διευθύνων σύμβουλος της BASF στην Ελλάδα, θεωρεί πως το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού τομέα. Τονίζει, στο powergame.gr. πως ο στόχος της Ε.Ε για τον περιορισμό της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων δεν είναι ρεαλιστικός καθώς μειώνει τη δυνατότητα των αγροτών να προστατεύσουν την παραγωγή τους.
Ποια θα είναι τα οφέλη για την ελληνική γεωργία από το Ταμείο Ανάκαμψης; Με την επέκταση της ψηφιοποίησης μπορεί να υπάρξει αύξηση της παραγωγής και ενίσχυση των αγροτικών εισοδημάτων;
Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει επενδύσεις που προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη της γεωργίας και τον οικοτουρισμό. Προτείνει δράσεις ενίσχυσης της γεωργικής παραγωγής, όπως παραδείγματος χάρη, δράσεις για την προστασία των υδάτινων πόρων, την εγκατάσταση υδρομέτρων και τηλεμετρίας και σχέδιο αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του εθνικού δικτύου άρδευσης. Είναι σαφές ότι οι ψηφιακές αυτές λύσεις και, γενικά, τα έξυπνα συστήματα διαχείρισης των φυσικών πόρων μπορούν να οδηγήσουν στην αειφορία, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού τομέα και ενισχύοντας το αγροτικό εισόδημα, μέσω της εξοικονόμησης πόρων.
Η πολιτική της Ε.Ε «Farm to Folk» για τον περιορισμό των φαρμάκων στη γεωργία είναι πρακτικά υλοποιήσιμη; Μπορούν τα βιολογικά φάρμακα να αναπληρώσουν το κενό δίχως να θιχθεί η γεωργική παραγωγή στην Ευρώπη, με τα κράτη-μέλη για διασφαλίζουν την αυτονομία τους;
Η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θέτει στόχους μείωσης κατά 50% της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων. Ως κλάδος που παράγει προϊόντα φυτοπροστασίας, είμαστε στο πλευρό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη γεωργία και ανοιχτοί να συζητήσουμε αυτούς τους στόχους, με στόχο πάντα την προάσπιση της κλιματικής αλλαγής και την ασφάλεια των τροφίμων. Αλλά πιστεύουμε ότι το 50% δεν είναι ένας ρεαλιστικός στόχος. Έχουμε εκφράσει την ανησυχία μας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η μείωση στο να μπορέσει ο αγρότης να προστατεύσει αποτελεσματικά τις καλλιέργειες του από ασθένειες και εχθρούς.
Ειδικά σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, εμβληματικές καλλιέργειες, ύψιστης εθνικής σημασίας, όπως η ελιά, απειλούνται από τη μείωση των λύσεων φυτοπροστασίας. Η ένταξη εκτάσεων στη βιολογική γεωργία, είναι μία από τις προσεγγίσεις για μία βιώσιμη γεωργία, αλλά δεν μπορεί να είναι η μόνη. Και εγώ ο ίδιος είμαι παραγωγός ελιάς και ελαιολάδου και αντιλαμβάνομαι τη δυσκολίες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι αγρότες συμβατικής καλλιέργειας, όταν στο άμεσο μέλλον θα μείνουν χωρίς καμία λύση φυτοπροστασίας όσο αφορά εχθρούς, όπως ο δάκος, το γλοισπόριο και άλλα. Βρισκόμαστε στο νότο με πολλά εντομολογικά προβλήματα. Δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε καν το εφιαλτικό ενδεχόμενο εμφάνισης του βακτηρίου Xylella fastidiosa στην Ελλάδα, που μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό ολόκληρων επαρχιών από τον ελαιοκομικό χάρτη.
Παρομοίως, πόσο ρεαλιστικοί είναι οι στόχοι για τη μείωση των εκπομπών ρύπων για έναν όμιλο χημικών τόσο μεγάλο όσο η BASF;
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα και πρέπει να προσαρμόσουμε τις διαδικασίες και την γκάμα των προϊόντων μας.
