Πόσο κερδισμένη μπορεί να βγει η Ελλάδα από την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας; Πώς πρέπει να γίνει η μετάβαση σε ό,τι αφορά στην απολιγνιτοποίηση; Ποιος είναι ο βαθμός δυσκολίας στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο; Στα ερωτήματα αυτά καλείται να απαντήσει ο κ. Fatih Birol, Εκτελεστικός Διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, σε συνέντευξή του στο powergame.gr και τη Μυρτώ Μπούτση. Ο κ. Μπιρόλ υπογραμμίζει τη σημασία του εναρμονισμού της ενεργειακής αναζήτησης για τη χώρα μας με την παγκόσμια προσπάθεια για ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Ποιος μπορεί να είναι, αυτήν τη στιγμή, ο πιο σημαντικός ενεργειακός πόρος για μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα και πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγή της;

Η Ελλάδα έχει τη μοναδική ευκαιρία να αξιοποιήσει νέες δυνατότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (δηλ. ηλιακή και αιολική ενέργεια) μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από διάφορες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασε το 30% μέσα στο 2021,παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2010 που σημειώθηκε λιγότερο από 5%. Αυτή η μεταβολή στον τομέα της ενέργειας είναι απολύτως συμβατή με τους κλιματικούς στόχους που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων.

Για να υποστηριχθούν οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να διευκολυνθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης και να διασφαλιστεί η κάλυψη των αναγκών των υποδομών (δηλ. η επέκταση του δικτύου) είναι απαραίτητο ένα σταθερό πλαίσιο πολιτικής. Καθώς κατευθυνόμαστε προς έναν τομέα ενέργειας όπου κυριαρχούν διάφορες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού, αυξάνονται και οι ανάγκες για ευελιξία. Είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη επένδυση στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. βελτίωση και δημιουργία νέων διασυνδέσεων) και στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης (δηλ. συσσωρευτών).

Εκτός από την άμεση χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. ηλεκτρικά οχήματα, αντλίες θερμότητας), θα δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες για να γίνει η Ελλάδα ένας πιθανός προμηθευτής καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα μέσω της παραγωγής υδρογόνου και ειδικά συνθετικών καυσίμων. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από την πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την παραγωγή συνθετικών υδρογονανθράκων, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκοπούς (δηλ. ναυτιλία και βιομηχανία)

Πώς σας φαίνεται η μετάβαση της Ελλάδας σε μια εποχή περισσότερης οικολογικής ενέργειας,μέσω της ενίσχυσης της αγοράς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας; Ποια είναι η γνώμη σας για τα μέτρα που έλαβε για την ιδιωτικοποίηση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και τη μετάβαση από τον λιγνίτη στο φυσικό αέριο;

Η Ελλάδα έχει θέσει υψηλούς στόχους για τη σταδιακή κατάργηση της καύσης άνθρακα έως το 2023.Αυτό αποτελεί ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία στοιχεία του 2021 δείχνουν ότι η παραγωγή βάσει ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης της υδροηλεκτρικής ενέργειας) έφθασε το 45% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε σε λιγότερο από 15%. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι πολύ ενθαρρυντικά σχετικά με το μέλλον της Ελλάδας στον τομέα της ενέργειας.

Ο “οδικός χάρτης” για τον μηδενισμό καθαρών εκπομπών δείχνει ότι η ταχεία αύξηση των επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια απαιτεί την αύξηση της απασχόλησης στον τομέα καθαρής ενέργειας κατά 14 εκατομμύρια παγκοσμίως μέχρι το 2030. Εντούτοις, αυτό συνοδεύεται από την κατάργηση5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στον τομέα ορυκτώνκαυσίμων μέχρι το 2030, καθώς οι επενδύσεις σταματούν στο σενάριο μηδενικής καθαρής κατανάλωσης ενέργειας(NZE), σύμφωνα με το οποίο επιτυγχάνεται το παγκόσμιο ουδέτερο ισοζύγιο διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, χωρίς νέα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, ούτε νέα ανθρακωρυχεία ή επεκτάσεις ορυχείων. Παρόλο που αυτό εξακολουθεί να έχει ως αποτέλεσμα το άνοιγμα 9 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας παγκοσμίως στον τομέα της ενέργειας και πολλές θέσεις εργασίας στα ορυκτά καύσιμα θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, οι επιπτώσεις της κατάργησης ορισμένων θέσεων εργασίας, σε τοπικό επίπεδο, μπορεί να είναι μεγάλες. Για αυτόν τον λόγο, είναι πολύ σημαντικό οι κυβερνήσεις να διαχειριστούν αυτές τις μεταβάσεις, να στηρίξουν τις τοπικές κοινότητες, όπως εκείνες που επικεντρώνονται στα ορυχεία λιγνίτη στην Ελλάδα και να παράσχουν προγράμματα κατάρτισης για την ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων για την υποστήριξη αυτής της αλλαγής στις αγορές εργασίας.