Πρόσφατα, η BASF ανακοίνωσε ότι θέτει ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους στην πορεία της προς την κλιματική ουδετερότητα. Θέλουμε να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050. Αλλά και μεσοπρόθεσμα, στόχος μας είναι να μειώσουμε τις εκπομπές σε αέρια θερμοκηπίου παγκοσμίως κατά 25% σε σχέση με το 2018. Αυτό σημαίνει περικοπή στο μισό των εκπομπών CO2 της τρέχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θεωρούμε ότι οι στόχοι αυτοί είναι ρεαλιστικοί.
Η εταιρεία ήδη σχεδιάζει να επενδύσει 1 δισεκατομμύριο ευρώ έως το 2025 προκειμένου να επιτύχει τον νέο κλιματικό της στόχο και επιπλέον 2 έως 3 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030. Επενδύουμε λοιπόν για να βελτιώνουμε συνεχώς τις διαδικασίες παραγωγής στα εργοστάσια μας και στρεφόμαστε προς τις ανανεώσιμες πηγές προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε ηλεκτρική ενέργεια. Για το σκοπό αυτό η εταιρεία προτίθεται να επενδύσει και σε αιολικά πάρκα.
Σε μια γενικότερη στροφή των καταναλωτών στη βιωσιμότητα, η BASF έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα το πρόγραμμα πιστοποίησης παραγωγής βαμβακιού με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, γνωστό ως CSF (Certified Sustainable Fibermax). Λέτε να καταφέρει το ελληνικό βαμβάκι και η υφαντουργία να εισέλθουν σε μια αγορά υψηλότερων προδιαγραφών στον ρουχισμό έναντι της μαζικής παραγωγής σε άλλες χώρες;
Το ελληνικό βαμβάκι είχε πάντα καλή αποδοχή στις διεθνείς αγορές. Όμως τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια στροφή στο ποιοτικό ελληνικό βαμβάκι που παράγεται με βιώσιμές γεωργικές πρακτικές. Το τρίπτυχο περιβάλλον, κοινωνία και οικονομική βιωσιμότητα είναι σημαντικοί παράμετροί που ενδιαφέρουν πλέον τους αγοραστές του ελληνικού προϊόντος. Το πρόγραμμα CSF καλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις του τελικού αγοραστή και για τον λόγο αυτό οι συνεργάτες μας στο πρόγραμμα – Θρακικά Εκκοκκιστήρια Α.Ε., Κων. Β. Μάρκου Α.Β.Ε.Ε. και ΒΙΟΛΑΡ Α.Ε. – έχουν δημιουργήσει μια χωριστή κατηγορία εμπορίας βαμβακιού με την οποία στοχεύουν σε premium αγορές.
Ισχυρά εμπορικά ονόματα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να προμηθευτούν ελληνικό ποιοτικό βαμβάκι, που παράγεται σύμφωνα με ένα ορισμένο πρωτόκολλο παραγωγής όπως είναι το CSF, καθώς συνδυάζει, ποιότητα, ιχνηλασιμότητα και βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, από το χωράφι μέχρι και την παραγωγή του νήματος και υφάσματος.
Λύσεις όπως είναι τα ανακυκλώσιμα πλαστικά, το βιώσιμο βαμβάκι ή τα βιολογικά προϊόντα εμπεριέχουν πρόσθετο κόστος. Θα επιβαρύνει αυτό το κόστος τον καταναλωτή;
Βρισκόμαστε ενόψει μεγάλων αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία σε όλους τους κλάδους, με στόχο την επίτευξη των 17 στόχων για την βιώσιμη ανάπτυξη που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ειδικά ο στόχος 12 που αναφέρεται στην υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή μας αφορά όλους. Επιπλέον, έχει ήδη καταγραφεί σε πολλές έρευνες η νέα φιλoπεριβαλλοντική τάση των καταναλωτών σε όλες τις αγορές. Τα κριτήρια επιλογής και αγοράς προϊόντων διαφέρουν σε κάθε ηλικιακή ομάδα, με τις νεαρότερες ηλικίες να δείχνουν προτίμηση σε προϊόντα που προστατεύουν τους φυσικούς πόρους. Σχετικά με το κόστος, όσο εξελίσσονται οι νέες τεχνολογίες και εφαρμόζονται σε ευρεία κλίμακα, τόσο πιο φθηνές και ανταγωνιστικές γίνονται.
Και κάτι εξίσου σημαντικό: στα τρία βασικά κριτήρια αγοράς και ειδικά των τροφίμων, το κριτήριο της ποιότητας και της ασφάλειας, προηγούνται της τιμής, ως κριτήριο αγοράς αγαθών. Άρα, βλέπουμε ότι για τον σύγχρονο καταναλωτή η τιμή δεν είναι πάντα το ζητούμενο.
Πώς διήνυσαν οι κλάδοι των χημικών και της γεωργίας την πανδημία;
Το πρώτο τρίμηνο του 2020, ο κλάδος των χημικών ξεκίνησε με καλές προοπτικές ανάπτυξης. Η πανδημία όμως άλλαξε τα δεδομένα αφού σαν προτεραιότητα τέθηκε η διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων, η κάλυψη των αναγκών σε υλικά καταπολέμησης της COVID19 όπως αντισηπτικών, μασκών κλπ. Επίσης, προέκυψαν σημαντικά εμπόδια στη διακίνηση των πρώτων υλών και των προϊόντων και παγκόσμια αβεβαιότητα. Παρ’ όλα αυτά, η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία και κατ’ επέκταση η ελληνική προσαρμόσθηκαν γρήγορα και η πτώση της δραστηριότητας μετριάσθηκε. Βεβαίως επλήγησαν τομείς που σχετίζονται με τα υλικά που εφοδιάζουμε τον τουρισμό, τα κλωστοϋφαντουργικά, τα δέρματα, ενώ τομείς που αναπτύχθηκαν είναι αυτοί των καθαριστικών, των απολυμαντικών, των φαρμακευτικών. Ειδικά η ελληνική χημική βιομηχανία διατήρησε το θετικό πρόσημο στις εξαγωγές και τελικά το 2020 έκλεισε με ελαφρά βελτίωση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής.
Η ελληνική γεωργία δεν επηρεάστηκε τόσο όσο άλλοι κλάδοι όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, η υγεία. Βέβαια, η πανδημία ανέδειξε πτυχές του κλάδου όπως η σημασία του εφοδιασμού και της επισιτιστικής ασφάλειας σε καιρούς κρίσης. Ευτυχώς, όλη η αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού τροφίμων έδειξε ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες.
Ποια θα είναι τα οφέλη για την ελληνική γεωργία από το Ταμείο Ανάκαμψης; Με την επέκταση της ψηφιοποίησης μπορεί να υπάρξει αύξηση της παραγωγής και ενίσχυση των αγροτικών εισοδημάτων;
Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει επενδύσεις που προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη της γεωργίας και τον οικοτουρισμό. Προτείνει δράσεις ενίσχυσης της γεωργικής παραγωγής, όπως παραδείγματος χάρη, δράσεις για την προστασία των υδάτινων πόρων, την εγκατάσταση υδρομέτρων και τηλεμετρίας και σχέδιο αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του εθνικού δικτύου άρδευσης. Είναι σαφές ότι οι ψηφιακές αυτές λύσεις και, γενικά, τα έξυπνα συστήματα διαχείρισης των φυσικών πόρων μπορούν να οδηγήσουν στην αειφορία, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού τομέα και ενισχύοντας το αγροτικό εισόδημα, μέσω της εξοικονόμησης πόρων.
Η πολιτική της Ε.Ε «Farm to Folk» για τον περιορισμό των φαρμάκων στη γεωργία είναι πρακτικά υλοποιήσιμη; Μπορούν τα βιολογικά φάρμακα να αναπληρώσουν το κενό δίχως να θιχθεί η γεωργική παραγωγή στην Ευρώπη, με τα κράτη-μέλη για διασφαλίζουν την αυτονομία τους;
Η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θέτει στόχους μείωσης κατά 50% της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων. Ως κλάδος που παράγει προϊόντα φυτοπροστασίας, είμαστε στο πλευρό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη γεωργία και ανοιχτοί να συζητήσουμε αυτούς τους στόχους, με στόχο πάντα την προάσπιση της κλιματικής αλλαγής και την ασφάλεια των τροφίμων. Αλλά πιστεύουμε ότι το 50% δεν είναι ένας ρεαλιστικός στόχος. Έχουμε εκφράσει την ανησυχία μας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η μείωση στο να μπορέσει ο αγρότης να προστατεύσει αποτελεσματικά τις καλλιέργειες του από ασθένειες και εχθρούς.