Η ηλεκτροδότηση βρίσκεται στο επίκεντρο της μετάβασης σε ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Επομένως, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να σχεδιάζουν και να παροτρύνουν τις επενδύσεις σε υποδομές καθαρής ενέργειας (δηλ. έξυπνα δίκτυα μεταφοράς και διανομής). Η δημόσια χρηματοδότηση θα μπορούσε να βοηθήσει τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και στη δημιουργία νέων διασυνδέσεων μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών. Οι επαρκείς και έγκαιρες επενδύσεις σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας θα στηρίξουν τις μεταβάσεις στην καθαρή ενέργεια. Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που λειτουργούν με φυσικό αέριο, ο ρόλος τους σε ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα είναι περιορισμένος,θα ενεργούν κυρίως ως πάροχος βοηθητικών υπηρεσιών στο σύστημα. Το μεγαλύτερο μέρος ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για να επιτευχθεί η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.

Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι οι υδρογονάνθρακες του Αιγαίου αποτελούν αξιόλογο ενεργειακό πόρο για την Ελλάδα; Τι γίνεται με τις ανησυχίες σχετικά με το κλιματικό αποτύπωμα;

Μέχρι σήμερα, ο αριθμός των χωρών που έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050 καλύπτει περίπου το 70% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 (δέκα από τις δεκατέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες έχουν θέσει στόχους μηδενικών καθαρών εκπομπών). Επίσης, όλο και περισσότερες εταιρείες που καταναλώνουν ή παράγουν ενέργεια (110 εταιρείες) ενσωματώνουντους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής στη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους και απομακρύνονται από τα ορυκτά καύσιμα. Αν εκπληρωθούν οι δεσμεύσεις αυτές, το μερίδιο των υδρογονανθράκων στη συνολική κατανάλωση ενέργειας θα μειωθεί εντός της επόμενης δεκαετίας. Η ταχύτητα θα εξαρτηθεί από τον τρόπο κατά τον οποίο θα εφαρμοστούν οι στόχοι αυτής της πολιτικής.

Παρότι είναι αναγκαίο οι χώρες να εξετάσουν το ενδεχόμενο της ενεργειακής ασφάλειας και της εξάρτησής της από τις εισαγωγές στον σχεδιασμό μιας εθνικής στρατηγικής, η διερεύνηση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σήμερα θα προσθέσει ένα επιπλέον εμπόδιο στην επίτευξη των μακροπρόθεσμων κλιματικών στόχων. Επιπλέον, θα είναι δύσκολο για μια χώρα να αποκτήσει ένα συμφέρον μερίδιο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεδομένου ότι άλλοι παραδοσιακοί παραγωγοί έχουν ήδη κατασκευάσει υποδομές και παρέχουν προϊόντα πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές.

Ειδικά για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, είναι σημαντικό να υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί για την εποπτεία όλης της διαδικασίας παραγωγής, προκειμένου να ρυθμίζονται και να αποφεύγονται τυχόν διαρροές μεθανίου.

Πότε νομίζετε ότι θα επιτευχθεί η κορύφωση παραγωγής πετρελαίου και ποιες θα είναι οι συγκεκριμένες συνέπειες για τη γεωπολιτική περιοχή μας; Ποια είναι η λύση;

Αυτό θα εξαρτηθεί από τις ενεργειακές πολιτικές που θα ακολουθήσουν οι χώρες. Για παράδειγμα, στο σενάριο που αναφέραμε, το οποίο αντικατοπτρίζει πολιτικές που είτε εφαρμόζονται ή έχουν ανακοινωθεί, παρατηρείται μείωση στη ζήτηση κατά τη δεκαετία του 2030. Σε αυτό το σενάριο, παρότι η ζήτηση πετρελαίου στα επιβατικά αυτοκίνητα αναμένεται να κορυφωθεί σύντομα λόγω των βελτιώσεων της αποδοτικότητας και του αυξανόμενου ποσοστού ηλεκτρικών οχημάτων, η ζήτηση που προέρχεται από άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των φορτηγών, των πετροχημικών και άλλων οχημάτων, σημαίνει ότι δεν παρουσιάζει έντονη κορύφωση και μείωση.

Από την άλλη πλευρά, σε ένα σενάριο στο οποίο επιτυγχάνονται οι μακροπρόθεσμοι κλιματικοί στόχοι (Συμφωνία των Παρισίων), μια πολύ ισχυρότερη ώθηση για την αποδοτικότητα, την ηλεκτροδότηση (στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τις αντλίες θερμότητας) και την ανακύκλωση θα επιφέρει παγκόσμια κορύφωση στη ζήτηση πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 2020. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, θα διατεθούν τρισεκατομμύρια επενδύσεων σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου θα έρθει αντιμέτωπη με προκλήσεις. Ως εκ τούτου, οι παραγωγικές χώρες των οποίων οι οικονομίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό ή αποκλειστικά στα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο πρέπει να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιο και τις οικονομικές δομές τους. Ορισμένες από τις δεξιότητες και η εξειδίκευση που αναπτύχθηκαν στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν πεδία εφαρμογής σε νέες τεχνολογίες, όπως, μεταξύ άλλων, η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCUS), η υπεράκτια αιολική ενέργεια, το υδρογόνο και τα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα.

Οι τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα (δηλ. ηλεκτρικά οχήματα, ανεμογεννήτριες κ.λπ.) απαιτούν σημαντικές ποσότητες ορυκτών υλών καίριας σημασίας (δηλ. χαλκό, κοβάλτιο και νικέλιο). Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε νέες καθαρές τεχνολογίες και να επικεντρωθεί σε τομείς όπως η παραγωγή συσσωρευτών και νικελίου, αξιοποιώντας πολύ εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και τους φυσικούς της πόρους.