Ειδικά σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, εμβληματικές καλλιέργειες, ύψιστης εθνικής σημασίας, όπως η ελιά, απειλούνται από τη μείωση των λύσεων φυτοπροστασίας. Η ένταξη εκτάσεων στη βιολογική γεωργία, είναι μία από τις προσεγγίσεις για μία βιώσιμη γεωργία, αλλά δεν μπορεί να είναι η μόνη. Και εγώ ο ίδιος είμαι παραγωγός ελιάς και ελαιολάδου και αντιλαμβάνομαι τη δυσκολίες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι αγρότες συμβατικής καλλιέργειας, όταν στο άμεσο μέλλον θα μείνουν χωρίς καμία λύση φυτοπροστασίας όσο αφορά εχθρούς, όπως ο δάκος, το γλοισπόριο και άλλα. Βρισκόμαστε στο νότο με πολλά εντομολογικά προβλήματα. Δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε καν το εφιαλτικό ενδεχόμενο εμφάνισης του βακτηρίου Xylella fastidiosa στην Ελλάδα, που μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό ολόκληρων επαρχιών από τον ελαιοκομικό χάρτη.
Παρομοίως, πόσο ρεαλιστικοί είναι οι στόχοι για τη μείωση των εκπομπών ρύπων για έναν όμιλο χημικών τόσο μεγάλο όσο η BASF;
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα και πρέπει να προσαρμόσουμε τις διαδικασίες και την γκάμα των προϊόντων μας.
Πρόσφατα, η BASF ανακοίνωσε ότι θέτει ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους στην πορεία της προς την κλιματική ουδετερότητα. Θέλουμε να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050. Αλλά και μεσοπρόθεσμα, στόχος μας είναι να μειώσουμε τις εκπομπές σε αέρια θερμοκηπίου παγκοσμίως κατά 25% σε σχέση με το 2018. Αυτό σημαίνει περικοπή στο μισό των εκπομπών CO2 της τρέχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θεωρούμε ότι οι στόχοι αυτοί είναι ρεαλιστικοί.
Η εταιρεία ήδη σχεδιάζει να επενδύσει 1 δισεκατομμύριο ευρώ έως το 2025 προκειμένου να επιτύχει τον νέο κλιματικό της στόχο και επιπλέον 2 έως 3 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030. Επενδύουμε λοιπόν για να βελτιώνουμε συνεχώς τις διαδικασίες παραγωγής στα εργοστάσια μας και στρεφόμαστε προς τις ανανεώσιμες πηγές προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε ηλεκτρική ενέργεια. Για το σκοπό αυτό η εταιρεία προτίθεται να επενδύσει και σε αιολικά πάρκα.
Σε μια γενικότερη στροφή των καταναλωτών στη βιωσιμότητα, η BASF έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα το πρόγραμμα πιστοποίησης παραγωγής βαμβακιού με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, γνωστό ως CSF (Certified Sustainable Fibermax). Λέτε να καταφέρει το ελληνικό βαμβάκι και η υφαντουργία να εισέλθουν σε μια αγορά υψηλότερων προδιαγραφών στον ρουχισμό έναντι της μαζικής παραγωγής σε άλλες χώρες;
Το ελληνικό βαμβάκι είχε πάντα καλή αποδοχή στις διεθνείς αγορές. Όμως τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια στροφή στο ποιοτικό ελληνικό βαμβάκι που παράγεται με βιώσιμές γεωργικές πρακτικές. Το τρίπτυχο περιβάλλον, κοινωνία και οικονομική βιωσιμότητα είναι σημαντικοί παράμετροί που ενδιαφέρουν πλέον τους αγοραστές του ελληνικού προϊόντος. Το πρόγραμμα CSF καλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις του τελικού αγοραστή και για τον λόγο αυτό οι συνεργάτες μας στο πρόγραμμα – Θρακικά Εκκοκκιστήρια Α.Ε., Κων. Β. Μάρκου Α.Β.Ε.Ε. και ΒΙΟΛΑΡ Α.Ε. – έχουν δημιουργήσει μια χωριστή κατηγορία εμπορίας βαμβακιού με την οποία στοχεύουν σε premium αγορές.
Ισχυρά εμπορικά ονόματα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να προμηθευτούν ελληνικό ποιοτικό βαμβάκι, που παράγεται σύμφωνα με ένα ορισμένο πρωτόκολλο παραγωγής όπως είναι το CSF, καθώς συνδυάζει, ποιότητα, ιχνηλασιμότητα και βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, από το χωράφι μέχρι και την παραγωγή του νήματος και υφάσματος.
Λύσεις όπως είναι τα ανακυκλώσιμα πλαστικά, το βιώσιμο βαμβάκι ή τα βιολογικά προϊόντα εμπεριέχουν πρόσθετο κόστος. Θα επιβαρύνει αυτό το κόστος τον καταναλωτή;
Βρισκόμαστε ενόψει μεγάλων αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία σε όλους τους κλάδους, με στόχο την επίτευξη των 17 στόχων για την βιώσιμη ανάπτυξη που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ειδικά ο στόχος 12 που αναφέρεται στην υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή μας αφορά όλους. Επιπλέον, έχει ήδη καταγραφεί σε πολλές έρευνες η νέα φιλoπεριβαλλοντική τάση των καταναλωτών σε όλες τις αγορές. Τα κριτήρια επιλογής και αγοράς προϊόντων διαφέρουν σε κάθε ηλικιακή ομάδα, με τις νεαρότερες ηλικίες να δείχνουν προτίμηση σε προϊόντα που προστατεύουν τους φυσικούς πόρους. Σχετικά με το κόστος, όσο εξελίσσονται οι νέες τεχνολογίες και εφαρμόζονται σε ευρεία κλίμακα, τόσο πιο φθηνές και ανταγωνιστικές γίνονται.
Και κάτι εξίσου σημαντικό: στα τρία βασικά κριτήρια αγοράς και ειδικά των τροφίμων, το κριτήριο της ποιότητας και της ασφάλειας, προηγούνται της τιμής, ως κριτήριο αγοράς αγαθών. Άρα, βλέπουμε ότι για τον σύγχρονο καταναλωτή η τιμή δεν είναι πάντα το ζητούμενο.
Πώς διήνυσαν οι κλάδοι των χημικών και της γεωργίας την πανδημία;
Το πρώτο τρίμηνο του 2020, ο κλάδος των χημικών ξεκίνησε με καλές προοπτικές ανάπτυξης. Η πανδημία όμως άλλαξε τα δεδομένα αφού σαν προτεραιότητα τέθηκε η διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων, η κάλυψη των αναγκών σε υλικά καταπολέμησης της COVID19 όπως αντισηπτικών, μασκών κλπ. Επίσης, προέκυψαν σημαντικά εμπόδια στη διακίνηση των πρώτων υλών και των προϊόντων και παγκόσμια αβεβαιότητα. Παρ’ όλα αυτά, η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία και κατ’ επέκταση η ελληνική προσαρμόσθηκαν γρήγορα και η πτώση της δραστηριότητας μετριάσθηκε. Βεβαίως επλήγησαν τομείς που σχετίζονται με τα υλικά που εφοδιάζουμε τον τουρισμό, τα κλωστοϋφαντουργικά, τα δέρματα, ενώ τομείς που αναπτύχθηκαν είναι αυτοί των καθαριστικών, των απολυμαντικών, των φαρμακευτικών. Ειδικά η ελληνική χημική βιομηχανία διατήρησε το θετικό πρόσημο στις εξαγωγές και τελικά το 2020 έκλεισε με ελαφρά βελτίωση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής.
Η ελληνική γεωργία δεν επηρεάστηκε τόσο όσο άλλοι κλάδοι όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, η υγεία. Βέβαια, η πανδημία ανέδειξε πτυχές του κλάδου όπως η σημασία του εφοδιασμού και της επισιτιστικής ασφάλειας σε καιρούς κρίσης. Ευτυχώς, όλη η αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού τροφίμων έδειξε ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες.